Toυ Στέφανου Χατζηστεφάνου (Stefanos Hatzistefanou)
Το περιμέναμε έναν ολόκληρο χρόνο. Το πανηγύρι του Αιγιαννιού ήταν το μεγαλύτερο γεγονός της χρονιάς στη Βούλα για μικρούς αλλά και μεγάλους. Της Βούλας των παιδικών μου χρόνων που πέρασαν ανεπίστρεπτα αλλά άφησαν γλυκές αναμνήσεις και θύμησες παλιές. Δύο μέρες που άλλαζαν τη ζωή μας μέσα στην καλοκαιρινή ραστώνη των διακοπών.
Πρώτα απ όλα μια δυο μέρες πριν, ερχόταν και έστηνε το «Μέγα Λούνα Παρκ» ένας συμπαθητικός παππούς πίσω από την εκκλησία. Ένα γύρω γύρω με αυτοκινητάκια, ζωάκια, ποδήλατα για τους μικρότερους και τις περιβόητες βαρκούλες για όσους είχαν δύναμη να τραβήξουν τα σχοινιά και να πλέουν σε πελάγη ευτυχίας όταν πετούσαν ψηλά και πιο ψηλά από τους άλλους. Δεν θυμάμαι το τίμημα, κάποιες δραχμές, αλλά όσο πιο τακτικός πελάτης ήσουν τόσο ο χρόνος παραμονής στις κούνιες μεγάλωνε.
Απαραίτητο γευστικό must το «Μαλλί της γριάς» Ποιος θα το φάει πιο γρήγορα χωρίς να κολλήσει από την αραχνοΰφαντη ζάχαρη, πράγμα δύσκολο έως και ακατόρθωτο.
Περιμέναμε πότε θα στηθούν οι πάγκοι για να πάμε να δούμε και να ξαναδούμε, να διαλέξουμε και να ξανά διαλέξουμε που θα ακουμπούσαμε το χαρτζιλίκι που είχαμε μαζέψει σχεδόν ένα χρόνο. Τραινάκια που σφύριζαν, όπλα, αυτοκίνητα που αναβόσβηναν φώτα, κούκλες που ανοιγόκλειναν τα μάτια τους, κουζινικά, βραχιόλια και δαχτυλίδια από λεπτό μπρούτζινο σύρμα με πολύχρωμες χάντρες φάνταζαν στα μάτια μας σαν τους θησαυρούς από την σπηλιά του Αλαντίν. Εκτός από τα παιχνίδια ώρες έπιανε το χάζεμα στον πάγκο με τα βιβλία. Όλοι οι ήρωες γνωστοί και άγνωστοι περίμεναν με τα πολύχρωμα εξώφυλλα τους. Ήταν όλοι εκεί, μπροστά στα μάτια μας, ο Κόμης Μοντεχρήστος δίπλα στην Πολυάννα, ο Ροβινσώνας Κρούσος σε παράταξη με την Τζέιν Ειρ οι Άθλιοι με τους άθλους του Ηρακλέους και τόσα άλλα.
Την παραμονή πήγαινα από νωρίς στην εκκλησία να πιάσω θέση. Όχι σε στασίδι φυσικά αλλά να γίνω παπαδάκι για την ώρα της περιφοράς της ανθοστόλιστης μεγάλης ασημένιας εικόνας του Αγίου στους δρόμους της πόλης μας. Κρατούσα το εξαπτέρυγο ή το φαναράκι που είχα εξασφαλίσει με καμάρι και περισσή περηφάνια. Μπάντα του στρατού ή της αστυνομίας προπορευόταν χαρίζοντας με τις νότες την πρέπουσα μεγαλοπρέπεια στο νόημα της ημέρας. Γιόρταζε ο Άγιος της πόλης μας ο Άγιος της γειτονιάς μας ο δικός μας Άγιος. Εμείς με τα λάβαρα, τα εξαπτέρυγα, τις λαμπάδες μπροστά, μετά η Εικόνα στα χέρια των μεγαλυτέρων φρουρούμενη μερικές φορές και από άγημα στρατού, πίσω ο κλήρος με πρωτεργάτη τον εφημέριο του Ναού, τον Αγαπημένο και Πατέρα όλων μας παπα-Παναγιώτη με τους ψάλτες και πίσω, η εξουσία και πλήθος κόσμου που ακολουθούσε την καθιερωμένη διαδρομή. Εκκλησία, Κεντρική Πλατεία αριστερά στη Διγενή. Αριστερά στη Σμύρνης για να συνεχίσει στην Ξενοφώντος και να κατέβει από Αθηνάς στην Βασ Παύλου μέχρι την επιστροφή στην Εκκλησία.
Και μετά αυτό που περιμέναμε με λαχτάρα, τα φωτεινά και πολύχρωμα πυροτεχνήματα που έκαναν την ζεστή Αυγουστιάτικη νύχτα να γίνεται μέρα. Τελείωνε η εκκλησία και άρχιζαν τα όργανα. Τα μαγαζιά της πλατείας έφερναν ορχήστρες με τραγουδιστές. Ποιος είχε τα μεγαλύτερα ηχητικά για να καλύψει τον άλλον. Ένα ηχητικό πανδαιμόνιο που κρατούσε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες ενοχλητικό μεν αλλά και διασκεδαστικό.
Άλλες χρονιές σε εξέδρα που στηνόταν στο μέσο της πλατείας, μπροστά στη Βιολέτα, έφερναν διάφορα προγράμματα από την Κοινότητα. Τα χορευτικά της Δώρα Στράτου πέρασαν και άφησαν στα μάτια μου μια Ελλάδα που δεν γνώριζα με αποκορύφωμα τον χορό του ανάπηρου σφουγγαρά της Καλύμνου. Εικόνες και ήχοι που έχουν γραφτεί στον σκληρό του μυαλού και δεν παίρνουν delete.
Ανήμερα μετά την αρτοκλασία γινόταν μάχη ποιος θα έπαιρνε το μεγαλύτερο κομμάτι άρτου με την άσπρη ζάχαρη άχνη και την κανέλα. Και μετά τρέχαμε ξανά στις κούνιες ή πηγαίναμε να δούμε πάλι το τραινάκι ή να ξεφυλλίσουμε τα βιβλία, προσέχοντας όμως τα καινούρια μας ρούχα που μας αγόραζαν για να τα φορέσουμε στο πανηγύρι.
Ήταν δύο μέρες διαφορετικές από όλες τις άλλες μέσα στο χρόνο. Η κατάφωτη εκκλησία; η λαμπρότητα της γιορτής; τα παιχνίδια; οι κούνιες; το καλοκαίρι; η παιδική μας αφέλεια; Ίσως όλα μαζί συντελούσαν να γίνεται πράξη ο σοφή ρήση του λαού μας ότι «Κάθε μέρα δεν είναι του Αιγιαννιού»
Σήμερα 28 Αυγούστου εν έτη 2014 γύρισα από την εκκλησία και το «πανηγύρι». Δεν θα σχολιάσω θα αρκεστώ μόνο να πω ότι κάναμε- κάνανε «του Αιγιαννιού σαν κάθε μέρα»
Πριν 50 χρόνια πλατεία Βούλας
Στο Πανηγύρι τ Αη Γιαννιού …
Μια φωτογραφία ντοκουμέντο για την ιστορία της πόλης μας, Η σκηνή – πάλκο είναι έτοιμη για τις εορταστικές εκδηλώσεις που οργάνωνε η τότε Κοινότητα Βούλας την παραμονή της εορτής του Αγίου Ιωάννου στην κεντρική πλατεία. Μπροστά από τον κινηματογράφο Βιολέττα εκεί που σήμερα βρίσκεται το K Grill Αριστερά βλέπουμε το καφενείο του κου Αντώνη Μάντεση σήμερα Χωριάτικο, ενώ σε πρώτο πλάνο δεξιά το περίπτερο του κου Αριστείδη Βήχου. Η φωτογραφία τέλος δεκαετίας 60 αρχές 70 ανήκει στην συλλογή της κας Zetta Dalle που μου παραχώρησε ευχαρίστως.
“… Άλλες χρονιές σε εξέδρα που στηνόταν στο μέσο της πλατείας, μπροστά στη Βιολέτα, έφερναν διάφορα προγράμματα από την Κοινότητα. Τα χορευτικά της Δώρα Στράτου πέρασαν και άφησαν στα μάτια μου μια Ελλάδα που δεν γνώριζα με αποκορύφωμα τον χορό του ανάπηρου σφουγγαρά της Καλύμνου. Εικόνες και ήχοι που έχουν γραφτεί στον σκληρό του μυαλού και δεν παίρνουν delete….”
Πηγή: eustathia.efipatsaki.5 / notia.gr