Λίγο πιο κάτω από την πολύβουη Λεωφόρο Βουλιαγμένης, στο ύψος της οδού Σωκράτους στη Βούλα, βρίσκεται η εμπορική γειτονιά της πλατείας Σοφοκλή Βενιζέλου. Ένα όμορφο πάρκο, μια ανακαινισμένη παιδική χαρά, ένα ιδιαίτερο γήπεδο, συνοικιακά μαγαζιά και καλημέρες που ακούγονται από παντού συνθέτουν έναν ζωντανό συνοικιακό μικρόκοσμο. Γίναμε για λίγο μέρος του, περάσαμε ένα πρωινό στην πλατεία και γνωρίσαμε τους ανθρώπους της.
Πρωινό Τετάρτης στην περιοχή της Βούλας. Oι περισσότεροι, ειδικά όσοι δεν είναι νότιοι, θα σκέφτονταν αμέσως την κεντρική πλατεία της, με τον πεζόδρομο, τα εστιατόρια και το εμπορικό κέντρο. Όμως είμαστε στην οδό Σωκράτους, λίγα τετράγωνα πιο κάτω από τη λεωφόρο Βουλιαγμένης, και γύρω μας απλώνεται μια ολοζώντανη συνοικιακή αγορά. Στα δεξιά, ένα καταπράσινο παρκάκι, με μια μεγάλη, επιβλητική λεύκα. Πιο πέρα μια παιδική χαρά, ένα τραπέζι ping pong, αλλά και ένα τετραγωνισμένο μικρό γήπεδο, με ψιλό χαλίκι. Δεν θα σου πω ακόμα τι είναι. Κράτα το για αργότερα.
Είμαστε στην πλατεία Σοφοκλή Βενιζέλου.
Γύρω από την πλατεία, ένα πολύβουο μελίσσι. Η πιάτσα, που έχει στηθεί ακριβώς απέναντι, απαρτίζεται από μικρά μαγαζιά, άλλα πιο καινούργια και άλλα που μετρούν δεκαετίες ολόκληρες, όπως ακριβώς ο Φούρνος Στεργίου. Πρόκειται για το πρώτο μαγαζί που άνοιξε στην περιοχή, του οποίου τα ηνία πέρασαν από τον παππού, που το ξεκίνησε τότε σαν μανάβικο, αρχικά στον πατέρα και αργότερα στα παιδιά. Τον Σπύρο, τον Γιώργο και τον Νίκο, που εξέλιξαν το μανάβικο σε φούρνο και ντελικατέσεν και βρίσκονται εκεί καθημερινά, διατηρώντας την οικογενειακή τους παράδοση και ένα σταθερό κοινό που τους προτιμά κάθε μέρα για το ψωμί, τον καφέ και τα είδη πρώτης ανάγκης για το σπίτι.
«Είμαστε γεννημένοι και μεγαλωμένοι στη Βούλα. Εδώ είναι ο τόπος μας. Είναι κομμάτι του εαυτού μας. Ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε σχολείο στο 1ο Δημοτικό Βούλας. Παλιότερα μάλιστα, ο δρόμος που βλέπετε, η Σωκράτους, διαχώριζε την Κάτω Βούλα με την Άνω. Η Άνω Βούλα δεν είναι στην ουσία το Πανόραμα, όπως πολλοί νομίζουν, αλλά το κομμάτι από τη Σωκράτους, μέχρι τα Πηγαδάκια. Το Πανόραμα τότε είχε όλες κι όλες τρεις οικογένειες: του Γιαννακόπουλου, του Μασαντώνη -αν θυμάμαι καλά- και λίγο πιο κάτω του Παναγιά. Στην Κάτω Βούλα υπήρχε αρκετός κόσμος, γιατί είχε και το νοσοκομείο» λέει ο κ. Σπύρος.
Μάλιστα η πλατεία είναι ένα μέρος που ο ίδιος θυμάται από τα παιδικά του χρόνια: Λίγο διαφορετικό βέβαια, χωρίς την παιδική χαρά και το μικρό γηπεδάκι, αλλά από τότε σημείο συνάντησης για εκείνον και για όλα τα παιδιά της γειτονιάς, στο καθιερωμένο ραντεβού για ατελείωτο παιχνίδι, αθώους τσακωμούς, χτυπήματα και γρατζουνιές στα γόνατα.
Απέναντι από τον φούρνο βρίσκεται το κρεοπωλείο του κ. Τερεζάκη. «Το μαγαζί το δημιούργησε το 2000 ο πατέρας του συνέταιρού μου και αργότερα το πήραμε εμείς» μου λέει ο κύριος Σταμάτης, που μόλις έχει βγει από το κατάστημα για να μιλήσει σε κάποιον από τα διπλανά μαγαζιά. «Ο πελάτης θα περάσει να πει την καλημέρα του, ακόμη και αν δεν ψωνίσει στο μαγαζί», λέει με βεβαιότητα, όταν τον ρωτώ αν υφίσταται εδώ η έννοια της γειτονιάς.
Λίγο πιο δίπλα, η Νάντια, που με υποδέχεται με ένα πλατύ χαμόγελο στο «Nandia’s Flower Shop». Μιλάμε λίγο για τα λουλούδια του φθινοπώρου, σχολιάζω τα υπέροχα χρώματα στα τριαντάφυλλα της βιτρίνας και τη συνοδεύω έξω από το μαγαζί για να ποτίσει τις γλάστρες της. «Ο κόσμος στηρίζει τα μαγαζιά της περιοχής και υπάρχει σε μεγάλο βαθμό οικειότητα μεταξύ μας, όπως και μια σταθερή πελατεία. Και με τους υπόλοιπους επιχειρηματίες έχουμε άψογες σχέσεις, είμαστε σαν μια οικογένεια», επιβεβαιώνει και εκείνη.
Ώρα για καφέ και η καλύτερη στάση είναι το Delicato, το μικρό coffee shop με τα αριστουργηματικά snacks, που έχει ανοίξει εδώ και περίπου έναν χρόνο στο νούμερο 17 της οδού Σωκράτους. Πρόκειται για έναν χώρο προσεγμένο, που πιστεύω πως δεν θα μπορούσε να ονομαστεί αλλιώς. Εκεί συναντώ τον Νικήτα Αυγουλή, που ζει στα νότια προάστια εδώ και 14 χρόνια. Αν και αθλητικογράφος, δραστηριοποιείται και στην εστίαση εδώ και περισσότερο από μία δεκαετία. Μέσα από τα ταξίδια που έκανε, λόγω της αθλητικής δημοσιογραφίας, είδε, έμαθε και «πήρε» μαζί του πράγματα και εμπειρίες, ώστε να ανοίξει στον τόπο του ένα μαγαζί, όπως ακριβώς το ονειρεύτηκε. Με έμφαση στην ποιότητα και με βάση τα πρότυπα που είδε στο εξωτερικό. Συνοδοιπόρος σε αυτό το εγχείρημα η σύζυγός του, Χριστίνα, αλλά και η αδερφή της, Μαρία.
Οι τρεις τους βρίσκονται κάθε μέρα στις επάλξεις, έτοιμοι να εξυπηρετήσουν τους πελάτες. «Εδώ στη Βούλα νομίζω πως αυτή η αίσθηση της γειτονιάς λειτουργεί ακόμη και αυτό βέβαια βοηθά και εμάς εμπορικά» παραδέχεται ο Νικήτας. «Κι εμείς βέβαια, όταν ψωνίζουμε, προτιμούμε τα μαγαζιά της περιοχής».
ΣΧΕΤΙΚΟ ΘΕΜΑ
Φυσικά, κάθε γειτονιά που σέβεται τον εαυτό της, θα πρέπει να έχει ένα πρακτορείο ΟΠΑΠ. Όλοι το ξέρουν αυτό. Αυτό στο οποίο θα περάσει καθημερινά ο συνταξιούχος, θα “ρίξει” το δελτίο του, θα πιάσει και λίγο την κουβέντα με τους άλλους παρευρισκόμενους, μπορεί και να διαφωνήσουν για τις ομάδες που υποστηρίζει ο καθένας- άνθρωποι είμαστε. Η γειτονιά αυτή φυσικά και το έχει. Πίσω από τον πάγκο του κάθεται η Μαρία Μεγάλου, η οποία πήρε το συγκεκριμένο οίκημα από τη μητέρα της. Εκείνη ανέλαβε το μαγαζί το 1995 και από τότε βρίσκεται εδώ καθημερινά. Μια γυναίκα εγκάρδια, που το ζεστό χαμόγελό της σε κάνει να νιώθεις αμέσως οικειότητα. «Θεωρώ πως ο Στεργίου, που ήταν και από τα πρώτα μαγαζιά στη γειτονιά, έχει φέρει όλο τον κόσμο εδώ» δεν διστάζει να μου εξομολογηθεί. «Ο κόσμος θα ψωνίσει από τον Στεργίου και μετά θα περάσει και από εδώ, να παίξει το τζόκερ του. Τις μέρες που ο Στεργίου είναι κλειστός -σπάνια δηλαδή, σε γιορτές κυρίως- η γειτονιά νεκρώνει».
Η Βούλα είναι από τις περιοχές της Αθήνας που φημίζονται για τα ακριβά σπίτια και τα πολυτελή αυτοκίνητα, ενώ υπάρχει η αίσθηση ότι ο κόσμος είναι απρόσιτος, ίσως και λίγο σνομπ καμιά φορά. Η γειτονιά αυτή αποδεικνύει περίτρανα το αντίθετο, αφού απαρτίζεται από απλούς, καθόλα προσιτούς ανθρώπους. Μια από αυτούς, είναι και η Άντα Σταμέλου, ιδιοκτήτρια του φαρμακείου, στο οποίο εργάζεται και η κόρη της, Λήδα. Η πελατεία, ειδικά τις πρωινές ώρες, είναι αρκετή, οπότε αναμένω κι εγώ για λίγο στην ουρά, προκειμένου να βρω την ευκαιρία να μιλήσω για λίγο μαζί τους. «Πελάτες της μητέρας μου το ’84 εξακολουθούν και έρχονται. Και τα παιδιά τους το ίδιο» καταφέρνει να μου πει η Λήδα πριν πέσει και πάλι στη δουλειά. «Με τα υπόλοιπα μαγαζιά υπάρχει υποστήριξη και βοήθεια. Από το παραμικρό που θα χρειαστείς, που μπορεί να σου μαγκώσει η πόρτα το πρωί, που λέει ο λόγος, θα έρθει κάποιος από δίπλα ή απέναντι, να σε βοηθήσει».
Στο κομμωτήριο της γειτονιάς συναντώ τον Θωμά Μεγάλο. Είναι ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης (με την επωνυμία «Stars») και είναι ο αδερφός της Μαρίας Μεγάλου που γνώρισα προηγουμένως. Όπως μου εξηγεί, με την αδερφή του μοιράζονται τα πόστα. Πότε εκείνος πηγαίνει στο πρακτορείο και πότε εκείνη -επειδή μέσα σε όλα είναι και τεχνήτρια νυχιών- μεταφέρεται στο κομμωτήριο. Και κάπως έτσι κυλάει η μέρα τους.
Η περιοχή όμως έχει δυνατή αγορά και από την άλλη της πλευρά. Ανεβαίνω και πάλι προς τα πάνω, περνώ τον δρόμο και αφήνω τη μυρωδιά του φρέσκου κουλουριού να με οδηγήσει στους Κουλουράδες. Εκεί συναντώ την Ήρα Καραγιάννη. «Επειδή έχουμε κι άλλα καταστήματα Κουλουράδες, όχι μόνο στη Βούλα, μπορώ να πω πως αυτό είναι το αγαπημένο μου “παιδί”. Η σχέση που έχουμε εδώ με τους πελάτες δεν μοιάζει καθόλου με τα υπόλοιπα μαγαζιά μας, εδώ είναι πολύ πιο προσωπική».
Πώς γίνεται όμως να συνυπάρχουν αρμονικά επιχειρήσεις που πουλούν παρόμοια προϊόντα, χωρίς να μπαίνουν στο «τριπάκι» του κακώς εννοούμενου ανταγωνισμού; «Η αλήθεια είναι πως υπάρχει αγορά για όλους. Ο καθένας έχει τους δικούς του πελάτες και το δικό του προϊόν. Ο καθένας έχει το δικό του fan club, να το πω έτσι. Και με τον κ. Στεργίου και με τον κ. Μιχάλη από δίπλα δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε» λέει η Ήρα.
Ας δούμε λοιπόν ποιος είναι και «ο κύριος Μιχάλης από δίπλα». «Πες αλεύρι» γράφει η ταμπέλα και, όπως βλέπω, λαχταριστά μπισκότα και άλλα τέτοια καλούδια με γυρεύουν. Έξω, στα λιγοστά ψηλά τραπεζάκια, κόσμος πίνει στα γρήγορα τον καφέ του, πριν πάει σε κάποια δουλειά. Ο Μιχάλης και η σύζυγός του, η Γεωργία, είναι οι ιδιοκτήτες. «Το 2015 μεταφερθήκαμε από τη Γλυφάδα στη Βούλα. Την επιχείρηση τη δουλεύουμε εμείς οι ίδιοι, με προϊόντα που φτιάχνουμε μόνοι μας. Είναι αμιγώς συνοικιακό κατάστημα και δουλεύουμε κυρίως με τη γειτονιά, με φίλους και γνωστούς, οι οποίοι μας υποστηρίζουν», μου λέει η Γεωργία.
Εδώ θα μάθεις να παίζεις και Πετάνκ
Ολοκληρώνοντας αυτό το μίνι οδοιπορικό, δεν έχω απαντήσει ακόμα στον γρίφο της εισαγωγής. Τι είναι τελικά αυτό το μικρό γηπεδάκι δίπλα στην παιδική χαρά της πλατείας;
Είναι ένα γήπεδο Πετάνκ, ή αλλιώς Εδαφοσφαίρισης. Πρόκειται για ένα άθλημα, στο οποίο οι παίκτες χρησιμοποιούν μικρές σιδερένιες μπάλες και έναν στόχο. Κύριο μέλημα του παιχνιδιού είναι να φτάσουν οι μπάλες στον στόχο. Όποια ομάδα το καταφέρει, κερδίζει έναν πόντο. Η πρώτη που θα φτάσει τους 13 πόντους κερδίζει το ματς. Σε αυτό εδώ ακριβώς το γήπεδο συναντιούνται μάλιστα κάθε απόγευμα τα μέλη του Συλλόγου Πετάνκ της Αθήνας (Athens Petanque Club). Πρόεδρος είναι ο Γιώργος Κοντογιάννης, ο οποίος μου διηγήθηκε και τη μικρή ιστορία του γηπέδου.
«Ήταν μια δική μας πρωτοβουλία το γήπεδο Πετάνκ στη Βούλα. Εξηγήσαμε στον ίδιο τον Δήμαρχο την αξία του αθλήματος. Ο κ. Κωνσταντέλλος κατάλαβε την κοινωνικότητα και τη διέξοδο που μπορεί να προσφέρει. Με τη δεύτερή μας κιόλας συνάντηση μας έδωσε μια λίστα πιθανών χώρων που θα μπορούσε να γίνει το γήπεδο. Εκείνο το διάστημα φτιαχνόταν η πλατεία Βενιζέλου και μάλιστα ήταν δίπλα και η παιδική χαρά οπότε θεωρήσαμε ότι το μέρος είναι ιδανικό. Δώσαμε τις προδιαγραφές και γρήγορα φτιάχτηκε».
«Η ομάδα μας επίσημα δημιουργήθηκε το 2016. Το συγκεκριμένο γήπεδο δεν υπήρχε τότε. Παίζαμε σε διάφορα γήπεδα στη Βουλιαγμένη και σε χώρους που διαμορφώναμε μόνοι μας. Η αλήθεια είναι πως το άθλημα παίζεται παντού. Οι χώροι οι οποίοι διαμορφώνονται, όπως το γήπεδο της Βούλας, είναι περισσότερο για να προσδιορίσουν το χώρο του αθλήματος και να προσελκύσουν κόσμο. Επίσης, έτσι υπάρχει και ένα στάνταρ σημείο συνάντησης», μου εξήγησε ο κ. Κοντογιάννης.
Έτσι, κάθε απόγευμα στο μικρό γηπεδάκι της πλατείας δίνεται το ίδιο ραντεβού. Και είναι ένα ραντεβού για όλους, όπως επιμένει ο κ. Κοντογιάννης: «Δεν έχει σημασία αν είσαι 100 κιλά ή 40, αν είσαι 2 μέτρα ή 1,50, άντρας ή γυναίκα. Σημασία έχει η όρεξη. Αυτό βγάζει τον κόσμο από το σπίτι».
Πηγή: nou-pou.gr