Γράφει ο Παναγιώτης Κόνσουλας,
Οικονομολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας
Στην πολιτική υπάρχουν στιγμές που το δίλημμα δεν είναι ιδεολογικό, αλλά πρακτικό.
Η υποθετική σύγκρουση «Μητσοτάκης ή Τσίπρας» θεωρητικά στο προσεχές μέλλον, δεν αφορά απλώς δύο διαφορετικές φιλοσοφίες, αλλά δύο διαφορετικές ικανότητες: ποιος μπορεί να διοικήσει και ποιος μπορεί απλώς να επαναλαμβάνει συνθήματα της περασμένης δεκαετίας.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εκπροσωπεί ένα μοντέλο που, με όλα του τα ελαττώματα, επιχειρεί κάτι σπάνιο για τα ελληνικά δεδομένα: διοίκηση με σχέδιο, συνέχεια και δημοσιονομικό ρεαλισμό. Ψηφιοποίηση κράτους, ιδιωτικές επενδύσεις, άνοιγμα αγορών, γεωπολιτικές συμφωνίες, ενεργειακές συνεργασίες, αναβάθμιση των υποδομών. Μπορεί κανείς να διαφωνεί με επιμέρους επιλογές, αλλά δεν μπορεί να αρνηθεί ότι τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έμοιαζε περισσότερο με ευρωπαϊκό κράτος από ό,τι στις προηγούμενες δεκαετίες.
Ο Αλέξης Τσίπρας, αντίθετα, παραμένει εγκλωβισμένος στη λογική της κρίσης που τον ανέδειξε. Το πολιτικό του αφήγημα στηρίζεται στη διαρκή καταγγελία του “συστήματος” και στην υπόσχεση ότι μέσω μιας αόριστης «επανεκκίνησης της Αριστεράς» θα έρθει η λύτρωση για τους αδικημένους. Το πρόβλημα είναι ότι αυτά τα επιχειρήματα δεν απαντούν στο 2025, αλλά στο 2012 και μιλούν σε μια Ελλάδα που δεν υπάρχει πλέον.
Η διακυβέρνηση δεν είναι θεωρία.
Είναι πράξεις, χρονοδιαγράμματα, υποδομές, νομοσχέδια, επενδύσεις. Και σε αυτά ο Μητσοτάκης έχει να επιδείξει αποτελέσματα: από την ψηφιακή επανάσταση στις δημόσιες υπηρεσίες, μέχρι τη μετατροπή της Ελλάδας σε ενεργειακό και γεωπολιτικό παίκτη. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα έγιναν σωστά. Σημαίνει, όμως, ότι προχώρησαν, σε αντίθεση με την «αντι-μεταρρυθμιστική αδράνεια» που χαρακτήρισε την περίοδο Τσίπρα, ειδικά μετά την υπογραφή του τρίτου μνημονίου.
Ο Τσίπρας, από την άλλη, επιχειρεί εκ νέου να εμφανιστεί ως εκφραστής του «αδικούμενου πλήθους». Όμως, η κοινωνία έχει πλέον κουραστεί από τον πολιτικό συναισθηματισμό χωρίς πλάνο. Το πρόβλημα δεν είναι ότι ο Τσίπρας θέλει μια «πιο δίκαιη κοινωνία». Το θέλουμε όλοι. Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορεί να εξηγήσει πώς θα την κάνει βιώσιμη, χωρίς να καταδικάσει ξανά τη χώρα σε οικονομική περιπέτεια.
Σήμερα, η ερώτηση δεν είναι «δεξιά ή αριστερά». Είναι: Θέλουμε ανάπτυξη, σταθερότητα, διεθνή αξιοπιστία και επενδύσεις ή επιστροφή στο συναισθηματικό ριζοσπαστισμό, τις «μεγάλες υποσχέσεις» και τις δοκιμές χωρίς δίχτυ ασφαλείας;
Η πραγματικότητα είναι ψυχρή: η Ελλάδα έχει υψηλό χρέος, γηρασμένο πληθυσμό, χαμηλή παραγωγικότητα. Χρειάζεται τεχνοκρατική ταχύτητα και διεθνή συμμαχία, όχι ρομαντισμό. Χρειάζεται σύγχρονη κυβέρνηση, όχι αποσπασματικό λαϊκισμό μεταμφιεσμένο σε «προοδευτικό μέτωπο».
Γι’ αυτό το δίλημμα «Μητσοτάκης ή Τσίπρας» τελικά καταλήγει σε ένα πιο ωμό ερώτημα:
Θέλουμε κυβέρνηση ή αντιπολίτευση στην εξουσία;
Ο Μητσοτάκης μετά από 6 χρόνια διακυβέρνησης μπορεί να μην εμπνέει όλους, αλλά αποδίδει έργο.
Ο Τσίπρας μπορεί να εμπνέει κάποιους ακόμα, αλλά δεν φαίνεται να έχει λύσεις για το αύριο.
Και σε μια εποχή κρίσεων, η έμπνευση χωρίς σχέδιο από μόνη της δεν αρκεί.
Πηγή: https://www.political.gr/…/2025/12/POLITICAL-T-1305.pdf




