Κλασικά και νεότερα μυθιστορήματα, εγκλήματα και νεανικές περιπέτειες, η δράση των οποίων τοποθετείται από τις Τζιτζιφιές και το Παλαιό Φάληρο έως τη Γλυφάδα, το Καβούρι και τη Βάρκιζα.
Κείμενο:
Η εναλλαγή του μεσογειακού τοπίου -από το βουνό στη θάλασσα και από τις λεωφόρους στην παραλιακή ζώνη- δεν θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητους τους συγγραφείς και περιπατητές της μητρόπολης. Αυτοί κι αν θέλουν να προσφέρουν εναλλαγή σκηνικών στους αναγνώστες τους μεταφέροντας τη δράση, για παράδειγμα, από το αθηναϊκό κέντρο στη Γλυφάδα της δεκαετίας του 1960 ή το προπολεμικό Παλαιό Φάληρο. Ο κατάλογος των βιβλίων είναι προφανώς δαιδαλώδης, αλλά οι σταθμοί που επιλέγουμε συνιστούν από μόνοι τους μια άτυπη λογοτεχνική διαδρομή στα νότια προάστια.
Η εκκίνηση γίνεται με το «Τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή (1962), ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του ελληνικού 20ού αιώνα -κατά πολλούς το Big Greek Novel μαζί με το «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά». Και ενώ οι αφηγήσεις της Νίνας και της Εκάβης, των δύο πρωταγωνιστριών, αφορούν διαφορετικές γειτονιές του αθηναϊκού κέντρου ή της Κηφισιάς, κάποια στιγμή η Νίνα μάς πληροφορεί για μια μεγάλη αλλαγή του Μεσοπολέμου: «Ύστερα έγινε το Φάληρο της μόδας, το Νέο, όχι το Παλιό όπως είναι σήμερα… Εκεί περάσαμε τα νιάτα μας. Το κόσμος, τι ορχήστρες!… Το καζίνο, τα μπάνια, πρώτα χωριστά, αλλού οι άντρες αλλού οι γυναίκες, ύστερα τα μπαιν-μιξ…Εμείς κατεβαίναμε μόνο τα σαββατόβραδα. Την εποχή εκείνη ήταν στη βράση του το αργεντίνικο τανγκό –Ραμόνα, που είσαι τώρα μακριά– έπαιζαν τα φώτα μες στο νερό, φυσούσ’ η φαληριώτικη αύρα» (από την έκδοση του «Ψυχογιού»).

Φωτογραφία: Ελίνα Γιουνανλή
Από μια συγκυρία την ίδια πάνω κάτω εικόνα περιγράφει στα «Ψάθινα καπέλα» (Πυρσός, 1946) η Μαργαρίτα Λυμπεράκη, όπου αφηγήτρια είναι η νεαρή Κατερίνα: «Απ’ το παλιό μας σπίτι θυμάμαι λίγα πράγματα. Ήταν κάπου κοντά στο Λυκαβηττό κι είχε ταράτσα που ‘βλεπε στο Φάληρο…Με τον πατέρα πηγαίναμε στη θάλασσα σχεδόν κάθε Κυριακή… Ερχόταν η Έλλη και καμιά φορά ο θείος Αγησίλαος· τότε γινόταν το μεγάλο γλέντι…Εκείνες οι Κυριακές θα μείνουν μέσα μου ατόφιες, έτσι όπως τις έζησα. Καμιά τους λεπτομέρεια δε θα λησμονηθεί. Πλησιάζαμε τον κόσμο της θάλασσας. Εμείς που ζούσαμε με τα μερμήγκια, τις σαύρες και τα βατράχια, σαστίζαμε μπρος στα κύματα. Αφήναμε τα καβούρια να μπήγουν τις δαγκάνες τους μέσα στη σάρκα μας για ν’ ανακατωθεί η αλμύρα με το αίμα μας. Και τα ψάρια ν’ αγγίζουν τα κορμιά μας για να νιώσουμε πόσο κρύα είναι».
Αλλά και η Άλκη Ζέη στη «Μωβ ομπρέλα» (Μεταίχμιο, 1989) περιλαμβάνει μία σκηνή όπου η αφηγήτριά της, η 10χρονη Ελευθερία, περιγράφει την «κάθοδο» από το προπολεμικό Μαρούσι στο σπίτι του θείου Μίλτου και των ξαδέρφων της, Μανόλη και Ντίνου: «Μένανε στο Παλαιό Φάληρο. Τότε ακόμα με τις “παχιές αγελάδες” που έλεγε ο μπαμπάς, κι εγώ και τα δίδυμα ψάχναμε στα πλυσταριά, που ήτανε στο βάθος του κήπου, να βρούμε καμιά παχουλή αγελάδα, γιατί δεν τολμούσαμε να τον ρωτήσουμε τι ήθελε να πει…Το σπίτι του θείου ήταν πολύ μεγάλο. Δεν έμοιαζε όμως σε τίποτα με το σπίτι της Βίτως. Πρώτ’ απ’ όλα, αποκεί μπορούσες να βλέπεις τη θάλασσα. Τα παντζούρια δεν ήτανε ποτέ κλειστά ούτε στο πάνω ούτε στο κάτω πάτωμα, κι οι κουρτίνες μέναν πάντα τραβηγμένες στην άκρη, ακόμα και το βράδυ».
Την προπολεμική Γλυφάδα περιγράφει στα «Αηδόνια της σιωπής» (2024) ο Στέφανος Δάνδολος, ο οποίος μεγάλωσε στη συνοικία, μέσα από την αφήγηση της Ευδοξίας: «Εξακολουθώ να διαμένω στη Γλυφάδα, το απόμερο παραθαλάσσιο χωριουδάκι νοτίως των Αθηνών. Πριν από την Κατοχή ήταν μια ωραία λουτρόπολη, ένας τόπος ανέφελος που μύριζε αρμύρα και πευκοβελόνες. Υπήρχε ο κινηματογράφος “Μαϊάμι” στη μικρή πλατεία, υπήρχαν οι παραθεριστές που νοίκιαζαν τις πέτρινες κατοικίες της ακτογραμμής, υπήρχε το εξοχικό κέντρο “Τρουβίλ” πλησίον του Αγίου Κωνσταντίνου, το οποίο γέμιζε από χαρούμενες οικογένειες και ερωτευμένους». Η Γλυφάδα πάντως είχε περάσει στα μυθιστορήματα του Δάνδολου ήδη το 2009 με τον «Τελευταίο κύκνο» όπου μεταφερόμασταν στη δεκαετία του 1980.
Αστυνομικά μυθιστορήματα
Στο μυθιστόρημα-σφραγίδα «Έγκλημα στο Κολωνάκι» του Γιάννη Μαρή ο τίτλος δεν αφήνει περιθώρια παρεξήγησης, καθώς ο πετυχημένος και ευκατάστατος ζωγράφος Νάσος Καρνέζης βρίσκεται δολοφονημένος στην οδό Σκουφά. Να, όμως, που εκτός από πολλά τοπόσημα του ιστορικού κέντρου, όπως το ζαχαροπλαστείο «Φλόκα», το Εθνικό Θέατρο, το «Ζόναρς», η πλατεία Κάνιγγος κ.ά ο συγγραφέας απλώνει τη δράση σε προάστια όπως η Βουλιαγμένη και η Βάρκιζα. Οι περισσότεροι χαρακτήρες κινούνται σε «καλές» περιοχές (Κολωνάκι, Ψυχικό, Βάρκιζα, Κηφισιά) και ανήκουν στη μεγαλοαστική και μεσοαστική τάξη (χρηματιστές, ζωγράφοι, δημοσιογράφοι, πολιτευτές).

Από την παράδοση του Γ. Μαρή αντλεί υλικά ο Κώστας Φασουλόπουλος στον «Εξευγενισμό» (εκδ. Εύμαρος, 2018), όπου ο Κώστας Παπανικολάου, πλούσιος και επιτυχημένος μεγαλοκατασκευαστής και μεσίτης, βρίσκεται νεκρός μέσα στην πολυτελή Mercedes του, στη Μαρίνα Φλοίσβου. Την υπόθεση αναλαμβάνει ο αστυνόμος Γιώργος Μαργέτης, ένας μεσήλικας αξιωματικός του Τμήματος Ανθρωποκτονιών, με προσωπικό χόμπι τα παλιά ιταλικά αυτοκίνητα. Η έρευνα θα τον μεταφέρει από τις νεοκλασικές επαύλεις του Παλαιού Φαλήρου έως την Κυψέλη, την πλατεία Βικτώριας και τον Άγιο Παντελεήμονα.
Μια διαφορετική εικόνα μεταφέρει για το Φάληρο του 1939, στα πρόθυρα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Πάνος Αμυράς στη «Λέσχη του κακού» (εκδ. Διόπτρα), όπου πρωταγωνιστεί ο αστυνομικός Νίκος Αγραφιώτης: «Ο ήλιος μόλις είχε ανατείλει, αλλά ο καύσωνας σάρωνε την έρημη ακτή του Φαλήρου. Η πρόβλεψη της Μετεωρολογικής Υπηρεσίας για ασυνήθιστα υψηλές θερμοκρασίες αποδείχτηκε ακριβής για πρώτη φορά, ύστερα από ένα σερί αποτυχημένων εκτιμήσεων. Ένα γλαροπούλι με την πονηρή ματιά του αδηφάγου θηρευτή πετούσε αρκετά μέτρα πάνω από το κεφάλι του Νίκου Αγραφιώτη, σχηματίζοντας αέρινους κύκλους με ακρίβεια διαβήτη. Ο Αγραφιώτης έσκυψε προσεκτικά και άρπαξε ένα βότσαλο, το ζύγισε την παλάμη του και κοίταξε προς τον αττικό ουρανό, που είχε αρχίσει να παίρνει το χρώμα για το οποίο είχε γίνει γνωστός στα πέρατα της γης. Το ένστικτο της επιβίωσης λειτούργησε για άλλη μία φορά στον κόσμο των ζώων, ο γλάρος έκρωξε δυνατά και φτερούγισε προς τον Σαρωνικό, αφήνοντας τον Αγραφιώτη με το λιθάρι στη γροθιά και τα νεύρα τεντωμένα. Η μέρα δεν είχε ξεκινήσει καλά. ή μάλλον η νύχτα δεν είχε τελειώσει όπως προσδοκούσε όταν έφευγε άγρια χαράματα από το “American bar”, στις Τζιτζιφιές».
Χρησιμοποιώντας μία χρονογέφυρα περνάμε σε μία από τις νεότερες εκπροσώπους του νουάρ, την Ευτυχία Γιαννάκη, η οποία στο «Πόλη στο φως» (εκδ. Ίκαρος) τοποθετεί το έγκλημα με θύμα μία έγκυο γυναίκα σε μια μονοκατοικία στο Καβούρι το 2018. Από τις σελίδες του βιβλίου θα περάσουν πολλές κοινές εμπειρίες που έχουν οι αναγνώστες, όπως η «πηγμένη Ποσειδώνος», οι φοίνικες και οι παλιές μονοκατοικίες. «Σπάνια ο ουρανός της Αθήνας και ειδικά στα νότια ήταν τόσο βαρύς. Η θάλασσα έχανε το γαλάζιο χρώμα της και όσο την πλησίαζε, τόσο πιο ανακατεμένη του φαινόταν. Τα σύννεφα ροκάνιζαν τον ορίζοντα. Το σημείο επαφής του ουρανού με τον υδάτινο όγκο παρέμενε ασαφές από την υγρασία και τα κύματα. ΟΙ γλάροι πετούσαν χαμηλά, ενώ ένας μικρός στρόβιλος εξακολουθούσε να στροβιλίζει την άμμο στην παραλία. Ήταν ζήτημα χρόνου να ξεσπάσει καταιγίδα».
Διαδρομές περιπατητών
Για το τέλος, αξίζει να θυμίσουμε δύο ξεχωριστές διαδρομές στους δρόμους και τον ηλεκτρικό. Ο Σωτήρης Δημητρίου στα «Οπωροφόρα της Αθήνας» (εκδ. Πατάκη, 2005) περιηγείται σε έναν δικό του, προσωπικό χάρτη με τα δέντρα της πόλης, απ’ τον οποίο δεν μπορεί να λείπει το Φάληρο: «Μεσκουλιές [σ.σ.: ή μουσμουλιές] έχει πάμπολλες στους πράσινους δρόμους του Παλαιού Φαλήρου. Αλλά δεν τα τρώνε. Όσα φτάνω απ’ τον φράχτη τα τρώω εγώ. Μια φορά ήταν μια μεσκουλιά χωμένη στο βάθος ενός κήπου. Πέρναγα, ξαναπέρναγα, έφτασαν τα μέσκουλα [μούσμουλα] κι έγιναν κατά κίτρινα· λίρες αστραφτερές. Ώσπου άρχισε να τα ρίχνει και σέπονταν λυπημένα στο έδαφος. Οι ροδιές; Πολλές. Πάλι στο Φάληρο. Ευλογημένος τόπος. Είναι μπελαλίδικο φρούτο, αλλά άμα πέσεις σε κανένα γλυκό ρόιδο ξεχνάς όλες τις πίκρες σου. Τζιτζιφιές έχει άφθονες κοντά στο παλιό Ροντέο στην παραλία -εξού και η ονομασία Τζιτζιφιές… Είχα αποφασίσει να μην ξαναπάω για τζίτζιφα αλλά φρόντισε το τραμ και πάνε και οι τελευταίες τζιτζιφιές. Τις έκοψαν. Όχι ότι και το τραμ δεν είναι ωραίο. Έβαλαν και ανάμεσα στις γραμμές γεωμετρικούς χλοοτάπητες, σαν πλέι-μομπίλ είναι. Σου έρχεται να πάρεις τις γραμμές και να τις μετακινήσεις και το όχημα να το αναποδογυρίσεις με το πόδι σου».
Από κοντά και ο Πέτρος Μάρκαρης στο βιβλίο «Η Αθήνα της μίας διαδρομής», που κυκλοφόρησε πρώτη φορά στα γερμανικά το 2010, για να εκδοθεί το 2013 από τον Σάμη Γαβριηλίδη και το 2024 ως β’ έκδοση από τα «Κείμενα». Σε αυτό ο γνωστός συγγραφέας επιβιβάζεται στον ηλεκτρικό και παρατηρεί τις συνοικίες στη διαδρομή Πειραιάς έως Κηφισιά, αλλά και τις εναλλαγές στην κοινωνική διαστρωμάτωση. Να τι γράφει, εκτός άλλων, για τον σταθμό του Νέου Φαλήρου: «Πίσω από το τείχος της παραλιακής λεωφόρου υψώνεται ένα δεύτερο τείχος από νεόχτιστες πολυκατοικίες, κατά μήκος των γραμμών του Ηλεκτρικού. Όσα από τα παλιά μονώροφα και διώροφα σπίτια των δεκαετιών ’50 και ’60 έχουν απομείνει ακόμα, είναι στριμωγμένα ανάμεσα στις πολυκατοικίες… Το Νέο Φάληρο που γνώρισα στα τέλη της δεκαετίας του ’60 ήταν μια συνοικία-δορυφόρος του Πειραιά. Οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν ναυτικοί. Σπάνια συναντούσες ωστόσο την ανώτερη τάξη των ναυτικών, που είναι οι καπεταναίοι… Το Νέο Φάληρο είναι μια συνοικία που οριοθετείται από ψαροταβέρνες. Δυτικά συνορεύει με το Μικρολίμανο. Ανατολικά με τις Τζιτζιφιές. Το Μικρολίμανο είναι το φαγητό του μεσημεριού. Οι Τζιτζιφιές είναι η ψαροταβέρνα της νύχτας».
Πηγή: noupou.gr