Γερμανικό τανκ στους δρόμους της Αθήνας, κατά την περίοδο της Κατοχής. Πηγή φωτογραφίας: Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο elia.org.gr), Δημιουργός: Πρακτορείο Ηνωμένων Φωτορεπόρτερ.
Όλοι ξέρουμε τι έγινε στο κέντρο της Αθήνας κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Ποια ήταν όμως η κατάσταση εκείνη την εποχή στα νότια της πόλης;
Πείνα και αγώνας για επιβίωση. Επιτάξεις δημόσιων κτιρίων και σπιτιών. Εκτελέσεις αντιστασιακών. Βομβαρδισμοί και αεροπλάνα που νόμιζες ότι περνούν ακριβώς πάνω από το κεφάλι σου, καθώς το -υπό κατασκευή ακόμα, αλλά στρατηγικής σημασίας ήδη- αεροδρόμιο του Ελληνικού ήταν μια ανάσα μακριά. Έτσι έζησαν τα νότια προάστια τη φρικτή περίοδο της γερμανικής κατοχής.
Η Νέα Σμύρνη προπύργιο Εθνικής Αντίστασης στην Κατοχή
Με την κατάληψη της Ελλάδας τον Απρίλιο του 1941, οι Γερμανοί έφτασαν και στη Νέα Σμύρνη. Όπως έγινε και σε άλλες περιοχές, κατέλαβαν σημαντικά σημεία της, όπως το Άλσος, το γήπεδο του Πανιωνίου αλλά και ο περίβολος της εκκλησίας της Αγίας Φωτεινής, τα οποία μετέτρεψαν σε στρατώνες. Το Ιωσηφόγλειο Ορφανοτροφείο (που έμελλε να επαναλειτουργήσει ως Ορφανοτροφείο μετά την απελευθέρωση, στεγάζοντας τα ορφανά του πολέμου), το Ελληνικό Εκπαιδευτήριο του Νεσλιχανίδη και η κλινική Κυανούς Σταυρός στέγασαν στρατιωτικά νοσοκομεία των κατοχικών δυνάμεων. Σπίτια ιδιωτών και δημόσια κτήρια, κυρίως κατά μήκος της λεωφόρου Συγγρού και της οδού Αιγαίου, επίσης επιτάχθηκαν.
Οι Γερμανοί αντιμετώπιζαν -σε όλες τις χώρες που κατέλαβαν- τα παραγόμενα προϊόντα ως λάφυρα πολέμου. Τρόφιμα και πρώτες ύλες απαραίτητες για την επιβίωση του πληθυσμού κατάσχονταν για τις ανάγκες του γερμανικού στρατού και του γερμανικού πληθυσμού του Γ΄ Ράιχ. Έτσι τα τρόφιμα άρχισαν να λιγοστεύουν, και ήδη από το καλοκαίρι του 1941 σημειώθηκαν οι πρώτοι θάνατοι από υποσιτισμό. Τον χειμώνα της ίδιας χρονιάς οι νεκροί πολλαπλασιάστηκαν εξαιτίας της πείνας αλλά και του κρύου. Στις συνεδριάσεις τους, οι τοπικοί άρχοντες της Νέας Σμύρνης, σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία που παραθέτει σήμερα ο Δήμος στην ιστοσελίδα του, συζητούσαν μεταξύ άλλων τρόπους για την περισυλλογή των νεκρών από τους δρόμους.
Το καλοκαίρι του 1941 παρατηρήθηκαν και τα πρώτα περιστατικά οργανωμένης αντιστασιακής δράσης στη Νέα Σμύρνη. Τότε ήταν που δημιουργήθηκε το πρώτο γραφείο της Κομματικής Οργάνωσης Βάσης του ΚΚΕ Νέας Σμύρνης από τους Δημήτρη Χατζηγεωργιάδη, Μάρω Στάμου και Όμηρο Κουνουπιώτη. Στις 27 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου συγκροτήθηκε το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), ενώ τον Φεβρουάριο του 1942 συγκροτήθηκε το ΕΑΜ Νέων όπου συμμετείχαν πολλοί νέοι της Νέας Σμύρνης.
Τον Μάιο συγκροτήθηκε η πρώτη ομάδα του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ) στη Νέα Σμύρνη. Η Νέα Σμύρνη ήταν από τις συνοικίες όπου η συμμετοχή στον ΕΛΑΣ. ήταν μαζική – στο απόγειό του ο ΕΛΑΣ Νέας Σμύρνης έφτασε τους 1.340 μαχητές. Η δράση των αντιστασιακών οργανώσεων δεν έμεινε βέβαια ατιμώρητη από τους Ναζί: Στις 5 Ιανουαρίου 1944 Γερμανοί και ταγματασφαλίτες προσπάθησαν να πιάσουν δεκαεπτά ελασίτες στον Φάρο Νέας Σμύρνης. Ο υπεύθυνος του ΕΛΑΣ Φάρου, Σπύρος Αλεβίζος, ταμπουρώθηκε στο σπίτι του, στη γωνία των οδών Αρτάκης και Βασ. Γεωργίου, και σκοτώθηκε πολεμώντας. Το σπίτι έμεινε γνωστό ως το «κάστρο του Αλεβίζου». Έντεκα αγωνιστές της Αντίστασης σκοτώθηκαν συνολικά εκείνη τη μέρα.
Το ιστορικό μπλόκο του Φάρου Νέας Σμύρνης (πρακτικά, το δεύτερο, μετά από εκείνο της 5ης Ιανουαρίου) έγινε μερικούς μήνες αργότερα, στις 9 Αυγούστου του 1944, και βάφτηκε στην κυριολεξία με αίμα: Η περιοχή κυκλώθηκε από γερμανικά στρατεύματα και οι κατακτητές κάλεσαν όλους τους άνδρες ηλικίας από 16 έως 60 ετών να παρουσιαστούν σε διάφορα σημεία της ευρύτερης περιοχής, μεταξύ των οποίων ο Φάρος. Στο σημείο αυτό, όπου σήμερα έχει ανεγερθεί μνημείο από τον Δήμο Νέας Σμύρνης, Γερμανοί και Ταγματασφαλίτες, υπό τις οδηγίες καταδοτών, εκτέλεσαν 114 άντρες από διάφορες αντιστασιακές οργανώσεις. «Στον ιερό αυτό χώρο που λέγεται Πλατεία Εθνικής Αντίστασης “Φάρου”, στις 9 Αυγούστου του 1944 οι Γερμανοί κατακτητές εκτέλεσαν 114 Έλληνες πατριώτες. Ας είναι η μνήμη τους αιωνία» αναφέρει η επιγραφή του μνημείου.
Εκτός από όσους εκτελέστηκαν επιτόπου, πολλοί από τους συγκεντρωμένους στο μπλόκο οδηγήθηκαν στη συνέχεια στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Χαϊδάρι (με την πομπή να διασχίζει κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, ώστε να λειτουργήσει «παραδειγματικά» για το πλήθος κόσμου που παρακολουθούσε) και από εκεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία ή στις φυλακές Αβέρωφ και Χατζηκώνστα.
Το αεροδρόμιο του Ελληνικού στην Κατοχή
Το αεροδρόμιο του Ελληνικού είχε αρχίσει να κατασκευάζεται το 1938 στη περιοχή Χασάνι απο τον αρχιτέκτονα – πολιτικό μηχανικό Νικόλαο Σαλβαρλή. Αρχικά, είχε διάδρομο προσγείωσης μήκους συνολικά 1.800 μέτρων. Η έναρξη του πολέμου και η Κατοχή που ακολούθησε, όμως, σταμάτησαν τις εργασίες. Κατά την περίοδο της Κατοχής, οι Γερμανοί το μετέτρεψαν σε βάση της Luftwaffe και θέλησαν να το επεκτείνουν. Το αρχηγείο της Luftwaffe ήταν µια επιταγμένη τριώροφη βίλα της ευρύτερης περιοχής, ενώ το προσωπικό διέµενε εκτός αεροδροµίου σε κατοικίες γειτονικών προαστίων.
Μεταξύ 1943 – 1944, τα αμερικανικά και βρετανικά βομβαρδιστικά που σφυροκοπούσαν γερμανικούς στόχους και υποδομές που χρησιμοποιούσαν οι κατοχικές δυνάμεις (με χαρακτηριστικότερο τον φονικό βομβαρδισμό του Πειραιά στις 11 Ιανουαρίου του ‘44) έβαλαν στο στόχαστρό τους επανηλειμμένα το αεροδρόμιο του Ελληνικού. Οι βομβαρδισμοί εναντίον του αεροδρομίου από τους Συμμάχους προκάλεσαν καταστροφές σε δρόμους και στους παρακείμενους οικισμούς (Σούρμενα, Αργυρούπολη, Γλυφάδα κ.ά.) αλλά και πολλά θύματα.
Το Καλαμάκι ένα απέραντο στρατόπεδο στην Κατοχή
Κατά τη διάρκεια της κατοχής, το Καλαμάκι (που είχε αναγνωριστεί ως αυτόνομη κοινότητα το 1927) ήταν ένα απέραντο στρατόπεδο, καθώς ήταν κοντά στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Πολλές κατοικίες, κυρίως βίλες, επιτάχθηκαν για να μένουν Γερμανοί αξιωματικοί αλλά και να εγκατασταθούν διάφορες υπηρεσίες. Το στρατηγείο των Γερμανών λειτουργούσε από την επιταγμένη οικία Τόγκλη (ανατολικά του γηπέδου ΣΟΚ). Οι φρουροί είχαν τη βάση τους στην οικία Σταμούλη (βόρεια του αεροδρομίου), ενώ η οικία Υφαντίδη (κοντά στην παραλία) λειτουργούσε ως παρατηρητήριο από τους Ιταλούς.
Η Γλυφάδα αποκομμένη από την Αθήνα στα χρόνια της Κατοχής
Πριν από τον Πόλεμο, η Γλυφάδα, όπως και οι περισσότερες περιοχές των νοτίων προαστίων, αποτελούσαν μέρη παραθερισμού. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, η εξέλιξή της σε κοσμοπολίτικη λουτρόπολη ανακόπηκε, οι Γερμανοί επίταξαν τα περισσότερα παραθεριστικά σπίτια και εγκατέστησαν σε αυτά αξιωματικούς αλλά και απλούς στρατιώτες, ενώ οι συγκοινωνίες με το κέντρο της Αθήνας διακόπηκαν. Έτσι, η απομακρυσμένη Γλυφάδα απομονώθηκε από την υπόλοιπη Αθήνα – μια απομόνωση που λειτούργησε σε έναν βαθμό προστατευτικά για τους κατοίκους, αφού οι αγριότητες των Γερμανών υπήρξαν περιορισμένες σε σχέση με άλλες περιοχές, ενώ οι μεγάλες εκτάσεις βοσκής και καλλιέργειας αποδείχτηκαν σωτήριες για τους κατοίκους της περιοχής την περίοδο του εφιαλτικού μεγάλου λιμού.
Υπήρξαν ωστόσο πολλά θύματα εξαιτίας των βομβαρδισμών που προαναφέρθηκαν, στο υπό κατασκευή ακόμα αεροδρόμιο του Ελληνικού. Τα βομβαρδιστικά αεροσκάφη κατέστρεψαν ολοσχερώς και την πλαζ των Αστεριών Γλυφάδας. Το ίδιο και τη συνοικία του Βοσπόρου, που καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς των αγγλικών αεροπλάνων.
Η παντελής έλλειψη συγκοινωνίας και οι κατεστραμμένοι από τους βομβαρδισμούς δρόμοι οδήγησαν μάλιστα τους Γλυφαδιώτες στη διεκδίκηση και σύσταση γυμνασίου. Το Πρώτο Γυμνάσιο Γλυφάδας ξεκίνησε να λειτουργεί το 1943. Μέχρι τότε τα παιδιά πήγαιναν στο Γυμνάσιο Παλαιού Φαλήρου. Το σχολείο στεγάστηκε σε μία ξύλινη παράγκα πίσω από την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου (η ανέγερση της οποίας είχε ήδη ξεκινήσει από τον Μάιο του 1935 – αν και τελικά αποπερατώθηκε και εγκαινιάστηκε μετά τον πόλεμο).
Στην περιοχή της Γλυφάδας, όπως και σε εκείνη της Βούλας, υπήρχαν υπόγεια αντιαεροπορικά καταφύγια, τα οποία σώζονται – παραμελημένα, αλλά σχεδόν άθικτα – μέχρι σήμερα. Εκείνο της Γλυφάδας βρίσκεται σύμφωνα με τον συγγραφέα και ερευνητή Κωνσταντίνο Κυρίμη σε ιδιωτική περιοχή, μέσα σε μικρό δάσος, ενώ εκείνο της Βούλας, που είναι κατασκευασμένο με πανομοιότυπο τρόπο, βρίσκεται στα υπόγεια του ΠΙΚΠΑ Βούλας.
Στη Γλυφάδα, επί της οδού Λαμπράκη, στη συμβολή με τη Λ.Βουλιαγμένης (στη νησίδα που δημιουργείται με την οδό Γιαρμενίτου) σώζεται ακόμα -εγκαταλελειμμένο και ξεχασμένο κι αυτό- γερμανικό πολυβολείο. Πολυβολεία σώζονται όμως μέχρι σήμερα και στη Βουλιαγμένη και στη Βάρκιζα. Όπως αναφέρει ο ιστορικός Μενέλαος Χαραλαμπίδης, σε ολόκληρη την ακτογραμμή περιμετρικά της Αττικής οι γερμανικές αρχές κατοχής κατασκεύασαν εκατοντάδες μικρά αλλά και μεγαλύτερα πολυβολεία, με στόχο την οχύρωση της πρωτεύουσας από τυχόν αποβατική επιχείρηση των συμμάχων.
Πηγή: noupou.gr