Η Αθήνα δεν είναι μόνο δρόμοι, αυτοκίνητα και κτίρια. Είναι και τα ζώα που ζουν σιωπηλά ανάμεσά μας: αλεπούδες, σκαντζόχοιροι, χελώνες, πουλιά. Για να καταγράψουμε αυτήν την άλλη όψη της πόλης, βρεθήκαμε στον Σταθμό Πρώτων Βοηθειών της ΑΝΙΜΑ στην Καλλιθέα και μιλήσαμε με την πρόεδρό της, Μαρία Γανωτή.
Όταν μιλάμε για άγρια ζωή, οι περισσότεροι σκεφτόμαστε δάση, βουνά και απομακρυσμένα τοπία. Σπάνια όμως σκεφτόμαστε την πόλη. Κι όμως, το αστικό τοπίο γύρω μας είναι γεμάτο πλάσματα που ζουν σιωπηλά δίπλα μας: από πουλιά που φωλιάζουν στις ταράτσες μέχρι αλεπούδες που περιπλανιούνται στις γειτονιές, και από νυχτερίδες που πετούν γύρω από τις κολώνες φωτισμού μέχρι σκαντζόχοιρους που κινούνται μέσα στα πάρκα. Είναι οι αθέατοι συγκάτοικοί μας, κομμάτι της ίδιας καθημερινότητας που σπάνια παρατηρούμε.
Με αυτή τη σκέψη βρεθήκαμε στον Σταθμό Πρώτων Βοηθειών της ΑΝΙΜΑ, του Συλλόγου Προστασίας & Περίθαλψης Άγριας Ζωής, στην Καλλιθέα. Ο χώρος μοιάζει με ένα μικρό καταφύγιο: σειρές από κλουβιά με πουλιά που αναρρώνουν, σκαντζόχοιροι τυλιγμένοι στις γωνιές τους, αλλά και ζώα που κινούνται ελεύθερα, όπως δύο τυτώ – τα νυχτόβια γλαυκόμορφα πουλιά με το χαρακτηριστικό λευκό πρόσωπο σε σχήμα καρδιάς. Όλα είχαν φτάσει εκεί από διαφορετικές γειτονιές της Αθήνας, υπενθυμίζοντας ότι η άγρια ζωή, πράγματι, δεν βρίσκεται μακριά μας, αλλά ζει παντού γύρω μας.
Εκεί συναντήσαμε τη Μαρία Γανωτή, πρόεδρο της ΑΝΙΜΑ, με την οποία μιλήσαμε για αυτήν την άλλη όψη της πόλης: για τα ζώα που έχουν μάθει να επιβιώνουν και να προσαρμόζονται δίπλα μας, για το πώς εμείς συχνά αγνοούμε την παρουσία τους, για τους δήμους που παραμένουν ανέτοιμοι να εντάξουν την άγρια ζωή στις πολιτικές τους, αλλά και για το πόσο φτωχότερη γίνεται η καθημερινότητά μας όταν ξεχνάμε ότι μοιραζόμαστε τον ίδιο χώρο μαζί τους.

Οι αθέατοι συγκάτοικοί μας στην πόλη
«Στις πόλεις γενικά, και στην Αθήνα ειδικά, υπάρχουν πάρα πολλά άγρια ζώα», λέει η Μαρία Γανωτή. «Οι πόλεις παρέχουν ασφάλεια, γιατί έχουν λιγότερους θηρευτές, ενώ τα κτίρια προσφέρουν χώρους για φωλιές. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Αθήνα έχουν καταγραφεί πάνω από 170 είδη πουλιών». Όπως εξηγεί, τα άγρια ζώα δεν αξιοποιούν μόνο τα πάρκα και τα άλση, αλλά και το ίδιο το δομημένο περιβάλλον: φτιάχνουν φωλιές σε ταράτσες και ακάλυπτους χώρους, τρυπώνουν σε υπόγεια ή εγκαταλελειμμένα σπίτια και έτσι καταφέρνουν να επιβιώσουν δίπλα μας -ακόμη και φίδια, τα περισσότερα απολύτως ακίνδυνα για τον άνθρωπο.
Στα νότια προάστια η εικόνα είναι ακόμη πιο έντονη, καθώς συνδυάζονται δύο κόσμοι: οι παρυφές του Υμηττού και τα ρέματα που καταλήγουν στη θάλασσα. Στο ρέμα της Πικροδάφνης και στην εκβολή του Ιλισού συναντάμε αλκυόνες, χελώνες του νερού, βατράχια, αλλά και πολλά μεταναστευτικά πουλιά, ιδιαίτερα την άνοιξη και το φθινόπωρο. «Η Πικροδάφνη είναι ένας πολύτιμος διάδρομος», σημειώνει η κ. Γανωτή, «γιατί κάθε χρόνο φιλοξενεί μεγάλη ποικιλία ειδών, ακόμη και σπάνιων».
Στις ίδιες τις γειτονιές, η παρουσία τους είναι εξίσου πλούσια. Στη Βούλα και τη Βάρη ζουν πολλές αλεπούδες – σε τέτοιον αριθμό που, όπως τονίζει η πρόεδρος της ΑΝΙΜΑ, «μιλάμε για φαινόμενο αστικοποίησης. Αλεπούδες υπάρχουν ακόμη και πάνω στην Ακρόπολη». Στον λόφο Πανί του Αλίμου βρίσκουν καταφύγιο όχι μόνο αλεπούδες αλλά και σκαντζόχοιροι, ενώ στον ίδιο δήμο παρατηρούνται συχνά τσαλαπετεινοί και μικροί ερωδιοί που πέφτουν εξαντλημένοι σε αυλές. Στην Ηλιούπολη και την Αργυρούπολη φωλιάζουν γεράκια σε πολυκατοικίες, προσαρμοσμένα πλήρως στην πόλη.
Από εκεί και πέρα, πιο «καθημερινοί» συγκάτοικοι είναι τα χελιδόνια, οι σταχτάρες και τα κοτσύφια, που φτιάχνουν φωλιές σε ταράτσες. Οι νυχτερίδες κινούνται γύρω από τις λάμπες του δρόμου για να κυνηγήσουν έντομα, ενώ οι χελώνες εμφανίζονται συχνά σε αυλές και άλση. «Τις χελώνες αυτές», λέει η κ. Γανωτή, «στις περισσότερες περιπτώσεις τις έχει μεταφέρει εκεί άνθρωπος – με καλή πρόθεση, αλλά λάθος, γιατί τις απομακρύνει από τον φυσικό τους βιότοπο».
Η άγρια ζωή έχει και τον δικό της εποχικό κύκλο. Το καλοκαίρι κυριαρχούν τα χελιδόνια, οι σταχτάρες και μικρά πουλιά όπως οι καρδερίνες, οι σπίνοι και τα λούγαρα, ενώ τον χειμώνα εμφανίζονται οι κοκκινολαίμηδες και οι φυλλοσκόποι. «Είναι πολύ ωραίο να μπορεί κανείς να αναγνωρίζει τα ζώα γύρω του», λέει η πρόεδρος της ΑΝΙΜΑ. «Αυτό πλουταίνει τον κόσμο μας και τον κάνει πιο όμορφο».
Τα τελευταία χρόνια, νέα είδη έχουν προστεθεί στο μωσαϊκό αυτό. Γλάροι και καρακάξες «πλέον φωλιάζουν σε ταράτσες πολυκατοικιών όχι μόνο στα παραθαλάσσια προάστια αλλά και στο κέντρο της Αθήνας. Σκεφτείτε ότι στην Ομόνοια υπάρχουν πολλές φωλιές γλάρων», λέει η κ. Γανωτή. Η εξήγηση, όπως σημειώνει, βρίσκεται στις δικές μας συνήθειες: οι χωματερές και τα απορρίμματα μέσα στις πόλεις δημιουργούν μια ανεξάντλητη πηγή τροφής. «Οι βραχονησίδες του Σαρωνικού, όπου παλαιότερα φώλιαζαν, δεν αρκούν πια. Έτσι οι γλάροι έχουν επικήσει την πόλη».
Και βέβαια οι παπαγάλοι, που από σπάνιο θέαμα έγιναν καθημερινή εικόνα. «Στην αρχή είχαμε ένα είδος, τώρα έχουμε δύο και πάμε για τρία», λέει η κ. Γανωτή. Όπως εξηγεί, δεν ισχύουν οι αστικοί μύθοι – «ότι, για παράδειγμα, ένα φορτηγό που τους μετέφερε τούμπαρε και γέμισε η πόλη παπαγάλους». Αντίθετα, οι πληθυσμοί τους έχουν εγκατασταθεί σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις. Οι πράσινοι παπαγάλοι της Αθήνας, που κάποτε ξέφυγαν από κλουβιά, εγκλιματίστηκαν εύκολα και τρέφονται με ελιές, φιστίκια. «Πριν λίγα χρόνια ήταν εξαιρετικά σπάνιο να δεις παπαγάλο, ενώ τώρα η πόλη έχει γεμίσει», σημειώνει, προσθέτοντας ότι κάθε καλοκαίρι στην ΑΝΙΜΑ καταλήγουν πολλά μικρά που έπεσαν από τις φωλιές τους.
Αν και δεν αφορά τα νότια προάστια, τα τελευταία χρόνια έχει κάνει έντονη την παρουσία του και ένα άλλο ζώο στην Αττική: το αγριογούρουνο. Εμφανίζεται κυρίως κοντά σε ορεινούς όγκους στα βόρεια της Αθήνας, σε περιοχές όπως το Χαλάνδρι, η Εκάλη και ο Διόνυσος. «Ο πληθυσμός τους έχει αυξηθεί πολύ», εξηγεί η κ. Γανωτή, «γιατί κάποια στιγμή διασταυρώθηκαν με οικόσιτα γουρούνια και άρχισαν να γεννούν περισσότερα μικρά, ακόμη και δύο φορές τον χρόνο». Η ίδια επισημαίνει παράλληλα ότι η παρουσία τους ενέχει κινδύνους, ειδικά όταν οι θηλυκές συνοδεύονται από μικρά και νιώθουν απειλή.
Γιατί κατεβαίνουν οι αλεπούδες από το βουνό στην πόλη;
Η παρουσία άγριων ζώων μέσα στον αστικό ιστό μπορεί να οφείλεται σε πολλούς λόγους. Ένας από αυτούς είναι η αύξηση του πληθυσμού: «Στις αλεπούδες, για παράδειγμα, δεν φτάνει το βουνό για όλες», εξηγεί η κ. Γανωτή. Η ίδια σημειώνει ότι οι αλεπούδες είναι εξαιρετικά προσαρμοστικά και έξυπνα ζώα, ενώ ταυτόχρονα η πόλη έχει επεκταθεί προς το βουνό, φέρνοντας την ανθρώπινη παρουσία πιο κοντά τους. Επιπλέον «στην πόλη υπάρχουν πολλοί φιλόζωοι που αφήνουν τροφές για αδέσποτα – γιατί λοιπόν να μην τις εκμεταλλευτούν;».
Καταφύγιο βρίσκουν και στα παλιά υπόγεια ή τα εγκαταλελειμμένα κτίρια, τα οποία χρησιμοποιούν όπως θα αξιοποιούσαν λαγούμια στο βουνό για να μεγαλώσουν τα μικρά τους. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι η έλλειψη τροφής στη φύση, λόγω ξηρασίας και κλιματικής αλλαγής, που έχει μεταβάλει τα παραδοσιακά οικοσυστήματα.
Η άγρια ζωή απουσιάζει από τις πολιτικές των δήμων
Παρά την παρουσία τόσων ειδών μέσα στην πόλη, η τοπική αυτοδιοίκηση δείχνει να αγνοεί αυτή την πραγματικότητα στον σχεδιασμό της. «Οι δήμοι δεν έχουν ενσωματώσει καθόλου στις πολιτικές τους ότι υπάρχει άγρια ζωή στην πόλη. Είναι άσχετοι ως προς αυτό», λέει η Μαρία Γανωτή, φέρνοντας ως παράδειγμα τα κλαδέματα των δέντρων, τα οποία συχνά γίνονται την άνοιξη –την περίοδο δηλαδή που οι φωλιές είναι γεμάτες μικρά πουλιά.
Όπως εξηγεί, οι δήμοι τείνουν να θεωρούν «αστική πανίδα» μόνο τα ζώα συντροφιάς: σκύλους και γάτες. «Δεν θεωρούν καν αστική πανίδα τις οικόσιτες πάπιες, τις κότες ή ακόμα και τα χαμστεράκια που πετάνε κάποιοι στα σκουπίδια, ζώα τα οποία τελικά καλούμαστε εμείς να μαζέψουμε», σημειώνει. «Για τους περισσότερους δήμους, η πόλη περιορίζεται στο πράσινο, στους σκύλους και στις γάτες».
Η ίδια στέκεται και στις πρακτικές διαχείρισης πρασίνου. Όπως αναφέρει, υπάρχει μια τάση για εκτεταμένο ξύρισμα της βλάστησης λόγω του φόβου πυρκαγιών, κάτι που, όταν γίνεται στην περίοδο της ανθοφορίας, στερεί τροφή και καταφύγιο από έντομα όπως οι μέλισσες και οι πεταλούδες. «Στο εξωτερικό αφήνουν λουλουδιασμένες τούφες μέσα στα πάρκα για να μαζεύονται οι επικονιαστές. Υπάρχουν αυστηροί κανονισμοί για το πότε κλαδεύεται ένα δέντρο και σε ποιον βαθμό. Εδώ βλέπεις να μένει μόνο ένα κούτσουρο», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Η κ. Γανωτή εκφράζει την άποψη ότι οι δήμοι χρειάζονται μεγαλύτερη ενημέρωση και συνεργασία με ειδικούς επιστήμονες, ώστε να γνωρίζουν πότε και με ποιον τρόπο πρέπει να παρεμβαίνουν. «Εγώ παρακαλάω να βρεθεί ένας δήμος και να πει “ελάτε να μας πείτε τι μπορεί να γίνει”. Μέχρι στιγμής δεν έχει έρθει κανείς. Μόνο εμείς τους έχουμε προσεγγίσει».
Τονίζει ακόμη ότι η παρουσία της άγριας ζωής δεν είναι μόνο θέμα περιβαλλοντικό, αλλά τελικά επηρεάζει άμεσα την ευζωία μας. «Αυτά που σας λέω δεν είναι ρομαντικά. Είναι διαπιστευμένα με ψυχομετρικούς τρόπους. Η καθημερινότητά μας είναι καλύτερη όταν βλέπουμε ζωή γύρω μας, όταν ακούμε το πρωί κοτσύφια και πουλιά, όταν περπατάμε σε δρόμους με πράσινα δέντρα».
Πρέπει, λοιπόν, οι δημοτικές αρχές «να σκεφτούν πόσο σημαντικό είναι για τους δημότες τους να παραμένουν αυτά τα ζώα στην πόλη και να φροντίσουν για περισσότερα πουλιά, πεταλούδες και μέλισσες γύρω μας. Για να το πετύχουν, μπορούν να απευθυνθούν σε ειδικούς που θα τους δείξουν τρόπους ενίσχυσης της βιοποικιλότητας».
Τα λάθη μας απέναντι στην άγρια ζωή
Η κ. Γανωτή στέκεται ιδιαίτερα στα συχνά λάθη που κάνουν οι πολίτες όταν έρχονται αντιμέτωποι με ζώα μέσα στην πόλη. Ένα από αυτά είναι οι χελιδονοφωλιές: «Ένας μεγάλος καημός δικός μας είναι ότι ο κόσμος πάει και χαλάει τις χελιδονοφωλιές, γιατί τους λερώνουν το μπαλκόνι. Αυτό το ονομάζω διαστροφή. Διαστροφή της παραδοσιακής σχέσης που είχαν οι άνθρωποι με τα χελιδόνια, που τα αγαπούσαν και χαίρονταν όταν έρχονταν». Όπως εξηγεί, υπάρχουν απλές λύσεις για να αποφευχθεί η ενόχληση, χωρίς να καταστραφεί η φωλιά.
Πολλοί άνθρωποι επίσης τρομάζουν όταν δουν ένα ζώο, περιμένοντας να εμφανιστεί κάποιος αρμόδιος για να το απομακρύνει. «Οι άνθρωποι άφησαν τα χωριά για να πάνε στην πόλη και θεώρησαν ότι άφησαν πίσω τους ό,τι είχε σχέση με τη φύση. Όταν δουν κάτι που ανήκει σε αυτόν τον κόσμο, νιώθουν ανασφάλεια. Είναι ψυχολογικά αυτά τα θέματα», σημειώνει η κ. Γανωτή. Στόχος της ΑΝΙΜΑ, όπως λέει, είναι να βοηθήσει τους πολίτες να συμφιλιωθούν με την παρουσία της άγριας ζωής και να γίνουν μέρος της λύσης: να ξέρουν, για παράδειγμα, πώς να μεταφέρουν ένα τραυματισμένο πουλάκι μέχρι τον σταθμό πρώτων βοηθειών. «Αν κάτι πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι η άγρια ζωή ζει δίπλα μας και, πλην ελαχίστων περιπτώσεων, δεν έχουμε να φοβόμαστε τίποτα».
Ιδιαίτερος φόβος υπάρχει εκ μέρους των πολιτών συνήθως για τα φίδια, αρκετά από τα οποία εμφανίζονται και στα νότια προάστια. «Συχνά μας φωνάζουν οι αρμόδιοι γιατί είδαν έναν λαφιάτη ή μια δεντρογαλιά – μιλάμε για τελείως ακίνδυνα ζώα», λέει η κ. Γανωτή. Η ίδια τονίζει ότι τα φίδια δεν μετακινούνται πολύ και συχνά παραμένουν στην ίδια περιοχή για πολλά χρόνια. «Αν δεις ένα φίδι δύο μέτρα, μπορεί να έχει ζήσει 15 χρόνια εκεί πέρα. Κάποια στιγμή κατά λάθος θα βγήκε, μπορεί να τρόμαξε. Το βλέπει ο κόσμος και γίνεται της τρελής!».
Χρειάζεται λοιπόν ενημέρωση ώστε να μπορεί ο καθένας να ξεχωρίζει την οχιά –που είναι πράγματι επικίνδυνη– από όλα τα υπόλοιπα είδη που δεν αποτελούν απειλή για τον άνθρωπο. «Αυτός ο φόβος είναι βαθιά ριζωμένος μέσα μας, περνάει από γενιά σε γενιά, γι’ αυτό είναι δύσκολο να τον ξεριζώσεις». Στην πόλη ζουν επίσης πολλές σαύρες, εντελώς ακίνδυνες.
Και τελικά, η παρουσία όλων αυτών των ζώων είναι κάτι παραπάνω από αναμενόμενη: είναι ένδειξη υγείας για το ίδιο το αστικό περιβάλλον. «Γενικά όταν ένα οικοσύστημα έχει μεγάλη ποικιλία σημαίνει ότι είναι υγιές. Εάν δεν έχει, σημαίνει ότι είναι πάρα πολύ μολυσμένο. Οπότε το να υπάρχουν πολλά ζώα γύρω μας είναι ένας δείκτης υγείας».
Τι κάνουμε αν βρούμε τραυματισμένο ή ορφανό ζώο
Αν βρείτε κάποιο ζώο, η πρώτη σας κίνηση είναι να καλέσετε την ΑΝΙΜΑ. Εκεί θα σας απαντήσουν άμεσα, θα σας ζητήσουν να περιγράψετε τι βρήκατε, σε ποιο σημείο βρίσκεστε και συνήθως να στείλετε μια φωτογραφία. Έτσι οι άνθρωποι της οργάνωσης θα μπορέσουν να σας δώσουν τις σωστές οδηγίες για το τι να κάνετε μέχρι να φτάσει στα χέρια τους το ζώο.
Σε κάθε περίπτωση, το πρώτο βήμα δεν είναι να δώσουμε τροφή. Όπως εξηγεί η Μαρία Γανωτή, όταν βρίσκουμε για παράδειγμα ένα πουλί που έχει χτυπήσει σε τζάμι ή τοίχο, το ζώο δεν χρειάζεται να φάει εκείνη τη στιγμή. Αυτό που πραγματικά το βοηθά είναι να τοποθετηθεί σε ένα χαρτόκουτο σκοτεινό (και όχι σε κλουβί για τα πουλιά), με τρύπες για αέρα και χαρτιά, μια πετσέτα ή εφημερίδες για υπόστρωμα, ώστε να ηρεμήσει. Η πρώτη μας μέριμνα λοιπόν πρέπει να είναι η ησυχία και, ίσως, λίγο νερό – για παράδειγμα στα πουλιά μπορούμε να στάξουμε δύο τρεις σταγόνες πάνω στη μύτη τους.
Αν βρείτε αλεπού, η διαχείριση είναι πιο σύνθετη. Όπως εξηγεί η κ. Γανωτή, αν είναι τραυματισμένη, συνήθως οι άνθρωποι της ΑΝΙΜΑ πηγαίνουν επιτόπου για να βοηθήσουν. Συχνά οι κλήσεις αφορούν άρρωστες αλεπούδες με ψώρα – περιστατικά αρκετά συνηθισμένα στις περιοχές των νοτίων προαστίων. Αν όμως το ζώο είναι ζωηρό, τρέχει και πηδάει, τότε δεν μπορεί να πιαστεί. Στην περίπτωση που πλησιάζει συστηματικά σε κάποιο σημείο για να τραφεί, οι ειδικοί μπορούν να καθοδηγήσουν με ασφάλεια: δίνουν οδηγίες και ακριβή δοσολογία για να τοποθετηθεί φάρμακο μέσα στην τροφή.
Συχνά φτάνουν στην ΑΝΙΜΑ και σκαντζόχοιροι με ψώρα. Ανάλογα με την περίπτωση και την ηλικία, οι άνθρωποι του συλλόγου δίνουν οδηγίες στους πολίτες που βρήκαν το άγριο ζώο: καμιά φορά, αν δηλαδή δεν πρόκειται για σοβαρό περιστατικό, αρκεί να το αφήσουν στο σημείο που το βρήκαν. Αντίστοιχα, πολλές φορές χελώνες καταλήγουν σε αυλές και κήπους, όπου εγκλωβίζονται και συχνά πολλαπλασιάζονται. Αυτό όμως δεν είναι το φυσικό τους περιβάλλον. Όπως τονίζει η Μαρία Γανωτή, η χελώνα πρέπει να επιστρέψει στη φύση. Αν κάποιος βρει χελώνες στον κήπο του, μπορεί να τις μαζέψει και να τις μεταφέρει σε ένα εξοχικό ή κάπου στη φύση – ειδικά τώρα την περίοδο των βροχών, μέχρι τον Νοέμβριο, που το έδαφος είναι κατάλληλο. Έτσι το ζώο θα μπορέσει να συνεχίσει τη ζωή του στο σωστό για εκείνο οικοσύστημα.
Η Φύση που ξαναγιεννιέται ακόμα και μετά τη φωτιά
Οι πυρκαγιές που πλήττουν κάθε καλοκαίρι την Ελλάδα και έχουν αφήσει το σημάδι τους και στη Νοτιοανατολική Αττική, όπως φέτος στον Δήμο Σαρωνικού ή πριν από τρία χρόνια στο Πανόραμα της Βούλας, έχουν άμεσο αντίκτυπο στην άγρια πανίδα. «Σε αυτές τις περιπτώσεις το μεγαλύτερο θέμα είναι οι χελώνες. Έρχονται σε εμάς καμένες. Είναι δύσκολα περιστατικά αυτά».
Όμως η φύση έχει μια εντυπωσιακή ικανότητα να ανακάμπτει, ακόμα κι αν αυτό κάποιες φορές σημαίνει ότι οι ισορροπίες θα αλλάξουν: «Ένα έδαφος καμμένο, με την πρώτη βροχή βγάζει χορτάρι. Οι χελώνες πολύ εύκολα μπορούν να ζήσουν εκεί. Όταν αφαιρεθούν τα μεγάλα δέντρα, αλλάζουν και τα ζώα που κατοικούσαν εκεί. Δεν θα υπάρχουν πολλά πουλιά, αλλά μπορεί να εμφανιστούν ζώα που τα ευνοεί το χορτάρι ή που μπορούν να κυνηγήσουν καλύτερα ώστε να βλέπουν πιο καθαρά το θήραμα».
Η Μαρία Γανωτή, με τριακονταετή εμπειρία στη νοσηλεία και επανένταξη άγριων ζώων, θεωρεί την πυρκαγιά «τραγική πιο πολύ για τους ανθρώπους παρά για τη φύση». Η φύση, επιμένει, «αν την αφήσεις, θα ξαναγεννηθεί».

Η παρουσία της άγριας ζωής μέσα στην πόλη δεν είναι εξαίρεση, αλλά κανόνας. Τα ζώα προσαρμόζονται, βρίσκουν τρόπους να ζουν δίπλα μας και να αξιοποιούν τους χώρους που δημιουργούμε. Το αν θα τα αγνοήσουμε, θα τα φοβηθούμε ή θα μάθουμε να συνυπάρχουμε μαζί τους είναι ζήτημα ενημέρωσης, στάσης ζωής και επιλογών. Όπως λέει και η πρόεδρος της ΑΝΙΜΑ, το πιο σημαντικό είναι να μην καταστρέφουμε αυτό που ήδη υπάρχει. Γιατί κάθε δέντρο, κάθε φωλιά, κάθε μικρό ζώο που συναντάμε γύρω μας είναι ένδειξη μιας πόλης πιο υγιούς, πιο ανθρώπινης και τελικά πιο ζωντανής.
Πηγή: noupou.gr