Στον Γιώργο Λιάνη
Α’ Μέρος
Το σύνθημα για τον Αθανάσιο Μαρτίνο είναι «ταπεινότης». Το παρασύνθημα «σεμνότης». Έτσι ανοίγουν διάπλατες οι πόρτες. Ποιες πόρτες δηλαδή; Αφού η συνέντευξη έγινε σε ένα κατάλευκο δωμάτιο, με λευκό τραπέζι, λευκούς τοίχους. «Είναι το γραφείο της κόρης μου. Κάπως έτσι είναι και το δικό μου». Ένα παιδικό δωμάτιο. Ούτε φύλακες στην είσοδο ούτε έρευνες.
Η καλπάζουσα έμπνευσή μου αντιλήφθηκε εγκαίρως ότι όλη αυτή η λευκότητα είναι προέκταση της ψυχής αυτού του ανθρώπου. Αγνότητα. Φοράει ένα κοτλέ παντελόνι της δεκαετίας του 1970 και ένα απλό πουλόβερ. Ό,τι ξεχωρίζει πάνω του, είναι ένα χαμόγελο, τόσο οικείο, ώστε να αισθάνεσαι από την αρχή σαν στο σπίτι σου. Ταπεινούς ανθρώπους γνώρισα πολλούς στην Ελλάδα, ο Ρίτσος, ο Τάκης Λαμπρόπουλος, ηγεμόνας της Columbia, ο πεζογράφος Τάκης Χατζής, ο Μανώλης Μητσιάς. Αλλά όλοι είχαν κάπου, σε ένα κρυμμένο μέρος, θαυμάσια κρυμμένο, έναν μικρούλι εγωισμό. Μια λεπτούλα οίηση. Ο Αθανάσιος Μαρτίνος δικαιούται τον τίτλο του πιο ταπεινού ανθρώπου που γνώρισα στην Ελλάδα.
Όλη η Αθήνα βουίζει για τις δωρεές, τις ασταμάτητες, σε σχολειά, ιδρύματα, νοσοκομεία, στην πατρίδα.
Το εκάστοτε κράτος δέχεται με ευγνωμοσύνη τις προσφορές του. Αλλά αυτός, λέξη δεν μου είπε γι’ αυτήν την πλευρά του χαρακτήρα του.
Ανακαλύπτω σιγά σιγά κάποια πράγματα που μου αρέσουν και ψάχνω να βρω κάτι που δεν μου αρέσει. Ακόμη δεν το έχω βρει. Λατρεύει τη γυναίκα του και προσποιείται πως την φοβάται κιόλας! Λατρεύει τα παιδιά του, όπως είναι φυσικό. Έχασε μια κόρη και η σιωπή του είναι ένα «μη με λησμόνει».
Ωστόσο, «αρχάγγελος» της ζωής του είναι η μάνα του. «Σ’ αυτήν τα χρωστάμε όλα. Την αγάπη για τη θάλασσα, την αγάπη για το επιχειρείν, την αγάπη για τον κόσμο και τους ανθρώπους». Ένα μεγάλο χαρακτηριστικό του Αθανάσιου Μαρτίνου είναι η πίστη του στον Θεό, που δεν έχει να κάνει με το ότι αυτήν την εποχή είναι διοικητής του Αγίου Όρους.
Αυτό δεν φαίνεται να τον ενδιαφέρει και τόσο. Αποδέχθηκε μια πρόταση του πρωθυπουργού. Από καλοσύνη είπε ναι. Δουλεύει πολύ για το Άγιο Όρος, αλλά ήδη σιωπηλά μου αναγγέλλει ότι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να σταματήσει.
Ο τρόπος που μιλάει είναι ευαγγελικός. Απλός. Σκέτη είδηση. Τίποτε περίτεχνο, τίποτε μη αναμενόμενο. Από μικρό παιδί, τον διακατείχε η επιθυμία, με την αγάπη να κάνει ό,τι κάνει στη ζωή του. Με την αγάπη και το νου. Εξ ου και η μετα – νοια, κατά την έννοια της χριστιανικής παράδοσης.
Του λέω: «Συνήθως οι άνθρωποι μετανιώνουν πολύ αργά».
«Όχι! Δεν θα είναι αργά ποτέ να φορέσουν οι άνθρωποι ξανά την αλήθεια, να ντυθούν την αγάπη και να ζήσουν ξανά, αφού εκφράσουν την αρμόζουσα συγνώμη».
Από το δοξάρι στο στόχο, η ευθύγραμμη σαϊτιά του Μαρτίνου, είναι η καθαρή του ματιά. Μετά από μια τετράωρη συνάντηση, προσπάθησα, ασκώντας τη δεσποτεία που δίνει το δημοσιογραφικό λειτούργημα, να μάθω τα καλά που έκανα. «Αν έπραξα κάτι καλό, ας πάει στο γιαλό».
Άνθρωποι σαν κι αυτόν, πετυχαίνουν το θαύμα να μας οδηγούν στον καλό μας εαυτό. Και άνθρωποι σαν αυτόν, πετυχαίνουν το θαύμα να βγάζουν την καλή τους πλευρά.
Θα έλεγα ότι ο Αθανάσιος Μαρτίνος ζει σε ένα παρατεταμένο παιδικό καλοκαίρι. Για όλους μας, η παιδική μας ηλικία είναι ένα σημείο από το οποίο πάντα η ζωή μας αντλεί. Ο συνομιλητής μου την διατηρεί ακέραια.
Είναι παιδί. Φέρεται σαν παιδί, με τετράγωνη λογική. Μιλάει σαν παιδί. Σκανδαλίζει, ενίοτε, με απρόσμενα λόγια, σαν παιδί.
Θυμήθηκα τον στίχο του Γιώργου Σαραντάρη: «Χωρίς αγνότητα, δεν φτιάχνουμε τίποτε αληθινό». Θα κλείσω αυτό το σύντομο πορτρέτο λέγοντας πως υπάρχουν άνθρωποι που κατοικούν στον ουρανό πριν πεθάνουν. Έναν, τον γνώρισα προχθές. Είναι ο Αθανάσιος Μαρτίνος.
Κύριε Μαρτίνο, έχω μια κακή συνήθεια. Από διαίσθηση, πολλές φορές, πηγαίνω στις συνεντεύξεις απροετοίμαστος. Ενώ σε άλλες, πάω πάνοπλος. Σ’ εσάς ήρθα απροετοίμαστος. Δεν ξέρω τίποτε. Πείτε μου λοιπόν, από πού κατάγεστε, ποια είναι η οικογένεια μέσα στην οποία μεγαλώσατε; Τι σπουδάσατε;
«Είμαι 72 χρονών. Έχω γεννηθεί στη Γλυφάδα, όπου είναι και το πατρικό μου. Η καταγωγή του πατέρα μου είναι από τη Στεμνίτσα της ορεινής Γορτυνίας. Αντίθετα, η καταγωγή της μητέρας μου από τον παππού της, που ήταν δικηγόρος στην Αθήνα, ήταν από την Ελευσίνα. Αρβανίτες. Και, ω του εντυπωσιασμού, η καταγωγή της γιαγιάς μου είναι από την Κεφαλλονιά μέσω Πόλης! Ήταν στην Πόλη, αλλά ήταν Κεφαλλονίτες. Δηλαδή, εγώ τελικά είμαι κατά το ήμισυ Αρκάς, κατά το ένα τέταρτον Κεφαλλονίτης και κατά το άλλο ένα τέταρτο Αρβανίτης!».
Τίποτε απ’ όλα αυτά που μου είπατε δεν μυρίζει θάλασσα. Πώς προκύπτει η θάλασσα;
«Έμενα στη Γλυφάδα. Το πατρικό της μητέρας μου ήταν εκεί. Το είχε αγοράσει ο παππούς μου το 1925. Αλλά και το δικό μας πατρικό, στην παραλία της Γλυφάδας είναι. Το σπίτι ήταν πλάι στη θάλασσα. Άπλωνες το χέρι σου και χάιδευες τα κύματα.
Έτσι λοιπόν, όλη μας η ζωή ήταν σχετική με τη θάλασσα. Κολυμπάγαμε, κάναμε βαρκάδες, αποκτήσαμε κι ένα καΐκι αναψυχής. Κυρίως όμως, τη λατρεία για τη θάλασσα μας τη μετέφερε η μητέρα μου, που της άρεσε το ψάρεμα, η ιστιοπλοΐα. Ξανοιγόταν με μια βαρκούλα τεσσάρων μέτρων μέχρι τα νησιά! Ο θείος μου, ο αδελφός της, ήταν εμποροπλοίαρχος της Σχολής της Ύδρας και ο άλλος θείος μου ήταν ναυτοδικηγόρος. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, πως είμαι ένα νησάκι, που περιβρέχεται παντού από θάλασσα».
Οι σπουδές σας;
«Αμερικανικό Κολλέγιο, Γυμνάσιο και Λύκειο. Ναυτιλιακά και Οικονομικά στο Λονδίνο. Όμως, λόγω της δουλειάς έπρεπε να γυρίσω στην Ελλάδα και έτσι μεταγράφηκα στο ΕΚΠΑ, στο Οικονομικό Τμήμα της Νομικής.
Αυτά συμβαίνουν το 1971- 72. Σπούδαζα και εργαζόμουν. Αποφοίτησα το 1974, μετά τη Μεταπολίτευση.
Ο λόγος ήταν ότι όλοι οι καθηγητές εκείνα τα χρόνια πέρναγαν όλους τους φοιτητές χωρίς εξετάσεις. Καταλαβαίνετε γιατί…».
Ειδυλλιακά ακούγονται όλα αυτά. Αλλά πώς διαμορφώνεται ο χαρακτήρας και η προσωπικότητά σας;
«Ασχολιόμουν με την οικογενειακή επιχείρηση. Οι γονείς μου αγόρασαν ένα εμπορικό το 1964, ένα φορτηγό 10.000 τόνων, και του έδωσαν το όνομα “Θανάσης”, όπως έλεγαν τον παππού μου. Είμαι ο μεγαλύτερος στην οικογένειά μας, που αποτελείται από τέσσερα αγόρια και ένα κορίτσι. Από το 1965 και μετά, ταξίδευα, ασχολιόμουν με το πλοίο. Κάποια καλοκαίρια τα πέρναγα στο πλοίο. Διάβαζα πολύ για τη ναυτιλία, παράλληλα με τις σπουδές μου στο Κολλέγιο. Τα μαθήματα δεν με ένοιαζαν και τόσο. Διάβαζα βιβλία πρακτικά, που μου έκαναν γνωστό τον μεγάλο κόσμο της ναυτιλίας».
Αυτή ήταν, λοιπόν, η πυξίδα της ζωής σας. «Είχα πάθος για τη ναυτιλία από μικρός, που μου το μετέδωσε η μητέρα μου. Το ίδιο πάθος είχαν και τα αδέλφια μου».
Εκείνα τα χρόνια, γνωρίσατε κάποιους σημαντικούς Έλληνες;
«Μέσω κάποιων κοινών γνωστών, γνωριστήκαμε με τον Πρόεδρο Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ήμουν 32 ετών. Είχα την ευκαιρία να του κάνω μερικές ερωτήσεις. Μία απ’ αυτές ήταν λίγο πονηρή. Πώς εξηγείτε, τον ρώτησα, ότι οι περισσότεροι πρωθυπουργοί και πολιτικοί στην Ελλάδα είναι από την Πελοπόννησο; Και ο Καραμανλής μου απάντησε: Η Πελοπόννησος ήταν η Ελλάδα. Η Μακεδονία ενώθηκε με την Ελλάδα το 1912. Οπότε μοιραία, πρωθυπουργοί μόνο από την Πελοπόννησο γίνονταν!»
Προλάβατε να γνωρίσετε και τον έτερο μεγάλο Πρόεδρο, τον Ανδρέα Παπανδρέου;
«Όχι, δεν τον γνώριζα, αλλά τον θαύμαζα. Έτυχε και γνωρίστηκα με τον Καραμανλή, γιατί ο Καραμανλής είχε πολλούς φίλους στον χώρο της ναυτιλίας. Ο Ανδρέας, αντίθετα, δεν είχε φίλους επιχειρηματίες».
Εκείνα τα χρόνια, δηλαδή, δεν διαβάσατε τίποτε άλλο, πέρα από τα της ναυτιλίας;
«Αντιθέτως, διάβαζα από το Δημοτικό ελληνική λογοτεχνία. Η μητέρα μου πάλι».
Ποιο είναι το στοιχείο από το οποίο ξετυλίγεται ο «μίτος της Αριάδνης» σχετικά με τα ενδιαφέροντά σας;
«Υπάρχει μια ιστορία, που πάντα τη θυμάμαι από μικρός. Οι γονείς μου, πριν κάνουν το γραφείο μας, τη διαχείριση της επιχείρησής μας την είχαν δώσει σε άλλα ναυτιλιακά γραφεία. Το πρώτο μας πλοίο το διαχειριζόταν στο Λονδίνο ένα ναυτιλιακό γραφείο, που λεγόταν “Ποσειδών”. Ήταν εφοπλιστές παραδοσιακοί, από τις Οινούσσες. Το πλοίο αυτό -“Θανάσης” λεγόταν- είχε πλήρωμα Έλληνες και καπετάνιο παραδοσιακό. Μετέφερε σιτηρά, δημητριακά και φορτία σε σάκους. Έκανε ταξίδια δύο μηνών, φόρτωνε στο Ρότερνταμ, για να πάει στην Ιαπωνία 10.000 τόνους. Τότε δεν υπήρχε internet, ούτε computer και θυμάμαι η αλληλογραφία γινόταν με τον τηλέγραφο. Και στα τηλεγραφήματα δεν μπορείς να γράψεις την ιστορία της ζωής σου! Τις οδηγίες στους πλοιάρχους τις έστελναν με επιστολές. Οι παλιοί αυτοί, έγραφαν στον καπετάνιο χειρόγραφα, για το πώς θα πάρουν περισσότερο φορτίο, πώς θα κάνουν οικονομίες στο πλήρωμα, στην τροφοδοσία. Ήταν πολύ λιτοί. Ερχόταν ο καπετάνιος στο Ρότερνταμ και τότε απαντούσε! Μέχρι να απαντήσει όμως, το πλοίο το διοικούσε με δικές του πρωτοβουλίες. Δεν μπορούσαν να περιμένουν οδηγίες. Και μια χαρά το πήγαιναν το πλοίο! Αν είχε καλό ναύλο, κέρδιζε λεφτά, αν δεν είχε, δεν κέρδιζε».
Αναφέρατε τον όρο «παραδοσιακοί καπετάνιοι». Τι διαφορά έχουν από τους σημερινούς;
«Είχαν περισσότερες πρωτοβουλίες και δικαιοδοσίες. Ενώ σήμερα, ο καπετάνιος με το παραμικρό σε παίρνει στο γραφείο και οι επικοινωνίες είναι ασύρματες».
Πιο ασφαλές ποιο είναι;
«Το δεύτερο. Αλλά πιο ρομαντικό και περιπετειώδες ήταν το πρώτο».
Έχετε ταξιδέψει πολύ;
«Με πλοία όχι. Επισκεπτόμουν απλώς τα πλοία στα λιμάνια. Όταν είχαμε λίγα πλοία, κι εγώ πιο πολύ χρόνο σαν φοιτητής, πήγαινα τα Σαββατοκύριακα και μίλαγα με τον καπετάνιο. Είχα μια εμπειρία, χωρίς να είμαι τεχνικός, ούτε καπετάνιος. Δεν έχω οδηγήσει καράβι. Μόνο ταχύπλοο έχω οδηγήσει».
Κύριε Μαρτίνο, οφείλω να γίνω αγενής. Ξέρω πως δεν θέλετε να μιλάτε για τα έργα που έχετε κάνει, αλλά υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που θα ενδιαφέρονταν πολύ να τα μάθουν.
«Δεν το βλέπω έτσι. Είμαι από τους ανθρώπους που τους ευχαριστεί να προσφέρουν στους άλλους. Και δεν είμαι ο μόνος. Θέλω να δημιουργώ χαρούμενα συναισθήματα και να εισπράττουν αγάπη οι άνθρωποι από τις πράξεις μου. Μετά από αυτό, κάνε το καλό και ρίξ’ το στο γιαλό.Και αυτό το έχω κληρονομήσει από τη μητέρα μου, που συμβούλευε τη γυναίκα μου να με προσέχει, γιατί διαφορετικά “θα τα δώσω όλα”! Αυτό το στοιχείο το προσωπικό, το έχει κληρονομήσει και η κόρη μου, η Γεωργία. Έχω δύο κόρες και τρεις εγγονές. Εν τέλει, κύριε Λιάνη, όλο αυτό είναι οικογενειακή υπόθεση. Μας αρέσει να προσφέρουμε. Να είμαστε χρήσιμοι».
Και η άλλη σας προσφορά, η πιο σημαντική, προς την πατρίδα;
«Μα δεν είναι η πατρίδα η δεύτερη οικογένεια για όλους μας; Έχουμε τις οικογένειές μας, αλλά κινούμαστε σε μια κοινωνία και σε μια πατρίδα. Προσπαθώ να είμαι χρήσιμος. Βοηθάμε σε δημόσια σχολεία, προσφέροντας εξοπλισμούς, υπολογιστές, διαδραστικούς πίνακες. Αυτά τα πράγματα, από τα οποία τα σημερινά παιδιά επωφελούνται και ενδιαφέρονται περισσότερο για τα μαθήματά τους. Βοηθάμε στον τομέα της υγείας, γιατί βλέπετε ότι υπάρχουν μερικά νοσοκομεία παραμελημένα, με βρόμικες τουαλέτες, με κακές συνθήκες. Προσπαθούμε να φτιάξουμε κι άλλες πτέρυγες, για παράδειγμα στο Θριάσιο Νοσοκομείο, τα παιδιά που έφτιαξαν τα χειρουργεία, έβλεπαν ένα ειδικό πλαστικό και μου έλεγαν ότι είναι αντιμικροβιακό. Ξέρετε, σήμερα οι μικροβιακές λοιμώξεις στα νοσοκομεία είναι συχνά αιτία θανάτων. Δυστυχώς, κατέχουμε μία από τις πρώτες θέσεις στην Ευρώπη στον τομέα αυτό. Έχουμε διπλάσιο αριθμό θανάτων από τους άλλους Ευρωπαίους και γι’ αυτό με τον Covid φτάσαμε σε τόσο μεγάλους αριθμούς. Τα μέσα που δίνουμε εμείς είναι αποστειρωμένα, με ειδικές βαφές, αντιμικροβιακές».
Όλα αυτά τα σκέφτεστε και τα κάνετε μόνος σας ή υπάρχουν αρμόδια όργανα σχετικά;
«Κοιτάξτε, έχουμε μια ομάδα 20 ατόμων, που τρέχει το Ίδρυμά μας. Και έχουμε ένα ίδρυμα που εποπτεύεται από το κράτος και το κράτος είναι λιγότερο ευέλικτο. Είναι Ίδρυμα Ιδιωτικού Δικαίου, που εποπτεύεται από 4-5 υπουργεία. Για να πάρουμε την άδεια κάναμε δύο χρόνια!».
Ας έρθουμε στη ναυτιλία. Τι είναι σημαντικό;
«Είμαστε ο πρώτος και μεγαλύτερος ελληνόκτητος στόλος στον κόσμο. Είμαστε το 15%-17% του παγκόσμιου στόλου. Τα πλοία των Ελλήνων, όλων των σημαιών, ακόμα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχουν το 50% του ευρωπαϊκού στόλου! Στον ευρωπαϊκό στόλο βρίσκουμε την ελληνική σημαία, τη σημαία της Μάλτας και της Κύπρου».
Το κράτος έχει το ανάλογο ενδιαφέρον γι’ αυτό το μεγάλο εθνικό κεκτημένο;
«Η ναυτιλία δεν χρειάζεται να έχει κάποια υποστήριξη από το κράτος. Διότι εμείς δεν μεταφέρουμε κρατικά φορτία».
Και η φορολογία, δεν είναι υποστήριξη;
«Εκεί δεν έχουμε πρόβλημα. Εμείς προσφέρουμε στο κράτος με μια φορολογία, η οποία μετά τα μνημόνια ενισχύθηκε. Έχουμε συμφωνήσει και δίνουμε ένα ποσό διόλου ευκαταφρόνητο. Τα τελευταία 7 χρόνια έχουμε δώσει 2 δισ. ευρώ! Έχουμε και κάποια φορολογικά προνόμια, από την εποχή του Γεωργίου Παπανδρέου, το 1964. Αλλά και επί Καραμανλή και αργότερα, όλες οι κυβερνήσεις, έχουν πάρει μέτρα υπέρ της ναυτιλίας. Δεν θυμάμαι καμιά κυβέρνηση που να μη βοήθησε τη ναυτιλία ή να της έφερε εμπόδια».
Η Ευρωπαϊκή Ένωση τι κάνει πάνω σε αυτά τα θέματα;
«Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έχουν παρόμοιο καθεστώς, ενώ εμείς είμαστε οι μόνοι που έχουμε το καθεστώς φορολόγησης με ένα συγκεκριμένο ποσό ανά τόνο. Δεν πληρώνουμε φόρο κλίματος ή επί των κερδών. Αλλά πληρώνουμε ένα συγκεκριμένο ποσό ανά τόνο, σχετικά μικρό. Αυτό το καθεστώς το υιοθέτησαν και οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, η Ολλανδία, η Γερμανία και η Γαλλία».
Από τον Ανδρέα Χατζηγιάννη, που του πήρα πρόσφατα μια συνέντευξη, έμαθα πως και η Κύπρος είναι ψηλά.
«Βέβαια, είναι η τρίτη στην Ευρώπη. Θα ήταν ακόμη ψηλότερα, αν δεν υπήρχε το εμπάργκο της Τουρκίας σε κυπριακά πλοία.
Η Τουρκία είναι μεγάλη αγορά, πολύ μεγαλύτερη από την Ελλάδα και αυτό στοιχίζει στην Κύπρο».
Κύριε Μαρτίνο, θέλω να σας ρωτήσω, αφού η Ελλάδα έχει ένα τεράστιο ποσοστό ανεργίας στους νέους, γιατί η Πολιτεία δεν βρίσκει έναν τρόπο να διοχετεύει νέους ανθρώπους σ’ αυτό που θα λέγαμε «ναυτοσύνη»; Εκεί που λέτε πως είμαστε τρίτοι στον κόσμο και πρώτοι στην Ευρώπη.
«Βελτιώθηκαν τα πράγματα. Έχουμε μεγαλύτερη προσέλευση τώρα. Αλλά το ναυτικό επάγγελμα είχε σταμπαριστεί σαν αντικοινωνικό. Ας πούμε, ένα νέο παιδί, που έχει τη φίλη του, την αρραβωνιαστικιά του, δύσκολα μετά τις σπουδές του θα αφήσει το κορίτσι του και θα πάει στη θάλασσα. Γιατί όταν γυρίσει από κει, δεν θα το βρει, κατά πάσα πιθανότητα! Ωστόσο, έχουν αλλάξει τα πράγματα. Ένα παιδί 25-26 χρονών, ανθυποπλοίαρχος, μπορεί να βγάλει μέχρι και 6.000 ευρώ το μήνα. Άρα, αυτά τα παιδιά σού λένε ότι είναι καλό να μπούμε στις ναυτικές σχολές, και πράγματι έχουμε μεγαλύτερη προσέλευση σήμερα από παλιά. Είναι εντυπωσιακό ότι πολλά μορφωμένα παιδιά πηγαίνουν εκεί και εξελίσσονται γρήγορα».
Ποια θεωρείτε πως είναι τα προβλήματα της ελληνικής ναυτιλίας και τι μπορεί να κάνει το κράτος;
«Δεν είναι θέμα κράτους. Το πρόβλημά μας είναι η διεθνής συγκυρία και οι κανονισμοί. Είναι η μετάβαση στη λεγόμενη “Πράσινη Ενέργεια”, την καθαρή ενέργεια. Σίγουρα, θα πρέπει να έχουμε προηγμένες μηχανές προώθησης των πλοίων. Αυτή τη στιγμή, υπάρχει μια αβεβαιότητα. Τι κατασκευής θα είναι τα πλοία; Ποιας μορφής; Θα κινούνται με υδρογόνο; Με αέριο; Υπάρχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα είναι ότι υπάρχουν περισσότερα πλοία απ’ όσα χρειάζονται. Δηλαδή η Κίνα, για να κτίσει έναν ναυτικό τομέα, το έκανε με γιγαντισμό. Η Ιαπωνία και η Κορέα έχουν ναυτιλία έτοιμη να κλείσει. Έχουν πολύ περισσότερα απ’ αυτά που πραγματικά χρειάζονται. Όμως, όταν ναυπηγούνται περισσότερα πλοία, με διάφορα κίνητρα, μειώνονται οι ναύλοι και δημιουργείται κρίση στη ναυλαγορά».
Μιας και αναφέρατε τη συγκυρία, ο πόλεμος που γίνεται τώρα μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, ευνοεί τη ναυτιλία;
«Πιστεύω ότι μεσοπρόθεσμα δεν θα ευνοήσει τη ναυτιλία. Έχει κόστος ενέργειας πολύ υψηλό. Το πετρέλαιο είναι πολύ ακριβό. Σιγά σιγά ο κόσμος θα πάρει κάποια μέτρα και ήδη έχει στραφεί στην “Πράσινη Ενέργεια”, να βρει υποκατάστατα του πετρελαίου και του υδρογόνου.
Είναι, νομίζω, βλαπτικό για τη ναυτιλία να υπάρχουν κάποιοι θύλακες ζήτησης και κάποιοι επωφελούνται, φορτώνοντας ρωσικά φορτία, όχι αυτά που είναι μέσα στις κυρώσεις, άλλα. Ας πούμε, ένα φορτίο πετρελαίου που ο Ρώσος το πούλαγε στην Ιταλία, δεν μπορεί να το πουλήσει πια. Άρα, πρέπει να πάει στην Ινδία. Αυτό δημιουργεί περισσότερα ταξίδια και κάποια αυξημένη ζήτηση. Αλλά είναι κάτι προσωρινό και δεν ωφελεί όλους».
Πηγή: naftemporiki.gr