Η καθημερινότητα των κατοίκων στην πάλαι ποτέ αριστοκρατική ακτή των νότιων προαστίων, που το καλοκαίρι μεταμορφώνεται σε πολυτελές θέρετρο και τον υπόλοιπο χρόνο προσπαθεί να κρατήσει ζωντανό τον χαρακτήρα της παλιάς γειτονιάς.
Βάλια Δημητρακοπούλου
Το Καβούρι φιλοξενεί ένα ενδιαφέρον ψηφιδωτό πληθυσμών, μια γοητευτική συνύπαρξη που μπορεί κανείς να αντιληφθεί αν κάνει μερικές βόλτες και μιλήσει με κατοίκους και επισκέπτες, λουομένους, αθλούμενους ή εργαζομένους στα εστιατόρια και στις ταβέρνες: Έλληνες και ξένους, που είτε εγκαταστάθηκαν εδώ είτε έρχονται για διακοπές στην Αθηναϊκή Ριβιέρα.
Και αν από την περιοχή λείπει η τυπική πλατεία, οι κάτοικοι θα σου πουν ότι έφτιαξαν τη δική τους γειτονιά, που είναι ζωντανή χειμώνα καλοκαίρι, γιατί πλέον το Καβούρι δεν αποτελεί μόνο παραθεριστικό προορισμό, αλλά ένα μέρος να ζεις όλο τον χρόνο, ενώ έχει και δύο από τις λίγες ελεύθερες παραλίες κοντά στην Αθήνα, με μικρό κομμάτι τους για ξαπλώστρες. Οικογένειες πλέον μένουν μόνιμα εδώ, σε πολυκατοικίες που αγόρασαν πριν από πενήντα χρόνια. Θα δεις νέα ζευγάρια σε μικρά σπίτια, ενώ μεγάλα αυτοκίνητα με φιμέ τζάμια μεταφέρουν με ύψιστη ασφάλεια «παράγοντες» της περιοχής. Στη βόλτα στον πεζόδρομο του Καβουρίου, θα συναντήσεις κορίτσια με κολάν που περπατούν με βαράκια στα χέρια, ενώ μέσα στη θάλασσα κάποιες άλλες κάνουν γιόγκα πάνω σε μια σανίδα σαπ. Θα σταματήσεις το σεργιάνι για να μιλήσεις με μια μαμά που βολτάρει με το παιδί της, ενώ παραδίπλα δύο σκύλοι θα τρελαθούν από τη χαρά τους που συναντήθηκαν. Τον χειμώνα, όσο κάποιοι θα φοράνε τα βαριά παλτά, κάποιοι άλλοι θα βουτάνε στα παγωμένα νερά για να ξυπνήσουν τις ενδορφίνες τους.
Πριν από έναν χρόνο ακριβώς, βρέθηκα να μετακομίζω στο Καβούρι, έπειτα από πολυετή απουσία στο εξωτερικό. Μας τράβηξε η περιοχή, γιατί από τα κοντινά με την Αθήνα νότια προάστια, όπου επιθυμούσα να κατοικήσω, είναι η μόνη όπου τα σπίτια εκτείνονται στην ακτογραμμή χωρίς να παρεμβάλλεται η παραλιακή λεωφόρος. Έναν χρόνο μετά, έχω αποκτήσει πολλούς φίλους στην περιοχή, κάποιους που ξαναβρήκα μετά από πολλά χρόνια και άλλους που γνώρισα στη βόλτα στον πεζόδρομο του Μεγάλου Καβουριού ή στην παραλία στο Μικρό Καβούρι, όπου μαμάδες και παιδιά πλατσουρίζουν και κλέβουν το ένα το κουβαδάκι του άλλου. Εκεί βρήκα τη Μαρία, που έχει δύο μωράκια, με διαφορά ηλικίας ενός έτους, να προσπαθεί να ικανοποιήσει τις πολύ διαφορετικές ανάγκες τους. Στην αρχή του καλοκαιριού, μια παρέα μαθητών ήρθε από τα Σεπόλια την επομένη της λήξης των Πανελληνίων. Μου εξήγησαν ότι τους πήρε δύο ώρες να κατέβουν με το λεωφορείο – στο Καβούρι φτάνει το 122, που το παίρνεις από τον σταθμό μετρό του Ελληνικού. Και μπορεί πολύ συχνά ο νοτιάς να φέρνει πολλά φύκια στο Μικρό και στο Μεγάλο Καβούρι, οι επισκέπτες όμως φαίνεται να πιστεύουν ότι αξίζει τον κόπο.
Ένα Σάββατο, ένας ηλικιωμένος κύριος κρατάει αγκαζέ όχι μία, αλλά δύο κυρίες που μοιάζουν μεταξύ τους. Ποιος ξέρει ποια είναι η ιστορία τους. Παραδίπλα, ένας άνδρας γύρω στα σαράντα, ο Σπύρος, έχει έρθει για μπάνιο με τη μητέρα του. Εκείνος επιμένει ότι, παρόλο που έχουν εξοχικό στην Κερατέα, προτιμά να έρχεται από το Περιστέρι στο Καβούρι για να αποφύγει τα χιλιόμετρα και τα διόδια. Καθώς και για να θυμηθεί «τις παλιές ελληνικές ταινίες». Η μητέρα του, η Βούλα, βρίσκει ακόμα το Καβούρι κοσμοπολίτικο και τη γυρίζει πίσω στον χρόνο, αλλά έχει και παράπονα: «Το 1965 που ερχόμουν, ήταν ένα ήσυχο μέρος, ερχόσουν σε ρομαντικά ραντεβού με το αγόρι σου. Τώρα έχει ξαπλώστρες και μουσική από ηχεία».
Ο ξυπόλυτος πρίγκιψ
Το 1965, εκτός από την κυρία Βούλα, καταφύγιο στο Καβούρι βρήκε και ο έκπτωτος βασιλιάς της Σαουδικής Αραβίας Ιμπν Σαούντ. Εφόρμησε με τις 12 συζύγους του, 15 πρίγκιπες, 12 πριγκίπισσες και 200 βαλίτσες. Υπολογίζεται ότι κατά τη διάρκεια της τριετούς διαμονής του ξόδεψε παραπάνω από 12.000.000 δολάρια. Ο μονάρχης αποτέλεσε έμπνευση για την ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη Ο ξυπόλητος πρίγκιψ (1966) με τον Κώστα Βουτσά. Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, ο μονάρχης είχε το συνήθειο να χαρίζει χρυσά ρολόγια, να πηγαίνει στα μπουζούκια και σε αγώνες του Παναθηναϊκού· ο ίδιος, η οικογένεια και οι συνοδοί του είχαν καταλάβει σχεδόν αποκλειστικά το ξενοδοχείο Καβούρι. Ο μύθος του ζάπλουτου Σαουδάραβα ζει μέσα από ιστορίες που αφηγούνται οι παλιοί κάτοικοι της περιοχής.
Ένας από αυτούς είναι ο οδοντίατρος Ηρακλής Καραγεώργος, ο οποίος ζει σε ένα σπίτι που έχτισε ο πατέρας του, Πατρίκιος, ο οποίος διετέλεσε δήμαρχος στη Βουλιαγμένη μεταξύ 1975-1986. Θυμάται ότι τη δεκαετία του ’80 «άφηνα πάντοτε ανοιχτά, για να μπαίνει ένας γατούλης που πρόσεχα. Δεν υπήρχε κανένας φόβος. Έλεγα χαρακτηριστικά ότι, αν βγω τον χειμώνα και κοιμηθώ στην παραλιακή λεωφόρο, το πρωί θα ξυπνήσω και θα πάω σπίτι μου. Δεν υπήρχε κανένα αυτοκίνητο, ήταν η απόλυτη ησυχία και ερημιά. Μετά το ’90 άρχισε να χτίζεται η περιοχή».
Μια αντίστοιχη ιστορία διηγείται και η Γκέλη Χατζηευθυμίου, που γεννήθηκε το 1962 και παραθέριζε από παιδί με την οικογένειά της στο Καβούρι. Απέναντι από το μικρό και πανέμορφο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, σήμερα βρίσκεται το Divani Apollon, το οποίο αγοράστηκε από τον Αριστοτέλη Διβάνη το 1998. Η Γκέλη λοιπόν με τα παιδιά των τριγύρω παραθεριστών έπαιζαν στον δρόμο εκεί ρακέτες και τριγυρνούσαν στις καλαμιές. «Ζούσαμε στην Πλατεία Αμερικής. Παραθερίζαμε εδώ μέχρι το 1980 και εγκατασταθήκαμε μόνιμα όταν η αδερφή μου κι εγώ τελειώσαμε το σχολείο». Ο πατέρας της τους αγόρασε αυτοκίνητο για να πηγαίνουν στο πανεπιστήμιο. «Μόλις είχε ανοίξει ο Καρέας. Δεν υπήρχε ψυχή στον δρόμο», θυμάται.
Ο «Κουτάλας» και οι πελάτες του
Ιστορίες του τότε και του τώρα έχει να διηγηθεί και ο Γιώργος Παππάς, που είναι ιδιοκτήτης του ιστορικού περιπτέρου, του «Κουτάλα». Για τους ντόπιους, είναι σήμα κατατεθέν. Το περίπτερο «Κουτάλας» έχει τη μοναδική μάλλον στην Αθήνα ιδιαιτερότητα να βγάζει μια κουτάλα ώστε να μη χρειάζεται να βγεις από το αυτοκίνητο για να ψωνίσεις. «Το περίπτερο το ξεκίνησε ο πρώτος ιδιοκτήτης το 1959 πάνω στην παραλιακή. Είχε πάει στην Αμερική και είχε δει τα drive in και αποφάσισε να γυρίσει το παράθυρο του περιπτέρου προς τον δρόμο και να δίνει τα διάφορα προϊόντα με μια κουτάλα. Βέβαια, τότε πόσα αυτοκίνητα είχε η Αθήνα, πέντε;». Το 1992 ανέλαβε ο πατέρας του Γιώργου Παππά και εκείνος δούλευε τα καλοκαίρια. Σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανολόγος, αλλά αποφάσισε να αναλάβει το περίπτερο. Του άρεσε η επαφή με τον κόσμο. «Μεταφέραμε πριν από μερικά χρόνια το περίπτερο στον παραλιακό δρόμο, την Ακτής –εκεί που αρχίζει η πρώτη παραλία, το Μικρό Καβούρι– γιατί στην παραλιακή λεωφόρο ήταν πολύ επικίνδυνα. Μια και δυο φορές έπεσε αυτοκίνητο στο περίπτερο; Βέβαια, πλέον, με τη νέα τοποθεσία, έχουμε γίνει εποχιακό μαγαζί. Ειδικά φέτος, που έκανε κακό καιρό τον Ιούνιο, είχαμε πολύ χαμηλή κίνηση». Όσο μιλάμε, αυτοκίνητα περνούν, ο Γιώργος βγαίνει έξω, μαζεύει μια εφημερίδα και τη δίνει στον πελάτη ή τείνει την κουτάλα με ένα πακέτο τσιγάρα χωρίς να του τη ζητήσει – ξέρει ήδη τι ψάχνει. Μου εξηγεί ότι οι περισσότεροι πελάτες του είναι σταθεροί, αλλά έρχονται από πολλά μέρη.
Κάτι αντίστοιχο έχει να πει και o Χάρης Νίνας, που μετακόμισε από την Αλβανία, δουλεύει και είναι συνιδιοκτήτης στον Μαΐστρο, μία από τις δύο ταβέρνες του Μεγάλου Καβουριού. Δουλεύει εκεί από το 1998. «Έχουμε πελάτες απ’ όλη την Αθήνα. Αυτό που έχει αλλάξει είναι ότι μέχρι το 2018 οι καντίνες ήταν από την πλευρά της θάλασσας. Μετά φτιάχτηκε η παραλία και οι καντίνες έγιναν ταβέρνες πίσω από τον πεζόδρομο. Αυτό που βλέπεις τώρα ως πάρκο ήταν όλο πάρκινγκ. Δηλαδή τότε χωρούσαν 1.000 αυτοκίνητα και σήμερα 150. Ο κόσμος φεύγει, δεν έχει πού να παρκάρει», λέει. Στο καφέ έχει καθίσει ένα νεαρό ζευγάρι. Ο Χρήστος και η Τζούλια, Ιταλίδα, ζουν μαζί στη Νέα Σμύρνη και ήρθαν στο Καβούρι με μια μικρή μοτοσικλέτα. Και οι δύο ψάχνουν δουλειά και ζουν αρκετά φειδωλά, όπως λένε. Έρχονται νωρίς για μπάνιο, για να αποφύγουν τον ήλιο.
«Η μόνη δουλειά που βρίσκει η Τζούλια είναι στην εξυπηρέτηση πελατών μέσω τηλεργασίας», λέει ο Χρήστος, ενώ εκείνη ψάχνει να βρει τις λέξεις της, τα αγγλικά της είναι σπαστά. Τον ήλιο πρέπει να αποφύγει και η συνταξιούχος Τζέιν από τη Νότια Ουαλία που ήρθε για μια βάφτιση στην Αθήνα. «Πρέπει να βάζω μακριά μπλουζάκια και αντηλιακό με δείκτη προστασίας 50 για να αποφύγω να γίνω κόκκινη σαν γαρίδα», λέει σχεδόν τρομαγμένη για τις λίγες ηλιαχτίδες που περνούν από την ομπρέλα.
Κοστίζει το Καβούρι;
Ο Μιχάλης Ατματζίδης δουλεύει για το μεσιτικό γραφείο Engel & Volkers, χειρίζεται κατοικίες στο Καβούρι και στη Βουλιαγμένη, και είναι κι αυτός Καβουριώτης. Συναντιόμαστε στο δημοφιλές σημείο συνάντησης του Καβουριού, το εστιατόριο Γαρμπή, εκείνος με τη σκύλα του τη Μίκα. Βλέποντάς τον, συνειδητοποιώ ότι έχουμε ξαναβρεθεί χωρίς να έχουμε μιλήσει ποτέ. Σεργιανίζει τα πρωινά όπως κι εγώ με τον γιο μου. Του ζητάω να με κατατοπίσει σχετικά με το στεγαστικό ζήτημα στο Καβούρι. Μου εξηγεί ότι το Καβούρι, αν και γειτονιά, έχει τελείως διαφορετικούς πληθυσμούς. Στην αρχή του Καβουριού, εκεί δηλαδή που τα σπίτια βλέπουν προς το Μικρό Καβούρι, υπάρχουν μικρά διαμερίσματα, 50-80 τ.μ., που πωλούνται περίπου στα 5.000 το τ.μ. Πρόκειται για πολυκατοικίες που δεν έχουν ανακαινιστεί. «Για τους Έλληνες αγοραστές, εκείνα τα σπίτια αφορούν νέα ζευγάρια ή εργένηδες που το βλέπουν ως ένα βήμα, ένα σκαλοπάτι για ένα μεγαλύτερο σπίτι. Πληρώνουν για 60-80 τ.μ. περίπου 500.000-600.000 ευρώ». Το σύνορο είναι το Divani: από το ξενοδοχείο και πέρα, δεν υπάρχουν τόσα μικρά διαμερίσματα. «Είναι καλά διατηρημένες πολυκατοικίες και ο κόσμος που μένει εκεί έχει άλλο στάτους. Όσο για τις μονοκατοικίες, ανήκουν σε πολύ υψηλής οικονομικής επιφάνειας οικογένειες», λέει.
Οι πιο μυημένοι γνωρίζουν ποιο σπίτι είναι ποιου. Πρόκειται για μονοκατοικίες με ψηλούς φράχτες, που δεν μαρτυρούν τίποτα για το εσωτερικό τους. Τα σπίτια μοιάζουν με φρούρια και το μόνο που αντικατοπτρίζει τη ζωή μέσα τους είναι τα αυτοκίνητα που το προσωπικό πλένει καθημερινά έξω από το (στρωμένο από τους ίδιους) πεζοδρόμιο. Ο Μιχάλης εξηγεί πως οι τιμές στα διαμερίσματα μετά το Divani κυμαίνονται πάνω από 1-1,5 εκατομμύριο και οι πελάτες κατά το 70% είναι ξένοι. Οι Έλληνες, όταν αγοράζουν, είναι για δεύτερη κατοικία. Αν προχωρήσουμε δε και πιο πέρα, πίσω από το Μεγάλο Καβούρι, στη συνέχεια της παραλιακής οδού, θα βρεθούμε σε ακόμη ακριβότερες μονοκατοικίες ή οροφοδιαμερίσματα, που πληρώνεις κυρίως την ιδιωτικότητά σου. Φυσικά, υπάρχουν και οι ενοικιαστές. Αυτοί νοικιάζουν για 2.000 ευρώ διαμερίσματα περίπου 100-150 τ.μ., τιμή απαγορευτική για τον περισσότερο κόσμο. Υπάρχουν βέβαια και μικρότερα διαμερίσματα, που πέφτουν κάτω από τα 1.000 ευρώ. Χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι οι γύρω περιοχές έχουν χαμηλότερα ενοίκια, όπως για παράδειγμα η Βούλα. Ο Μιχάλης εξηγεί πως το Καβούρι ανήκει στις πέντε ακριβότερες περιοχές της Αθήνας. Πρώτη είναι ο Λαιμός της Βουλιαγμένης, ενώ μέσα στην πεντάδα βρίσκεται και η Διονυσίου Αρεοπαγίτου στην Αθήνα. «Εγώ μένω σε έναν δρόμο λίγο πίσω από το Divani, σε ένα μικρό διαμέρισμα, σε μια πολυκατοικία σαν συγκρότημα, μη ανακαινισμένη, που χτίστηκε για παραθερισμό», λέει. Επιβεβαιώνει πως τη δεκαετία του ’80 και του ’90 πολλές οικογένειες έχτισαν θερινές κατοικίες, οι οποίες έγιναν μόνιμες τα τελευταία χρόνια.
Μια παλιά κάτοικος θυμάται
«Γεννήθηκα το 1947 στην Αθήνα. Στο Καβούρι ζούσαν ο παππούς μου με τη γιαγιά μου, γιατί ο παππούς δούλευε σε κτήματα στη Βουλιαγμένη ως κηπουρός. Εκείνοι είχαν ένα δωμάτιο με μια κουζινούλα και κοιμόντουσαν έξω στην ύπαιθρο, με μια κουνουπιέρα για τα τσιμπήματα», μου λέει η Μακρίνα Πεγκλίδου. Μου ψήνει ελληνικό καφέ και καθόμαστε σε έναν καναπέ ντυμένο με ένα όμορφο σεμεδάκι. «Η μαμά μου έμενε στη Βουλιαγμένη κατά τη διάρκεια του πολέμου και, όταν έγινε η απελευθέρωση, ο μπαμπάς πήρε το πρώτο λεωφορείο από την Αθήνα για να έρθει να τη βρει. Γεννήθηκα έναν χρόνο μετά». Στις αναμνήσεις της από τα παιδικά της χρόνια ξεπηδάνε οι εκθέσεις που έγραφε για το δημοτικό: «Όταν μας ρωτούσαν πώς περάσαμε το καλοκαίρι, εγώ έγραφα ότι πήγα στη θάλασσα του παππού μου», λέει. «Νόμιζα ότι ήταν δικιά του».
Ως έφηβη θυμάται πως τότε υπήρχε μόνο μια ταβέρνα, του Γαρμπή. Ο Πέτρος Γαρμπής άνοιξε το εστιατόριό του στη σημερινή πλαζ του Αστέρα Βουλιαγμένης το 1924 και το μετέφερε στη σημερινή του τοποθεσία το 1957, όπου λειτουργεί ακόμα ως σημείο συνάντησης πολλών κατοίκων. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια του κορωνοϊού, η Ελισάβετ Λουίζου, κόρη της ιδιοκτήτριας Αγγελικής Γαρμπή, άρχισε να κάνει διανομές κατ’ οίκον, καθώς και να λειτουργεί την καφετέρια για καφέ στο χέρι, για τους εκατοντάδες που έρχονταν για άθληση στον πεζόδρομο του Καβουριού. «Ήταν σαν παρέλαση. Ορδές ανθρώπων έτρεχαν, έκαναν ποδήλατο και περπατούσαν κατά τη διάρκεια της καραντίνας. Ο δήμος έβαλε τα κόκκινα κολονάκια για να διευκολύνει την άθληση. Ήταν η μόνη διέξοδος. Έρχονταν και μου έλεγαν “επιτέλους είδαμε κάποιον άνθρωπο”. Ήταν αντίδοτο στην απομόνωση», μου λέει, ενώ γύρω μας πηγαινοέρχονται δίσκοι με φρέσκα ψάρια, μακαρόνια με θαλασσινά και δροσερή σαλάτα του Καίσαρα με την προσωπική πινελιά του σεφ, που σερβίρει τόνο αντί για κοτόπουλο. «Πολύ φοβούμαι ότι αλλάζει η περιοχή, φεύγει η απλότητα. Οι παλιοί κάτοικοι αναγκάζονται να την εγκαταλείψουν για άλλες περιοχές, πιο οικονομικές. Έχει αλλάξει το DNA του Καβουριού», μου λέει ανήσυχη η Αγγελική Γαρμπή. «Εφόσον ονομάστηκε Αθηναϊκή Ριβιέρα, θα γίνει πολύ δήθεν. Εμείς παλεύουμε να κρατηθούν οι παλιές οικογένειες και να μη γίνει η περιοχή Μύκονος ή Πάρος. Εν κατακλείδι, πρέπει να προστατευτεί η περιοχή. Να μη γίνει αποκλειστικά κέντρο διασκέδασης για τους ξένους».
Γειτονιά και χειμερινά μπάνια
«Οι τέσσερίς μας, ο άντρας μου, οι δύο μας κόρες κι εγώ, παραθερίζαμε στο Καβούρι από το 1998», λέει η Ζωή Πολύδωρα. Η ίδια μετακόμισε από την Κυψέλη στο Καβούρι μόνιμα το 2007, όταν οι κόρες της τελείωσαν το σχολείο. «Το άγχος μου ήταν οι χειμερινοί μήνες. Φοβόμουν πως θα πλήττω. Μόνο αυτό δεν συνέβη! Ήμουν πάντοτε με έναν σκύλο να κάνω βόλτες στο βουνό και άρχισα να κάνω χειμερινά μπάνια. Έτσι, γνώρισα και πολλούς άλλους κολυμβητές. Κάθε πρωί και βράδυ κάνω τη βουτιά μου», λέει. Κάπως τα έφερε η τύχη και οι υπόλοιποι της παρέας της προέρχονταν από αντίστοιχες γειτονιές της Αθήνας και είχαν κι αυτοί ανάγκη από ανθρώπινη επικοινωνία. Η Λένα Κορομηλά, συνομήλικη και φίλη της, εγκαταστάθηκε στο Καβούρι το 2009 μόνιμα, ενώ παραθέριζε από το 2000. «Παρότι είναι εξοχή, δεν στερείται αυτό που λείπει από την εξοχή. Το σινεμά Ακτή, για παράδειγμα, δεν είναι μακριά. Άσε που σου δίνει άλλα πράγματα, σε γεμίζει η φύση. Κάθε μέρα πηγαίνω στη θάλασσα, επτά το πρωί το καλοκαίρι, οκτώ τον χειμώνα. Είναι το ψυχοφάρμακό μου. Το μέρος το αισθάνομαι σαν γειτονιά. Το καλοκαίρι έχει πολύ κόσμο, αλλά δεν σε ενοχλεί αυτό. Αυτό που ενοχλεί είναι η φασαρία από τα μαγαζιά και τα αυτοκίνητα. Υπάρχει πρόβλημα πάρκινγκ, θα έπρεπε ο δήμος να μεριμνήσει ώστε να βγουν κάρτες κατοίκων», προτείνει. Ακόμη όμως και στο παράπονό της, η Λένα είναι επιεικής. «Πηγαίνω σταθερά στον Γαρμπή για καφέ και δεν υπάρχει περίπτωση να μη μιλήσω με δυο τρεις ξένους από τον Καναδά ή τη Σουηδία, το Καβούρι είναι ένα σημείο συνάντησης για διαφορετικές κουλτούρες. Ίσως οφείλεται στο ξενοδοχείο δίπλα, ίσως είναι άνθρωποι από άλλες χώρες που μετακόμισαν εδώ».
Θυμάμαι τα λόγια της Ελισάβετ Λουίζου, με την οποία η γειτονιά μάς έφερε ξανά κοντά γνωριζόμασταν από το δημοτικό. «Η γειτονιά σε αγκαλιάζει. Αυτό είναι το αίσθημα για το οποίο αξίζει να παλεύουμε και να θέλουμε να επιβιώσει μέσα από τις αλλαγές που γίνονται. Αυτό το μάζεμα όλου του ετερόκλητου κόσμου. Γιατί κάθε καλοκαίρι χιλιάδες άνθρωποι έρχονται και φεύγουν, αλλά εμείς είμαστε εδώ πάντοτε, με την ανάγκη μας για επαφή, για χαιρετούρα στον δρόμο, για συναντήσεις και μπάνια. Μακάρι με τη δουλειά μου να βάλω κι εγώ το χεράκι μου ώστε να συμβεί αυτό».
Πηγή: kathimerini.gr