Ένας από τους κορυφαίους σχεδιαστές σούπερ γιοτ στον κόσμο μιλάει για μια μορφή high-end τουρισμού και προκαλεί πάθη και συζητήσεις. Είναι παντρεμένος με Ιταλίδα. Η σχέση του με την Ελλάδα παραμένει ωστόσο ζωντανή, αφού και ο γιος και διάδοχός του στη δουλειά, Στέφανος, είναι δημότης Ρώμης αλλά και Βουλιαγμένης.
Οι ελληνικές θάλασσες, ειδικά τα τελευταία χρόνια, υποδέχονται πολυτελέστατα σκάφη, ορισμένα από τα οποία ξεπερνούν τα 100 μέτρα και ενοικιάζονται έναντι εξαψήφιων ή και επταψήφιων ποσών την εβδομάδα.
Μαργαρίτα Πουρνάρα
Η Ελλάδα άλλωστε κατέχει τη μερίδα του λέοντος παγκοσμίως στις ενοικιάσεις μεγάλων σκαφών, με 31% κατά την περίοδο Μαΐου-Οκτωβρίου. Μεγιστάνες και σταρ βρίσκουν στα ντεκ τους το πιο ασφαλές καταφύγιο από τα αδιάκριτα βλέμματα, ενώ οι κοινοί θνητοί που τα παρακολουθούν από τις παραλιακές ταβέρνες καταφεύγουν στην εφαρμογή marine traffic για να μάθουν περισσότερα γι’ αυτά τα πλωτά παλάτια.

Καθόλου τυχαία, ένας συμπατριώτης μας, ο Γιώργος Βαφειάδης, είναι από τους πιο διάσημους σχεδιαστές σούπερ γιοτ στον κόσμο, υπογράφοντας με το Studio Vafiadis, που διατηρεί από τη δεκαετία του ’80 στη Ρώμη, μερικά από τα ωραιότερα. Κομψά ντυμένος, ευδιάθετος, με διακριτή την τραγουδιστή ιταλική προφορά ακόμη και όταν μιλάει ελληνικά, μας υποδέχτηκε στην καινούργια μαρίνα της Βουλιαγμένης, εκεί όπου δένουν πολλά από τα σκάφη που έχει σχεδιάσει για Έλληνες εφοπλιστές και επιχειρηματίες. Η οικογενειακή του ιστορία, μαθαίνω, έχει κι αυτή πολλά «λιμάνια». Ο παππούς και ο πατέρας του γεννήθηκαν στο Βλαδιβοστόκ, ενώ η γιαγιά του ήταν Ελληνίδα της Οδησσού. Κυνηγημένοι από τους Μπολσεβίκους, βρήκαν καταφύγιο στην Ελλάδα αρχικά και στην Αλεξάνδρεια στη συνέχεια, για να επιστρέψουν τελικά στην Αθήνα και στη Νέα Σμύρνη, όπου ο ίδιος πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε μια γειτονιά με κήπους που ευωδίαζαν από τις τριανταφυλλιές και τα γιασεμιά. «Ήταν μια εκπληκτική κηπούπολη», θυμάται σήμερα. Οι σπουδές του τον οδήγησαν στην Ιταλία, όπου ζει έκτοτε, παντρεμένος με Ιταλίδα. Η σχέση του με την Ελλάδα παραμένει ωστόσο ζωντανή, αφού και ο γιος και διάδοχός του στη δουλειά, Στέφανος, είναι δημότης Ρώμης αλλά και Βουλιαγμένης.
Μια αρχιτεκτονική που ταξιδεύει
Ξεκινάμε τον «ανάπλου» της ζωής του πίνοντας εσπρέσο. «Δεν θα είχα βρεθεί στην Ιταλία αν δεν ήταν ο γαλλικός Μάης του 1968», μου λέει. «Δεν πέρασα στην αρχιτεκτονική του ΕΜΠ και ήθελα να πάω στην Καλών Τεχνών του Παρισιού, αλλά τα γεγονότα με έστρεψαν στην αρχιτεκτονική σχολή της Ρώμης, όπου έφτασα το 1969 γνωρίζοντας μονάχα 100 λέξεις στα ιταλικά – είχα, όμως, καλό χέρι στο σχέδιο. Βρέθηκα ξαφνικά σε μια πόλη όπου όλα είναι τέλεια σχεδιασμένα και τα μάτια μου εκπαιδεύτηκαν αμέσως σε αυτή την ομορφιά, με αποτέλεσμα, όταν διέκρινα έκτοτε κάτι άσχημο, να αναρωτιέμαι πώς και κανείς δεν ασχολήθηκε να το ομορφύνει. Η δουλειά των σχεδιαστών είναι δύσκολη σε ξηρά και θάλασσα. Δεν αρκεί να αρέσει στον πελάτη κάτι που θα φτιάξεις, πρέπει να αρέσει και σε εκείνους που θα βλέπουν το δημιούργημά σου. Στα γιοτ είναι ακόμα πιο περίπλοκο, διότι ναυλώνονται. Μοιάζουν λίγο με τα πολύ ακριβά ξενοδοχεία, αλλά με διαφορετική διαχείριση του χώρου. Είναι μια “αρχιτεκτονική” που ταξιδεύει και εκτίθεται στο βλέμμα περισσότερων και διαφορετικών ανθρώπων σε σχέση με ένα κτίριο που παραμένει καρφωμένο στη θέση του».

Η αγάπη του για το αντικείμενο, η επιμονή και η εργατικότητά του του εξασφάλισαν μια υποτροφία της UNESCO για το διδακτορικό του, που αφορούσε την αποκατάσταση αρχαίων και ιστορικών μνημείων. «Από εκεί έμαθα την αξία της συντήρησης», επισημαίνει. Αναζητώντας στη συνέχεια τα βήματά του ως νέος αρχιτέκτων, σχεδίαζε έπιπλα. Χάρη, μάλιστα, σε ένα κρεβάτι βρήκε συνεργάτες στις ΗΠΑ, παίρνοντας τον δρόμο για την Αμερική. «Ήταν αρχές του ’80, στο Χιούστον του Τέξας, που τότε γνώριζε μεγάλη άνθηση λόγω των πετρελαίων», θυμάται. «Άνοιξα γραφείο, νοίκιασα διαμέρισμα, αλλά δεν μετέφερα ποτέ τη βάση μου από την Ιταλία. Στην Ευρώπη σχεδίαζα, στην Αμερική υλοποιούσα. Όλα πήγαιναν καλά, μέχρι που μια οικονομική κρίση άλλαξε την κατάσταση. Όμως, το 1983 σχεδίασα ένα κότερο 46 μέτρων για έναν πελάτη, οπότε συνέχισα προς αυτή την κατεύθυνση. Άνοιξα για λίγο κι ένα άλλο γραφείο, στο Φορτ Λοτερντέιλ της Φλόριντα – η ευελιξία στη δουλειά είναι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα. Ενίοτε σχεδίαζα και κτίρια, κάτι που συνεχίζω».
«Το καλύτερο σκάφος είναι το επόμενο»

Οι θαλαμηγοί απέναντί μας προκαλούν το επόμενο ερώτημα: πόσα σούπερ γιοτ έχει σχεδιάσει; «Περίπου 100 και τα θυμάμαι όλα, ένα προς ένα. Το μότο του γραφείου μας είναι ότι το καλύτερο σκάφος είναι πάντα το επόμενο – το έβγαλε ο γιος μου, που πήρε το βραβείο καλύτερου σχεδιαστή σκαφών το 2013», μου λέει και μου εξηγεί ότι, έχοντας παρακολουθήσει από κοντά την εξέλιξη στον τομέα του γιότινγκ, το μέγεθός τους άρχισε να αυξάνεται κατά την περίοδο 1985-1990. Μήπως αυτό είναι ένα δείγμα του ναρκισσισμού των καιρών μας; Bigger is better; αναρωτιέμαι. «Δεν νομίζω», απαντά. «Αν δείτε το νηολόγιο στο λιμάνι της Νέας Υόρκης το 1900, ήταν πιο πολλά εγγεγραμμένα μάξι ιστιοπλοϊκά απ’ ό,τι το 2000. Μιλάμε για μια ναυτική παράδοση με ηλικία πλέον του αιώνα. Η διαφορά με το τώρα είναι οι ανέσεις. Τότε ήταν πολύ δύσκολο να κοιμάσαι σε αυτά τα γιοτ, οι καμπίνες ήταν τρύπες». Τον ρωτώ αν αντιμετωπίζει τη δουλειά του ως μέσο ικανοποίησης της ματαιοδοξίας πολύ ευκατάστατων ανθρώπων, κάτι που μπορεί να ενοχλεί τους «κοινούς θνητούς». «Καταλαβαίνω ότι ένα τέτοιο πλεούμενο χρησιμεύει μόνο για καλοπέραση. Αλλά πολλοί άνθρωποι βλέπουν τη χλιδή στα σκάφη και ονειρεύονται. Έχω φίλους που δεν είναι σε θέση να αγοράσουν ούτε φουσκωτό. Και όμως, όταν αντικρίζουν ένα σούπερ γιοτ, με ρωτούν πόσα μέτρα είναι, σε ποιον ανήκει κ.λπ. Τους εξηγώ ότι στη δουλειά μου υπάρχει μια βασική αρχή: μπορείς να μιλάς για την αμαρτία, αλλά ποτέ για τον αμαρτωλό! Αν ο πελάτης από μόνος του θέλει να διαφημίσει το σκάφος, έχει καλώς. Αμερικανοί που έχουν εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης και επικοινωνίας ή δραστηριοποιούνται σε συναφείς τομείς, επιδιώκουν τη δημοσιότητα όχι για επίδειξη, αλλά γιατί όλη η ζωή και η δημόσια εικόνα τους είναι έτσι. Υπάρχουν και άλλοι που σε βάζουν να υπογράψεις 11 σελίδες σύμφωνο εμπιστευτικότητας. Οφείλεις, λοιπόν, να τα σέβεσαι όλα αυτά». Τον απασχολεί που ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πλούτου είναι συγκεντρωμένο σε λίγα χέρια; «Καθόλου. Αυτά τα λίγα χέρια που λέτε δίνουν δουλειά σε πολλά χέρια. Έτσι γίνεται πάντα. Ο επιχειρηματίας είναι ένας άνθρωπος που παίρνει το ρίσκο του και μπορεί ανά πάσα στιγμή να πέσει έξω και να τα χάσει όλα. Όταν, λοιπόν, κάποιος έχει την τόλμη να κυνηγήσει τον πλούτο, ας το χαρεί κιόλας μέσα από την πολυτέλεια ή ό,τι άλλο θέλει».
Τα γιοτ, ο φθόνος, το «φαρμάκι»
Παρατηρεί ότι κάποιοι στην Ελλάδα, «όταν βλέπουν έναν έχοντα, λένε αμέσως “ποιος ξέρει από πού τα έκλεψε, είναι απατεώνας, λωποδύτης”. Κανένας δεν σκέφτεται ότι μπορεί ο άνθρωπος που κατηγορούν να είναι ένας τύπος που πούλησε το σπίτι του για να ξεκινήσει μια δουλειά και δεν προτίμησε να βάλει τα λεφτά του στην τράπεζα ή να αγοράσει ένα διαμέρισμα. Αυτοί που αρέσκονται στην εύκολη κριτική θα έκαναν το ίδιο; Δεν νομίζω. Ο φθόνος συνηθίζεται στη Μεσόγειο. Στην Ελλάδα τον ταυτίζω με τη μοιρολατρία, ως απομεινάρι των 400 χρόνων σκλαβιάς από τους Οθωμανούς. Πολλές φορές, την έλλειψη τόλμης τη βαφτίζουμε αλλιώς. Λέμε: “Δεν πήγα μπροστά, διότι δεν ήθελα να κλέψω”. Η αλήθεια όμως είναι ότι συχνά αυτός που το φωνάζει, δεν προσπάθησε να πάει μπροστά. Έμεινε να κατηγορεί άλλους που τα κατάφεραν. Παντού, βέβαια, υπάρχουν άνθρωποι που έχουν πλουτίσει με κόλπα, απάτες, ύποπτες δουλειές. Το δέχομαι. Αλλά δεν σημαίνει ότι όποιος έχει ένα σούπερ γιοτ είναι οπωσδήποτε απατεώνας. Γενικά στην Ελλάδα υπάρχει η κουλτούρα του καφενείου. Ο εξυπνάκιας είναι αυτός που θα στοχοποιήσει εύκολα τον άλλο για να κερδίσει τον θαυμασμό των υπολοίπων και αυτή η κατάσταση συνεχίζεται στις σημερινές καφετέριες. Θα ήταν καλύτερο, αντί να κατηγορούμε χωρίς να ξέρουμε, να δούμε εμείς τι μπορούμε να κάνουμε για να βελτιώσουμε τη ζωή μας». Ως Έλληνας της διασποράς, πού θεωρεί ότι εδράζεται το πρόβλημα στη χώρα μας και δυσκολευόμαστε να εκμεταλλευτούμε τα χαρίσματά μας; «Υπάρχουν αγκυλώσεις, αλλά αυτό που θεωρώ ότι διαφοροποιεί τους Έλληνες από τους άλλους Ευρωπαίους –παρά το ότι είμαστε ευφυείς και σκληρά εργαζόμενοι– είναι η έλλειψη του βιομηχανικού τομέα.

Και αυτό αντίστοιχα δημιουργεί μια συγκεκριμένη νοοτροπία και στους επιχειρηματίες. Ένας από τους καλύτερους πελάτες μου είναι ο εφοπλιστής Πάρης Δράγνης. Θα του ερχόταν πιο φθηνά, ίσως και πιο εύκολα να φτιάχνει τα σούπερ γιοτ του στο εξωτερικό. Προτίμησε να τα σκαρώνει στο Πέραμα για να δώσει δουλειές. Λίγοι Έλληνες ακολουθούν αυτή τη στρατηγική. Οι πιο πολλοί επιχειρηματίες θέλουν να κάνουν μια δουλειά, να βγάλουν λεφτά και να μην μπλέξουν παραπάνω. Όχι να επενδύσουν σε μακρόπνοα σχέδια που θα δώσουν θέσεις εργασίας σε περισσότερους ανθρώπους. Ίσως να φταίει και το κράτος, υπό την έννοια ότι, αντί να βοηθά στην ανάπτυξη, προκαλεί ενίοτε περισσότερα προβλήματα με τη γραφειοκρατία και όχι μόνο. Ακόμα και όταν τα πράγματα βαίνουν προς απλοποίηση, δημιουργούνται καμιά φορά περισσότερα προβλήματα απ’ όσα λύνονται», λέει.
«Ένα ακόμα πρόβλημα είναι η έλλειψη διάθεσης να καινοτομήσουν οι Έλληνες στο επιχειρείν. Αντί να κάνεις κάτι καινούργιο, δικό σου, πας και φτιάχνεις το πετυχημένο που βλέπεις μπροστά σου. Προσπαθείς να μειώσεις την πιθανότητα αποτυχίας σου βασιζόμενος στην επιτυχία ενός άλλου. Η μίμηση, όμως, στο τέλος θα οδηγήσει σε αδιέξοδο και εσένα και αυτόν που άνοιξε τον δρόμο. Γι’ αυτό υπάρχει στη χώρα μας η μόδα να ανοίγουν ξαφνικά μαγαζιά που πουλάνε παγωμένα γιαούρτια, ξηρούς καρπούς κ.λπ. Βρες και εξέλιξε κάτι, μην αντιγράφεις, γιατί στη συνέχεια κάποιος άλλος θα αντιγράψει κι εσένα. Και μετά θα βγεις εσύ χαμένος».
«Να μάθουμε από τους καλύτερους»

Τα σούπερ γιοτ made in Greece σπανίζουν. Θεωρεί ότι θα μπορούσε η Ελλάδα να διεκδικήσει μερίδιο από την Ιταλία και από άλλες χώρες; Έχουμε τόσο καλούς τεχνίτες όσο οι Ιταλοί ξυλουργοί, για παράδειγμα; «Οι Έλληνες είναι καταπληκτικοί μηχανικοί και εξαιρετικά εφευρετικοί. Όλα θα μπορούσαν να γίνουν. Πρέπει όμως κάποιος να έχει την ταπεινότητα να πάει και να μάθει από τους καλύτερους. Θυμάμαι έναν σεφ σε ένα σούπερ γιοτ, που τον έστειλαν για μετεκπαίδευση σ’ ένα ιταλικό εστιατόριο. Όταν γύρισε πίσω, μας έλεγε πόσα πράγματα δίδαξε σε αυτούς που γνώρισε. Μα πώς να μάθεις έτσι; Είτε το θέλουμε είτε όχι, από τους τρίτους μπορούμε να βελτιωθούμε. Είμαι, πάντως, πιο αισιόδοξος με τα νέα παιδιά στην Ελλάδα. Βλέπω τι γίνεται με τις νεοφυείς επιχειρήσεις, η κρίση έβγαλε μια τολμηρή γενιά που πήγε στο εξωτερικό και διακρίθηκε με το σπαθί της. Αν αυτά τα παιδιά γυρίσουν, θα βοηθήσουν πολύ τη χώρα, γιατί έχουν εκτεθεί στον διεθνή ανταγωνισμό».
«Η κρίση έβγαλε μια τολμηρή γενιά που πήγε στο εξωτερικό και διακρίθηκε με το σπαθί της. Αν αυτά τα παιδιά γυρίσουν, θα βοηθήσουν πολύ τη χώρα, γιατί έχουν εκτεθεί στον διεθνή ανταγωνισμό».
Η χώρα θέλει ποιοτικό τουρισμό. Προσωπικό υπάρχει; «Το luxury –αλλά και καμία άλλη βιομηχανία– δεν μπορεί να χτιστεί εις βάρος των εργαζομένων», πιστεύει. «Γίνεται να δουλεύεις σε σούπερ ξενοδοχείο και να μένεις σε μια τρώγλη ή σε κοντέινερ; Με τι διάθεση θα πας στη δουλειά σου; Στα σκάφη γίνεται το αντίθετο: το προσωπικό μένει σε καμπίνες, έχει καλό φαγητό, αμείβεται καλά. Ένας ευχαριστημένος εργαζόμενος θα αποδώσει πολύ περισσότερο από έναν δυσαρεστημένο. Επίσης, δεν θα τον ψάχνεις στη μέση της σεζόν. Θα μείνει να εργαστεί, γιατί έτσι βγαίνει κερδισμένος», τονίζει.
Ταλέντο, στρατηγική και οργάνωση

Θαλαμηγοί άνω των 100 μέτρων υπάρχουν σε όλο τον κόσμο, όμως, η πατρίδα μας ξεχωρίζει για τις φυσικές της καλλονές και τα σούπερ γιοτ ταιριάζουν στο ελληνικό τοπίο. Μήπως, όμως, αυτό κινδυνεύει πλέον; «Η Μύκονος και η Σαντορίνη έχουν συμβάλει στο να αποκτήσουμε αναγνωρισιμότητα, να γίνει η Ελλάδα ένα τεράστιο τουριστικό μπραντ. Έχουν γίνει, βέβαια, και πολλές πολεοδομικές παρανομίες, που πρέπει να τις δει η πολιτεία. Βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σημείο. Τώρα είναι η ώρα να οριοθετηθούν ζώνες δόμησης για το τι επιτρέπεται και τι όχι, με σωστή επιτήρηση. Να διατηρήσουμε ό,τι καλό έχουμε, να νομιμοποιηθούν ή να γκρεμιστούν τα αυθαίρετα, να μπει φρένο στην αλόγιστη ανάπτυξη που γεμίζει τα νησιά με τον ίδιο τύπο σπιτιού. Δεν πιστεύω ότι το να παγώσουν οι άδειες είναι λύση, αλλά πρέπει να εξετάσουμε ποιος και πού χτίζει. Όχι επειδή πρόκειται για ξενοδοχείο να δίνουμε άδεια και να κόβουμε τους ιδιώτες. Λύση είναι η καλύτερη οργάνωση του κράτους».
«Το luxury –αλλά και καμία άλλη βιομηχανία– δεν μπορεί να χτιστεί εις βάρος των εργαζομένων. Γίνεται να δουλεύεις σε σούπερ ξενοδοχείο και να μένεις σε μια τρώγλη ή σε κοντέινερ; Στα σκάφη το προσωπικό μένει σε καμπίνες, έχει καλό φαγητό, αμείβεται καλά».
Ενώ η συζήτησή μας βαίνει προς το τέλος της, τον ρωτώ, πώς είναι οι επαφές με τους πελάτες του. Είναι εύκολο να συνεννοείται κανείς με την ελίτ; «Ίσως το πιο δύσκολο είναι να καταλάβεις ακριβώς τι θέλουν. Άλλοι δεν μπορούν να το εκφράσουν και μερικοί θέλουν ίσως πιο πολύ να εντυπωσιάσουν εμένα, επειδή το γραφείο μου αναλαμβάνει μεγάλες δουλειές. Αντί να λένε τι θα τους άρεσε, εστιάζουν στο τι θα άρεσε σε άτομα του οικονομικού τους επιπέδου. Ευτυχώς, έχω γίνει καλός στην ψυχολογία, πιάνω τις αντιφάσεις και πάω στην ουσία των πραγμάτων, ώστε να καταλήξω στο καλύτερο αποτέλεσμα», ομολογεί και δηλώνει περήφανος που ο γιος του συνεχίζει με αξιώσεις τη δουλειά. «Τον έπαιρνα από έξι χρονών στο σχεδιαστήριο. Σε κάθε επάγγελμα δεν αρκεί το ταλέντο. Χρειάζεται μόχθος και στρατηγική», μου λέει πριν αποχαιρετιστούμε, τη στιγμή που ένα ελικόπτερο αφήνει έναν πελάτη στη μαρίνα και ο ήχος της προσγείωσης σκεπάζει, σχεδόν, τα λόγια μας.
Πηγή: kathimerini.gr