Άρθρο του Παναγιώτη Κόνσουλα
Οικονομολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας
Η υπόθεση ενός οφειλέτη και ενός μεγάλου servicer το καλοκαίρι του 2025 ανοίγει ένα κρίσιμο ζήτημα για τον τρόπο λειτουργίας του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων στην Ελλάδα: κατά πόσο ο μηχανισμός αποτελεί πραγματικό εργαλείο αναδιάρθρωσης ή μια διαδικασία χωρίς ουσιαστικές εγγυήσεις για τον οφειλέτη.
Η στιχομυθία είναι αποκαλυπτική. Ο οφειλέτης προτείνει την προσφυγή στον εξωδικαστικό, όπως προβλέπει ο νόμος, προκειμένου να διερευνηθεί βιώσιμη λύση χωρίς δικαστικές αντιπαραθέσεις.
Ο servicer, όμως, απαντά ότι στο τμήμα corporate «δεν γίνονται δεκτές οι προτάσεις του εξωδικαστικού», επειδή οι επενδυτές απαιτούν εξόφληση σε 3-5 χρόνια ενώ ο αλγόριθμος του μηχανισμού παράγει ρυθμίσεις σημαντικά μεγαλύτερης διάρκειας. Με άλλα λόγια, ο νόμος προσφέρει μια πιθανή λύση 10-15 ετών, αλλά ο servicer αξιώνει εξόφληση σε 3-5, ανεξαρτήτως βιωσιμότητας.
Η επισήμανση ότι η αποδοχή των προτάσεων του αλγορίθμου είναι προαιρετική για τους πιστωτές επιβεβαιώνει την ασυμμετρία ισχύος: οι servicers δεσμεύουν στην πράξη το πλαίσιο, όχι ο νόμος.
Η ίδια η «Έκθεση Προόδου» της ΓΓΧΤΔΙΧ τον Ιούλιο του 2025 εμφανίζει υψηλά ποσοστά αποδοχής προτάσεων. Ωστόσο, σε υποσημείωση διευκρινίζεται ότι αυτά αφορούν οφειλές έως 250.000 ευρώ. Για τις μεγαλύτερες οφειλές, εκεί όπου παίζεται το πραγματικό παιχνίδι των επιχειρήσεων, δεν δημοσιεύονται στοιχεία. Η σιωπή αυτή, εύλογα, δεν είναι τυχαία.
Το θεσμικό παράδοξο κορυφώνεται όταν ο οφειλέτης ζητά αντίγραφο της πρότασης που παρήγαγε ο αλγόριθμος, προκειμένου να προσφύγει δικαστικά και να εξεταστεί αν η άρνηση του servicer είναι καταχρηστική. Η ΓΓΧΤΔΙΧ αρνείται, επικαλούμενη υπουργική απόφαση, η οποία απαγορεύει την κοινοποίηση της πρότασης στον οφειλέτη – αλλά την επιτρέπει στους πιστωτές. Πρόκειται για μια εντυπωσιακή ανατροπή βασικών αρχών του δικαίου: ο οφειλέτης δεν δικαιούται να γνωρίζει την πρόταση ρύθμισης των δικών του χρεών.
Ακόμη πιο ενδιαφέρουσα είναι η αιτιολόγηση της Διοίκησης προς τη Βουλή: αν ο οφειλέτης λάμβανε το έγγραφο, «θα υπήρχε συσσώρευση προσφυγών στα δικαστήρια». Δηλαδή, η Διοίκηση παραδέχεται ότι επέβαλε το απόρρητο όχι για να προστατεύσει το δημόσιο συμφέρον ή τα προσωπικά δεδομένα, αλλά για να αποτρέψει τον έλεγχο της δικαιοσύνης επί της συμπεριφοράς των πιστωτών.
Το γεγονός ότι αυτό δεν προβλέπεται στον νόμο, ούτε εξουσιοδοτείται ρητά από τη Βουλή, αλλά τέθηκε μονομερώς με υπουργική απόφαση, δημιουργεί μείζον ζήτημα θεσμικής νομιμότητας. Η εκτελεστική εξουσία, στην πράξη, περιορίζει τα δικονομικά δικαιώματα του οφειλέτη προς όφελος μιας ιδιωτικής αγοράς διαχείρισης χρέους.
Η κυβέρνηση προωθεί τον εξωδικαστικό ως εργαλείο οριστικών λύσεων και δεύτερης ευκαιρίας. Όμως, εάν ο πυρήνας της διαδικασίας – η ίδια η πρόταση του αλγορίθμου – παραμένει μυστική από τον άμεσα ενδιαφερόμενο, τότε το σύστημα γίνεται αδιαφανές και μονομερές. Σε ένα τοπίο όπου το ιδιωτικό χρέος συνεχίζει να αποτελεί στρατηγικό ζήτημα για την οικονομία, η διαφάνεια και η ισοτιμία δεν πρέπει να αποτελείται μόνο από τεχνικές λεπτομέρειες, αλλά το βασικότερο, από προϋποθέσεις εμπιστοσύνης.


