Άρθρο του Παναγιώτη Κόνσουλα,
Οικονομολόγου-Πολιτικού Επιστήμονα
Οικονομολόγου-Πολιτικού Επιστήμονα
Το στεγαστικό πρόβλημα αποτελεί πλέον μία από τις πιο πιεστικές προκλήσεις για τη σύγχρονη Ελλάδα. Η αύξηση των τιμών στα ακίνητα, η εκτόξευση των ενοικίων, η έλλειψη διαθέσιμων κατοικιών και η στασιμότητα των εισοδημάτων έχουν δημιουργήσει ένα περιβάλλον που δυσκολεύει κυρίως τους νέους, τις οικογένειες και τους εργαζόμενους της μεσαίας τάξης. Η απόκτηση κατοικίας, κάποτε αυτονόητο όνειρο για την ελληνική κοινωνία, έχει μετατραπεί σε ένα δύσκολο εγχείρημα. Το ερώτημα δεν είναι πλέον αν υπάρχει στεγαστική κρίση αλλά πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί με ρεαλιστικό και αποτελεσματικό τρόπο για την χώρα μας.
Πρώτον, πρέπει να αναγνωριστούν οι βασικές αιτίες. Η καθυστέρηση στην έκδοση οικοδομικών αδειών, η γραφειοκρατία, η ελάχιστη παραγωγή νέων κατοικιών λόγω της οικονομικής κρίσης μετά το 2010 και για περισσότερο από μια δεκαετία, η επενδυτική πίεση σε περιοχές υψηλής ζήτησης, η εκτίναξη των βραχυχρόνιων μισθώσεων και η αύξηση του κόστους κατασκευής έχουν συρρικνώσει την προσφορά. Την ίδια ώρα, η ζήτηση έχει παραμείνει σταθερή ή και αυξημένη ανά περιοχές, δημιουργώντας ένα από τα πιο στρεβλά housing markets της Ευρώπης.
Η λύση στο στεγαστικό δεν μπορεί να είναι μία. Απαιτείται συνδυασμός άμεσων πολιτικών που θα στοχεύουν τόσο στην αύξηση της προσφοράς όσο και στη θωράκιση των πολιτών. Ένα πρώτο μεγάλο βήμα θα ήταν η επιτάχυνση επιτέλους των αργών οικοδομικών διαδικασιών μέσω μιας άμεσης και πραγματικής ψηφιοποίησης, ενιαίων κανόνων και κατάργησης των γραφειοκρατικών εμποδίων που καθυστερούν την έκδοση αδειών.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να καλύψει το στεγαστικό κενό χωρίς την παραγωγή νέων κατοικιών με πιο γρήγορους ρυθμούς αλλά και σταθερό νομοθετικό-πολεοδομικό πλαίσιο παντού.
Δεύτερο, απαιτείται ενεργή στεγαστική πολιτική: κίνητρα σε νέους για αγορά πρώτης κατοικίας, προγράμματα ανακαίνισης και αξιοποίησης των κενών διαμερισμάτων, αλλά και στοχευμένες συνεργασίες με τον ιδιωτικό τομέα για τη δημιουργία προσιτών κατοικιών (affordable housing). Στην Ευρώπη, τέτοια μοντέλα λειτουργούν με επιτυχία, μειώνοντας σημαντικά τις τιμές ενοικίων σε πιεσμένες περιοχές και η κυβέρνηση ήδη δείχνει με τις πρωτοβουλίες της να το έχει καταλάβει.
Τρίτον, η αγορά χρειάζεται εξορθολογισμό.
Η υπερσυγκέντρωση ακινήτων σε βραχυχρόνιες μισθώσεις πρέπει να αντιμετωπιστεί με ισορροπία, όχι με τιμωρία. Ρυθμίσεις που δεν πλήττουν τον μικρό ιδιοκτήτη αλλά περιορίζουν τη μαζική εμπορευματοποίηση ολόκληρων πολυκατοικιών μπορούν να ανακουφίσουν την αγορά μακροχρόνιας μίσθωσης και να αυξήσουν τη διαθέσιμη προσφορά.
Τέλος, καμία στεγαστική πολιτική δεν μπορεί να πετύχει χωρίς οικονομική σταθερότητα, αύξηση εισοδημάτων και στήριξη από το τραπεζικό σύστημα με χαμηλότοκα δάνεια για αγορά κατοικίας. Οι πολίτες πρέπει να μπορούν να αντέξουν οικονομικά ένα σπίτι, είτε μέσω αγοράς είτε μέσω ενοικίασης. Η σύνδεση στεγαστικών πολιτικών με τη γενικότερη αναπτυξιακή στρατηγική της χώρας είναι μονόδρομος.
Το στεγαστικό πρόβλημα σίγουρα δεν μπορεί να λυθεί από τη μια μέρα στην άλλη. Ωστόσο, με στοχευμένες παρεμβάσεις, με τη συνεργασία όλων των φορέων του κράτους, της τοπικής αυτοδιοίκησης, της αγοράς αλλά και με τόλμη και καινοτομία στις μεταρρυθμίσεις, η Ελλάδα μπορεί να επαναφέρει την κατοικία εκεί όπου πρέπει να βρίσκεται: στο κέντρο μιας αξιοπρεπούς και βιώσιμης ζωής για όλους.


