Την άνοιξη του 2020, μέσα στην πρώτη καραντίνα, ο κινεζικός ΟΛΠ πέταξε στον Σαρωνικό ρυπασμένα με βαρέα μέταλλα απόβλητα, συνεχίζοντας μια πρακτική που είχε ξεκινήσει ο κρατικός ΟΛΠ πριν από μερικά χρόνια. Κατόπιν εορτής, το υπουργείο Περιβάλλοντος επανεξετάζει την άδεια που το ίδιο έδωσε, αλλά αρνείται να διερευνήσει τις επιπτώσεις στη δημόσια υγεία.
«Στις 31 Μαρτίου έβαλαν τις σημαδούρες, έφεραν τους γερανούς, έβγαζαν και πετούσαν. Αυτό γινόταν τότε. Κάθε μέρα και μέχρι αργά τη νύχτα, πολλές φορές και μέσα στη νύχτα, έσκαβαν, γέμιζαν φορτηγίδες και τα πετούσαν μεταξύ Αίγινας και Σαλαμίνας…»
Η παιδίατρος Δήμητρα Βήνη είναι μία από τους κατοίκους της Πειραϊκής – επίσης κοινοτική σύμβουλος και ακτιβίστρια – που παρακολουθούσαν με έντονη ανησυχία την άνοιξη του 2020 τις εργασίες που ξεκίνησαν μπροστά στην πόρτα τους, στην άκρη της ακτής Θεμιστοκλέους. Οι εργασίες αφορούσαν το πολυδιαφημισμένο έργο του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς, της άλλοτε κρατικής εταιρείας που από το 2016 βρίσκεται υπό τον πλήρη έλεγχο της κινεζικής Cosco: τη λεγόμενη Νότια Επέκταση του Επιβατικού Λιμένα Πειραιώς ή, πιο απλά, την προβλήτα κρουαζιέρας.
Το έργο θα εξασφάλιζε, σε πρώτη φάση δύο νέες θέσεις πολύ μεγάλων κρουαζιερόπλοιων και όταν ολοκληρωνόταν η δεύτερη και τελευταία φάση του, τον ελλιμενισμό συνολικά έξι πολύ μεγάλων κρουαζιερόπλοιων, άνω των 350 μέτρων, στο νότιο άκρο της Πειραϊκής ακτής.
Τις ανησυχίες των Πειραιωτών είχε πυροδοτήσει ο τρόπος με τον οποίο έγινε βυθοκόρηση του λιμανιού για λογαριασμό του ΟΛΠ, με άλλα λόγια η εκβάθυνση του λιμανιού προκειμένου να μπουν τα θεμέλια του νέου έργου. Οι φορτηγίδες πήραν τα προϊόντα της βυθοκόρησης, τις λάσπες δηλαδή από τον πυθμένα της εξωτερικής πλευράς του λιμενοβραχίονα της ακτής Θεμιστοκλέους του Πειραιά, εκεί όπου κατακάθονται σε βάθος χρόνου όλα τα ρυπασμένα απόβλητα του πειραϊκού βυθού, και τα έριξαν χύδην σε θαλάσσια περιοχή στα ανοιχτά του Σαρωνικού κόλπου. Πρόκειται, όπως όλα δείχνουν, για το μεγαλύτερο μέρος μιας ποσότητας συνολικά 293.000 κυβικών μέτρων (με βάση την άδεια απόρριψης του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά) με ιδιαιτέρως υψηλές συγκεντρώσεις σε βαρέα μέταλλα.
Το γεωγραφικό στίγμα της περιοχής της απόρριψης βρίσκεται μεταξύ Σαλαμίνας, Αίγινας και των Φλεβών, των μικρών νησιών απέναντι από την ακτή της Βουλιαγμένης. Στην ίδια, δηλαδή, θαλάσσια έκταση όπου αλωνίζουν τα αλιευτικά σκάφη, που προμηθεύουν με ψάρια και οστρακοειδή τις ψαραγορές των νησιών και της Αθήνας.
Χρησιμοποιώντας την εφαρμογή του Global Fishing Watch για τη δραστηριότητα των αλιευτικών σκαφών, εστιάσαμε γεωγραφικά στην περιοχή όπου έγινε η απόρριψη από την COSCO (κόκκινο παραλληλόγραμμο) και χρονικά στην περίοδο μετά την απόρριψη των αποβλήτων από την COSCO (Απρίλιος 2020 – Απρίλιος 2021). Όπως φαίνεται από τον χάρτη, πρόκειται για περιοχή με έντονη αλιευτική δραστηριότητα. Χάρτης: Mauricio Reyes Cardoso / Global Fishing Watch
Το χειρότερο όμως απ’ όλα είναι πως η συγκεκριμένη ενέργεια έγινε με την άδεια των αρμοδίων φορέων της Πολιτείας: Του υπουργείου Περιβάλλοντος καθώς και του υπουργείου Ναυτιλίας, της Περιφέρειας Αττικής και του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά.
Στις 2 Απριλίου 2021, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας εξέτασε τις δύο προσφυγές που είχαν κατατεθεί ξεχωριστά από δύο ομάδες πολιτών του Πειραιά την άνοιξη του 2020, σχεδόν έναν χρόνο πριν, με το αίτημα της ακύρωσης της περιβαλλοντικής αδειοδότησης του έργου. Η απόφαση του ΣτΕ αναμένεται μέσα στο επόμενο διάστημα.
Ήδη λίγο καιρό μετά την κατάθεση των προσφυγών, στις 11 Ιουνίου του 2020, ο πρόεδρος του Ε’ Τμήματος του ΣτΕ διέταξε προσωρινή παύση στα έργα της Πειραϊκής. Στις 29 Ιουνίου 2020 το ΣτΕ διευκρίνισε ότι οι υπόλοιπες εργασίες μπορούν να συνεχιστούν αλλά απαγόρευσε οριστικά τις βυθοκορήσεις. Αυτή η απαγόρευση παραμένει σε ισχύ μέχρι την οριστική απόφαση του ΣτΕ.
Με άλλα λόγια, από τις 31 Μαρτίου 2020, που ξεκίνησε το έργο, ως τις 11 Ιουνίου 2020, όταν το ΣτΕ αποφάσισε τη διακοπή του, οι βυθοκόροι, δηλαδή οι φορτηγίδες που ήταν εξοπλισμένες με το ειδικό «καρφί» που τρυπά το βυθό και τις «φαγάνες», συνέλεγαν καθημερινά ποσότητες, οι οποίες στη συνέχεια απορρίπτονταν στο Σαρωνικό.
Πηγή: Παρατηρητήριο Πειραϊκής
Υδράργυρος, μόλυβδος, νικέλιο, κάδμιο, αρσενικό
Πώς φτάσαμε στην περιβαλλοντική αδειοδότηση της απόρριψης στη μέση του Σαρωνικού κόλπου; Προκειμένου να εγκριθεί η θαλάσσια «εναπόθεση», όπως ονομάζεται, πρέπει να προηγηθούν μετρήσεις της χημικής σύστασης των ιζημάτων του βυθού στην περιοχή της βυθοκόρησης.
Όπως μας πληροφόρησε το υπουργείο Περιβάλλοντος, απαντώντας σε σχετικό ερώτημα του Reporters United, υπεύθυνος να αναθέσει και να πληρώσει την εκτέλεση δειγματοληψίας από τις περιοχές των έργων και τη χημική ανάλυση των δειγμάτων είναι ο ίδιος ο φορέας του έργου (ΟΛΠ, δηλαδή η COSCO) ή ο ανάδοχος. Και όχι το ελληνικό δημόσιο ή κάποια ανεξάρτητη αρχή. Και μάλιστα με βάση την Κοινή Υπουργική Απόφαση Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων (ΑΕΠΟ) του έργου «Επενδυτικό, αναπτυξιακό πρόγραμμα ΟΛΠ Α.Ε.» της 17ης Μαΐου 2006, δηλαδή σύμφωνα με την αρχική περιβαλλοντική αδειοδότηση που έλαβε συνολικά το Master Plan του ΟΛΠ όταν ακόμα ο ΟΛΠ ήταν υπό κρατικό έλεγχο και επομένως αφορά όλα τα αντίστοιχα έργα στο λιμάνι.
«Είναι δυνατή η θαλάσσια απόρριψή τους [των βυθοκορημάτων] χωρίς να προκαλούν απολύτως κανένα πρόβλημα ρύπανσης».
Καθηγήτρια Αγγελική Μουτσάτσου, τεχνική μελέτη ΕΜΠ, Ιανουάριος 2018
Στο έργο της προβλήτας κρουαζιέρας, η τεχνική εταιρεία «Domos Design Laboratory ΙΚΕ-Feron Techniki», διαχειρίστρια και μελετήτρια των έργων της ΟΛΠ ΑΕ, ανέθεσε τη δειγματοληψία και τις χημικές αναλύσεις των βυθοκορημάτων της Πειραϊκής στο Εργαστήριο Ανόργανης και Αναλυτικής Χημείας του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου υπό την επιστημονική εποπτεία της ομότιμης καθηγήτριας Αγγελικής Μουτσάτσου. Στην τεχνική μελέτη που εξέδωσε τον Ιανουάριο του 2018, η καθηγήτρια κατέληξε στο συμπέρασμα πως «είναι δυνατή η θαλάσσια απόρριψή τους χωρίς να προκαλούν απολύτως κανένα πρόβλημα ρύπανσης».
Το σκεπτικό ήταν πως οι δοκιμές εκπλυσιμότητας που έγιναν στα δείγματα, δηλαδή η έκπλυσή τους με διαφορετικά μείγματα υγρών προκειμένου να διαπιστωθεί σε ποιό βαθμό είναι δυνατή η διαρροή, αποδείκνυαν πως τα βαρέα μέταλλα τα οποία περιέχονται σε αυτά δεν κινδυνεύουν να διαφύγουν στο περιβάλλον. Το Reporters United επικοινώνησε με την καθηγήτρια μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας χωρίς να έχει λάβει μέχρι σήμερα κάποια απάντηση.
Ολόκληρη η τεχνική μελέτη του εργαστηρίου της καθηγήτριας Μουτσάτσου διαθέσιμη εδώ.
Αν ανατρέξει κανείς στην ίδια ΚΥΑ του 2006, που αποτελεί και την αρχική περιβαλλοντική αδειοδότηση του έργου, θα δει πως τότε, στην προ-COSCO εποχή, ο νομοθέτης ορίζει αυτήν ακριβώς τη μεθοδολογία για την ανάλυση των βυθοκορημάτων των έργων του ΟΛΠ. Στις δύο ανανεώσεις της συγκεκριμένης ΑΕΠΟ, που έγιναν το 2013 και το 2018, οι οποίες ενέταξαν το έργο προβλήτας κρουαζιέρας στην προϋπάρχουσα περιβαλλοντική αδειοδότηση, δεν υπήρξε καμία αλλαγή από πλευράς υπουργείου Περιβάλλοντος.
«…να εξεταστεί η περίπτωση περιορισμού της αλιευτικής δραστηριότητας με συρόμενα δίχτυα στη συγκεκριμένη θέση…»
Εισήγηση ΕΛΚΕΘΕ στο υπουργείο Περιβάλλοντος, 15 Ιουλίου 2020
Κύκλοι του υπουργείου υποστήριξαν πως η επιλογή αυτής της μεθοδολογίας, που βασίζεται σε απόφαση του Συμβουλίου της ΕΕ (2003/33/ΕΚ), θεωρήθηκε τότε ως ο μόνος τρόπος για να μπορέσει να καθοριστεί με ακρίβεια αν τα βυθοκορήματα ήταν επικίνδυνα ή όχι. Η συγκεκριμένη απόφαση του Συμβουλίου της ΕΕ καθορίζει σαφή όρια μεταξύ αδρανών, μη επικίνδυνων και επικίνδυνων αποβλήτων. Όμως αφορά στην υγειονομική ταφή των αποβλήτων, και όχι στην απόρριψή τους στη θάλασσα.
Κανονικά, συνεχίζουν πηγές του υπουργείου, η ελληνική Πολιτεία θα έπρεπε να έχει θεσπίσει εθνικά κριτήρια (τους λεγόμενους ΕΚΚΑΠ ή εθνικούς καταλόγους για τα κριτήρια αναφοράς), που θα υποδεικνύουν με σαφήνεια από ποιές τιμές συγκεντρώσεων των βαρέων μετάλλων στα βυθοκορήματα και επάνω δεν θα πρέπει να απορρίπτονται στη θάλασσα. Κάτι, που δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα.
Το να καθοριστεί αν ένα απόβλητο είναι επικίνδυνο ή όχι αλλάζει, όπως είναι προφανές, ριζικά τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει η διαχείρισή του. Αν ένα βυθοκόρημα βρεθεί ότι περιέχει ουσίες άνω των ορίων που έχουν θεσπιστεί και επομένως είναι δυνητικά επικίνδυνο για το οικοσύστημα, τότε η διαχείρισή του κοστίζει παραπάνω για τον φορέα υλοποίησης του έργου. Από το 2006 μέχρι σήμερα, εκτός από την κυρία Μουτσάτσου, και άλλοι μελετητές εφάρμοσαν τη συγκεκριμένη μέθοδο για να αναλύσουν δείγματα από τα βυθοκορήματα σε έργα του ΟΛΠ ΑΕ.
Βίντεο: Κωνσταντίνος Σταθιάς
Συνεπώς, το πιθανότερο είναι η μεθοδολογία αυτή να αποδειχθεί αναδρομικά επιζήμια για περισσότερα από ένα έργα στο λιμάνι. Το θέμα έχουν εγείρει επιστήμονες, το (υπό δημόσιο έλεγχο) Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ), ακτιβιστές και περιβαλλοντολόγοι.
Ο βιοχημικός Βασίλειος Τσελέντης, καθηγητής Θαλασσίου Περιβάλλοντος και επικεφαλής του Εργαστηρίου Θαλάσσιων Επιστημών του Πανεπιστημίου Πειραιώς, επεσήμανε το ζήτημα με επιστημονική ανακοίνωσή του στις 16 Ιουνίου 2020. Σε αυτήν εξηγεί γιατί οι δοκιμές εκπλυσιμότητας δεν ενδείκνυνται για την εναπόθεση των βυθοκορημάτων στο θαλάσσιο περιβάλλον.
«Σε σχέση με κάποια άλλα κριτήρια ή διεθνή πρότυπα, οι περιεκτικότητες (σε βαρέα μέταλλα) που είχαν τα ιζήματα που εξέτασε η κυρία Μουτσάτσου ήταν πολλές φορές επάνω. Προσπάθησαν με την εκπλυσιμότητα να πουν ότι ναι μεν υπάρχουν βαρέα μέταλλα, αλλά δεν “ξεπλένονται”, δεν βγαίνουν προς τα έξω. Αυτό είναι λάθος, γιατί δεν γίνεται έτσι μόνο η απελευθέρωση στο υδάτινο περιβάλλον. Είναι και η τοξικότητα μικροοργανισμών που υπάρχουν στη θάλασσα και μεταβολίζουν υλικό του βυθού και μπορούν να απελευθερώσουν τοξικές ουσίες».
Όταν ο καθηγητής Τσελέντης προχώρησε σε σύγκριση των τιμών στην Περαϊκή με πρότυπα άλλων κρατών, διαπίστωσε υπερβάσεις στην περιεκτικότητα των βυθοκορημάτων σε χρώμιο, νικέλιο, ψευδάργυρο, αρσενικό, κάδμιο, υδράργυρο και μόλυβδο.
Αλλά και το Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ), ο θεσμοθετημένος φορέας της Πολιτείας για την παρακολούθηση της ποιότητας των υδάτων, εισηγείται στο υπουργείο στις 15 Ιουλίου 2020, (όταν πλέον το ΣτΕ είχε σταματήσει τις απορρίψεις βυθοκορημάτων) την εφαρμογή στην περιοχή Προγράμματος Περιβαλλοντικής Παρακολούθησης για διάστημα το λιγότερο δύο χρόνων «για την ανίχνευση των πιθανών επιπτώσεων στο θαλάσσιο περιβάλλον καθώς και για την έγκαιρη διαπίστωση της ενδεχόμενης αναγκαιότητας λήψης μέτρων». Μέχρι αυτό να ολοκληρωθεί, συνιστά «να εξεταστεί η περίπτωση περιορισμού της αλιευτικής δραστηριότητας με συρόμενα δίχτυα στη συγκεκριμένη θέση». Το ΕΛΚΕΘΕ προτείνει επίσης στο υπουργείο την υιοθέτηση ενός προσωρινού ΕΚΚΑΠ για την αξιολόγηση των βυθοκορημάτων, βασισμένου στα πρότυπα Γαλλίας και Ιταλίας:
Απαγόρευση της αλιείας;
«Για ποιό λόγο να περιοριστεί η αλιευτική δραστηριότητα;» ρωτήσαμε τον Βασίλειο Καψιμάλη, διευθυντή ερευνών του Ινστιτούτου Ωκεανογραφίας του ΕΛΚΕΘΕ . «Υπάρχει πιθανότητα τα ψάρια να βιοσυσσωρεύσουν ρύπους, σε περίπτωση που τα υλικά αυτά είναι ρυπασμένα», απάντησε.
Συμπληρώνει ότι τα διεθνή πρωτόκολλα Λονδίνου και Βαρκελώνης για την προστασία της θάλασσας συστήνουν την αποφυγή επανατοποθέτησης των βυθοκορημάτων σε πεδία έντονης αλιευτικής δραστηριότητας, όπως είναι η συγκεκριμένη περιοχή στο Σαρωνικό.
«Υπάρχει πιθανότητα τα ψάρια να βιοσυσσωρεύσουν ρύπους, σε περίπτωση που τα υλικά αυτά είναι ρυπασμένα»
Βασίλης Καψιμάλης, διευθυντής ερευνών ΕΛΚΕΘΕ
Για τους κινδύνους για την αλιεία στην περιοχή, είχε προειδοποιήσει από το Μάιο 2020 ο Πανελλήνιος Σύλλογος Ιχθυολόγων Δημοσίου. Με βάση τα όσα είχε αναφέρει, στην ευρύτερη περιοχή Πειραιά και Νήσων ασκούν επαγγελματικά την αλιεία περίπου 750 σκάφη παράκτιας και μέσης αλιείας ενώ έχει την έδρα της η Ιχθυόσκαλα Κερατσινίου, λειτουργούν 20 μονάδες υδατοκαλλιέργειας και εδρεύουν 16 επιχειρήσεις εμπορίας και μεταποίησης αλιευτικών προϊόντων. Όλο αυτό το πλήθος των επαγγελματιών τροφοδοτεί με αλιεύματα όχι μόνο την Αττική, αλλά και περιφέρειες στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Η μελέτη της καθηγήτριας Μουτσάτσου, η οποία επέτρεψε την απόρριψη, φαίνεται πως έχει και άλλα προβλήματα. Σε αντίθεση με παρόμοιες τεχνικές μελέτες, επισημαίνει ο καθηγητής Τσελέντης, οι επιστήμονες δεν ανέλυσαν δείγματα από την περιοχή της απόρριψης, ώστε να αποδειχθεί το μέγεθος της μόλυνσης που θα προκαλέσουν σε αυτήν τα πολύ πιο ρυπασμένα βυθοκορήματα από το λιμάνι. Επίσης, δεν έκαναν αυτό που κάνουν άλλες μελέτες, οι οποίες ελλείψει ελληνικών ΕΚΚΑΠ (κριτηρίων αναφοράς / παρέμβασης για τις συγκεντρώσεις χημικών ρύπων στα βυθοκορήματα) συγκρίνουν τις μέσες τιμές περιεκτικότητας των δειγμάτων σε βαρέα μέταλλα με όσα ορίζουν τα διεθνή πρότυπα.
Όταν ο κ. Τσελέντης προχώρησε σε σύγκριση των τιμών αυτών με πρότυπα άλλων κρατών, διαπίστωσε υπερβάσεις στην περιεκτικότητα των βυθοκορημάτων σε χρώμιο, νικέλιο, ψευδάργυρο, αρσενικό, κάδμιο, υδράργυρο και μόλυβδο. Σε πολλές περιπτώσεις, οι τιμές ξεπερνούν τα όρια ERM (Effect Range-Median) των διεθνών προτύπων, τα όρια δηλαδή πάνω από τα οποία η τοξικότητα επηρεάζει το 65% των οργανισμών του βυθού και δημιουργεί σοβαρές και μη αναστρέψιμες βλάβες. Να σημειωθεί ότι διαφορετικές χώρες υιοθετούν διαφορετικά κριτήρια για το καθένα από τα στοιχεία αυτά.
Τί σημαίνουν οι υπερβάσεις αυτές; Ο μέσος όρος περιεκτικότητας των δειγμάτων σε υδράργυρο, για παράδειγμα, είναι 6 mg/kg (χιλιόγραμμα ανά κιλό). Όπως εξήγησε στο Reporters United ο χημικός Μιχάλης Λεοτσινίδης, Καθηγητής Υγιεινής και Διευθυντής του Εργαστηρίου Υγιεινής του Ιατρικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Πατρών, «το TEL (Threshold Effect Level) του υδραργύρου (δηλαδή ένας από τους δείκτες που χρησιμοποιούνται για να καθορίσουν την κατώτατη τιμή, πάνω από την οποία αρχίζουν να υπάρχουν παρενέργειες) είναι 0,13 αντίστοιχα, με βάση τα πρότυπα της Φλόριντα. Το 6 είναι 46 φορές επάνω».
Όπως εξηγεί ο καθηγητής Λεοτσινίδης, «υπάρχει περίπτωση [τα μέταλλα] να απελευθερωθούν από τον πυθμένα, να έχουμε δηλαδή μια επαναιώρηση των τοξικών στοιχείων, ανάλογα με τις οξειδοαναγωγικές συνθήκες (δηλαδή την έλλειψη ή περίσσεια οξυγόνου) και αυτά να υπεισέλθουν στην τροφική αλυσίδα. Εκεί, από τον ένα κρίκο στον άλλο υπάρχει βιοσυσσώρευση, δηλαδή καθώς γίνεται συγκέντρωση από τον μικρότερο προς το μεγαλύτερο κρίκο, η συγκέντρωση της τοξικής ουσίας μπορεί να αυξηθεί από 10 ως και 1.000.000 φορές. Με άλλα λόγια, ενώ μπορεί στο νερό να είναι μικρή η συγκέντρωση, για παράδειγμα ένα μικρογραμμάριο ανά λίτρο μπορεί από το πλαγκτόν στο ψάρι να φτάσει 1.000 ή και πολύ περισσότερα μικρογραμμάρια ανά κιλό».
«Κατ’ αρχάς δεν έχουμε στοιχεία για το τί θα προκαλέσουν τα βυθοκορήματα εκεί που θα πάνε. Όμως υπάρχουν υπερβάσεις στα κριτήρια αναφοράς. Επομένως, υπάρχει δυνητικά πιθανότητα πρόκλησης βλαβών και διατάραξης του οικοσυστήματος. Έχουμε δυνητική τοξικότητα για τον άνθρωπο», καταλήγει. Σύμφωνα με τον καθηγητή Λεοτσινίδη, «υπάρχει θέμα και γι’ αυτούς που έκαναν την ανάλυση και γι’ αυτούς που έδωσαν την άδεια (απόρριψης)».
Στο γράφημα, συγκρίνονται οι μέσες τιμές των συγκεντρώσεων βαρέων μετάλλων που εντοπίστηκαν από την καθηγήτρια Μουτσάτσου κατά τον έλεγχο των δειγμάτων, με τα εθνικά κριτήρια (ΕΚΚΑΠ) που πρότεινε το ΕΛΚΕΘΕ στο υπουργείο Περιβάλλοντος, ως τα πλέον κατάλληλα για να χρησιμοποιηθούν προσωρινά από τη χώρα μας (βασίζονται στα πρότυπα της Γαλλίας), μέχρι να θεσμοθετήσει τα δικά της εθνικά κριτήρια. Η σχετική εισήγηση έγινε κατόπιν αιτήματος από πλευράς υπουργείου Περιβάλλοντος προς το ΕΛΚΕΘΕ για γνωμοδότηση που αφορούσε συγκεκριμένα την περιβαλλοντική αδειοδότηση των έργων του ΟΛΠ.
Οι συγκεντρώσεις ξεπερνούν το ανώτατο όριο AL2 στα 6 από τα συνολικά 8 βαρέα μέταλλα, τα οποία ελέγχει η τεχνική μελέτη. Δηλαδή, στο χρώμιο, το αρσενικό, το κάδμιο, τον υδράργυρο, τον μόλυβδο και τον χαλκό. Σε ένα έβδομο, το νικέλιο, η συγκέντρωση βρίσκεται μεταξύ μέσης και ανώτερης τιμής, ενώ η περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο βρίσκεται εντός των αποδεκτών τιμών, με βάση τα συγκεκριμένα πρότυπα.
Σύμφωνα με το ΕΛΚΕΘΕ, όταν «η συγκέντρωση ενός ή περισσοτέρων ρύπων είναι πάνω από το AL2, το υλικό αυτό δεν επιτρέπεται να διατεθεί ελεύθερα στη θάλασσα και υπόκειται σε περιορισμό (επικάλυψη/ενταφιασμό), επεξεργασία ή διαχείριση επί της ξηράς».
Τέτοιες υπερβάσεις, ενίοτε και υψηλότερες, διαπιστώνει κανείς αν ανατρέξει στα διεθνή πρότυπα που χρησιμοποίησε ως μέτρο σύγκρισης ο καθηγητής Βασίλειος Τσελέντης. Για παράδειγμα, με βάση τους ολλανδικούς κανονισμούς, η περιεκτικότητα σε αρσενικό των δειγμάτων βυθοκορημάτων που αναλύθηκαν ξεπερνούν το όριο των επικίνδυνων αποβλήτων.
Γιατί λοιπόν δόθηκε η άδεια απόρριψης τον Μάρτιο του 2020; Το υπουργείο Περιβάλλοντος απάντησε σε σχετικό ερώτημα του Reporters United πως το έργο της νότιας προβλήτας κρουαζιέρας έχει αδειοδοτηθεί ήδη από το 2013. Η αδειοδότηση δόθηκε, αφού ο ΟΛΠ υπέβαλε το 2011 Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) στη Διεύθυνση Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης (ΔΙΠΑ) του Υπουργείου Περιβάλλοντος.
Διαβάστε όλη την απάντηση του υπ. Περιβάλλοντος στο Reporters United εδώ.
Ζητήσαμε από το υπουργείο Περιβάλλοντος τη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων του 2011. Διαπιστώσαμε ότι παρότι η μελέτη πραγματοποιήθηκε για την επέκταση του λιμανιού του Πειραιά στη νότια πλευρά για τις ανάγκες της κρουαζιέρας, περιλαμβάνει μόνο χημικές αναλύσεις βυθοκορημάτων που προέρχονται από το κεντρικό λιμάνι και έγιναν για ένα ξεχωριστό έργο (τη βυθοκόρηση του Κεντρικού Λιμένα). Στην τιμολόγηση του έργου, φαίνεται πόσο μακριά από την πραγματικότητα ήταν οι αναλυτές (της εταιρείας ENVECO). Θεωρούσαν ότι στο έργο της προβλήτας κρουαζιέρας θα προκύψουν μόλις 10.000 κυβικά μέτρα βυθοκορημάτων. Στην πράξη, το έργο πήρε άδεια απόρριψης 293.000 κυβικών μέτρων.
Η συγκεκριμένη ΜΠΕ διαβιβάστηκε το 2012 στο Περιφερειακό Συμβούλιο της Περιφέρειας Αττικής προκειμένου να γίνει η προβλεπόμενη από το νόμο διαβούλευση με το κοινό. Στη διαβούλευση αυτή κανένα στοιχείο δεν δόθηκε στους κατοίκους όσον αφορά στον τρόπο που θα γινόταν η διαχείριση των βυθοκορημάτων. Αλλά και το 2018, όταν ολοκληρώθηκε η τεχνική μελέτη των βυθοκορημάτων από την καθηγήτρια Μουτσάτσου, το υπουργείο Περιβάλλοντος διαβίβασε τον σχετικό φάκελο στο Περιφερειακό Συμβούλιο Αττικής, μόνο για δημοσιοποίηση, «χωρίς την απαίτηση διαβούλευσης». Τότε ήταν που εγκρίθηκε η βυθοκόρηση και ορίστηκε το σημείο απόρριψης.
Η πρώτη φορά που η μελέτη της κυρίας Μουτσάτσου τέθηκε επί τάπητος σε δημόσια διαβούλευση ήταν στην επόμενη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων που κατέθεσε ο ΟΛΠ (οριστικά το 2019), προκειμένου να ανανεώσει χρονικά τους περιβαλλοντικούς όρους του Master Plan. Μόνο που πλέον, το έργο της προβλήτας κρουαζιέρας είχε ήδη αδειοδοτηθεί.
Τελικά στις 11 Δεκεμβρίου 2020, το υπουργείο Περιβάλλοντος βγάζει την τελευταία τροποποίηση και ανανέωση των περιβαλλοντικών όρων του έργου, στην οποία, μετά και τη σχετική εισήγηση του ΕΛΚΕΘΕ, αμφισβητεί – για πρώτη φορά – τον τρόπο που έγινε αυτό. Ζητά «εναρμόνιση» των αναλύσεων του ΕΜΠ με τα διεθνή όρια. Και καλεί τον ΟΛΠ να καταθέσει νέα τεχνική μελέτη στην υπηρεσία, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο «πρόσθετων αναλύσεων». Εφόσον προκύψει, λέει, «ότι τα υλικά αυτά δεν είναι επιβλαβή για το θαλάσσιο περιβάλλον, επιτρέπεται η επανατοποθέτηση είτε σε νέα θαλάσσια περιοχή μετά την αδειοδότησή της, είτε στην ήδη αδειοδοτημένη θαλάσσια περιοχή». Προτείνει δε την εφαρμογή προγράμματος περιβαλλοντικής παρακολούθησης, με βάση τις συστάσεις του ΕΛΚΕΘΕ. Όχι όμως και περιορισμό της αλιείας.
Το υπουργείο αποφεύγει να υιοθετήσει τα προσωρινά όρια για τα βαρέα μέταλλα τα οποία πρότεινε το ΕΛΚΕΘΕ, παρότι επί της ουσίας αποδέχθηκε τις υπόλοιπες συστάσεις του φορέα. Ρωτήσαμε γιατί συνέβη αυτό – με δεδομένο πως τα συγκεκριμένα όρια θα ξεκαθάριζαν το πρόβλημα της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης – και λάβαμε την απάντηση πως προτιμήθηκε «η απευθείας και υποχρεωτική τήρηση των (νομικά μη-υποχρεωτικών) κατευθυντήριων γραμμών διαχείρισης βυθοκορημάτων της Σύμβασης της Βαρκελώνης στο έργο του ΟΛΠ».
Μας ειπώθηκε επίσης πως «η υιοθέτηση μέτρων εθνικής εμβέλειας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο διαδικασίας περιβαλλοντικής αδειοδότησης ενός συγκεκριμένου έργου». Και πως η πρόταση του ΕΛΚΕΘΕ στερούταν τεκμηρίωσης.
Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη την απάντηση του Υπ. Περιβάλλοντος στο Reporters United στο συγκεκριμένο ερώτημα εδώ.
Στις κατευθυντήριες γραμμές για τη διαχείριση των βυθοκορημάτων που υιοθετεί το υπουργείο αναφέρονται ενδεικτικά τρία εθνικά κριτήρια: Της Γαλλίας (που είναι και εκείνα που προτείνει το ΕΛΚΕΘΕ για τα όρια των βαρέων μετάλλων), της Ιταλίας και της Ισπανίας.
Σε σύγκριση με τους ιταλικούς ΕΚΚΑΠ, οι μετρήσεις της μελέτης της κυρίας Μουτσάτσου δείχνουν πως τα βυθοκορήματα της Πειραϊκής υπερβαίνουν το ανώτατο όριο, επάνω από το οποίο δεν επιτρέπεται η απόρριψη στη θάλασσα, στα 7 από τα 8 βαρέα μέταλλα προτεραιότητας (στο όγδοο, το χρώμιο κατατάσσονται στην κατηγορία της μέτριας ρύπανσης).
Σε σύγκριση με τους ισπανικούς ΕΚΚΑΠ, το όριο για τη θαλάσσια απόθεση ξεπερνιέται για τέσσερα από τα οκτώ βαρέα μέταλλα. Ειδικά όσον αφορά την περιεκτικότητα σε υδράργυρο, οι συγκεντρώσεις ξεπερνούν το όριο, επάνω από το οποίο τα βυθοκορήματα χαρακτηρίζονται επικίνδυνα.
Σε κάθε περίπτωση είναι πολύ αργά: Η αλλαγή πλεύσης του υπουργείου έλαβε χώρα αφού το ίδιο πρώτα αποδέχτηκε τις συντεταγμένες για την απόρριψη των βυθοκορημάτων στα ανοιχτά του Σαρωνικού που είχε προτείνει ο ΟΛΠ το 2018, και αφού ολοκληρώθηκε ή σχεδόν ολοκληρώθηκε, όπως όλα δείχνουν, η απόρριψη των ρυπασμένων βυθοκορημάτων στο Σαρωνικό.
Κανείς δεν απαντά για την ποσότητα που απορρίφθηκε στο Σαρωνικό
Ρωτήσαμε την ΟΛΠ ΑΕ, την COSCO δηλαδή, πόσο από το σύνολο των 300.000 κυβικών μέτρων βυθοκορημάτων που προβλεπόταν να εναποτεθεί στη συγκεκριμένη θαλάσσια περιοχή, έχει ήδη απορριφθεί σε αυτήν. Λάβαμε την εξής απάντηση: «Η ΟΛΠ Α.Ε. τηρεί το σύνολο της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και δημοσιοποιεί τα περιβαλλοντικά στοιχεία που προβλέπονται από τη νομοθεσία, τόσο στις εκθέσεις Εταιρικής Υπευθυνότητας όσο και στην Ετήσια Οικονομική Έκθεση της Εταιρείας».
Σε δεύτερη επικοινωνία μας, επιμένοντας στο συγκεκριμένο ερώτημα, η ΟΛΠ ΑΕ απάντησε προφοροικά μέσω του εκπροσώπου Τύπου της πως ως εισηγμένη στο χρηματιστήριο εταιρεία δεν έχει κάτι να προσθέσει.
Η αλληλογραφία του Reporters United με τoν κινεζικό ΟΛΠ εδώ.
Το ίδιο ερώτημα θέσαμε στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά, το οποίο σημειωτέον έδωσε την τελική άδεια απόρριψης των βυθοκορημάτων στον ανάδοχο του έργου ΤΕΚΑΛ ΑΕ με την προϋπόθεση να ενημερώνεται καθημερινά, μετά το πέρας των εργασιών, για το σύνολο των βυθοκορημάτων που απορρίφθηκαν. Το λιμεναρχείο μας απάντησε: «Η Υπηρεσία μας δεν έχει την ευθύνη υλοποίησης τεχνικών έργων ούτε είναι αρμόδια για την παρακολούθηση, έλεγχο και διοίκηση κατασκευής αυτών». Στο συγκεκριμένο ερώτημα δεν πήραμε απάντηση ούτε από το Υπουργείο Περιβάλλοντος, ενώ η ΤΕΚΑΛ ΑΕ μας παρέπεμψε για απαντήσεις στην ΟΛΠ ΑΕ – η οποία, όπως είδαμε, ούτε εκείνη μας απάντησε.
Πηγή του Υπουργείου Περιβάλλοντος είπε στο Reporters United πως όταν σταμάτησαν τα έργα τον Ιούνιο, η τεχνική εταιρεία είχε ήδη απορρίψει περίπου το 70% των βυθοκορημάτων του έργου.
Η Ανθή Γιαννούλου είναι η δικηγόρος Πειραιά που κατέθεσε τη μία από τις δύο προσφυγές στο ΣτΕ. Σε μηνυτήρια αναφορά της για την περιβαλλοντική μόλυνση στο Σαρωνικό επικαλείται μαρτυρίες κατοίκων της Πειραϊκής που υποστηρίζουν πως οι βυθοκορήσεις συνεχίστηκαν παράνομα (αφού βρισκόταν σε ισχύ η απαγορευτική απόφαση του ΣτΕ) και μέσα στο καλοκαίρι.
Η COSCO είχε ξαναπετάξει 100.000 m3 απόβλητα στην ίδια περιοχή
Τα ιζήματα από το βυθό της Πειραϊκής δεν είναι τα μόνα που έχουν απορριφθεί στη συγκεκριμένη περιοχή του Σαρωνικού. Όπως μας επιβεβαίωσε το υπουργείο Περιβάλλοντος, «η συγκεκριμένη θαλάσσια περιοχή που πρότεινε η μελέτη είχε ήδη αδειοδοτηθεί περιβαλλοντικά για διάθεση βυθοκορημάτων από εργασίες σε άλλο σημείο του λιμένα Πειραιά το 2016 και συγκεκριμένα από την κατασκευή του προβλήτα III. Τα βυθοκορήματα που προβλέφθηκε να απορριφθούν στη συγκεκριμένη περιοχή ήταν σύμφωνα με την μελέτη της τάξης των 100.000 m3». Η προβλήτα ΙΙΙ βρίσκεται στο Πέραμα, τη διαχειρίζεται η εταιρεία Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων Πειραιά (ΣΕΠ), υπό κινεζικό έλεγχο από το 2008. Τη χημική ανάλυση είχε κάνει και πάλι η καθηγήτρια του ΕΜΠ Αγγελική Μουτσάτσου.
Ζητήσαμε και πήραμε από το υπουργείο Περιβάλλοντος τη συγκεκριμένη τεχνική μελέτη, η οποία υλοποιήθηκε εν έτει 2015. Και πάλι, αν τα αποτελέσματα της χημικής ανάλυσης των δειγμάτων συγκριθούν με τα ίδια διεθνή πρότυπα, διαπιστώνονται υπερβάσεις στις τιμές περιεκτικότητας σε χρώμιο, νικέλιο, χαλκό και ψευδάργυρο.
Και πάλι, ακολουθώντας τη μέθοδο της εκπλυσιμότητας, η μελέτη της κ. Μουτσάτσου καταλήγει στο συμπέρασμα πως «είναι δυνατή η απόθεσή τους στο ίδιο θαλάσσιο περιβάλλον, χωρίς να προκαλούν απολύτως κανένα πρόβλημα ρύπανσης».
Ολόκληρη η τεχνική μελέτη του εργαστηρίου της καθηγήτριας Μουτσάτσου για τα υλικά βυθοκόρησης του Προβλήτα ΙΙΙ διαθέσιμη εδώ.
«Δεν υπάρχει πρόβλημα, μας έλεγαν»
Η παιδίατρος Δήμητρα Βήνη είναι μία από τους είκοσι πολίτες που κατέθεσαν αίτηση ακύρωσης της περιβαλλοντικής αδειοδότησης του έργου της προβλήτας κρουαζιέρας στο Συμβούλιο της Επικρατείας στις 4 Απριλίου 2020. Επικέντρωσε τη μεταπτυχιακή εργασία της στην «Επέκταση της Κρουαζιέρας στον Πειραιά και την προτεραιότητα της Δημόσιας Υγείας». «Έψαξα τα πάντα για τα βυθοκορήματα. Είχα φτιάξει στο μεταξύ ένα στικάκι και πήγαινα παντού και τους το έδειχνα. Εμείς λέγαμε απλώς ότι το λιμάνι του Πειραιά είναι πάρα πολύ ρυπασμένο, υπερβολικά ρυπασμένο…» Η απάντηση που ερχόταν από τις αρχές είναι ότι στον προλιμένα, όπου γίνεται το έργο, δεν υπάρχει πρόβλημα. Και εμείς λέγαμε: «Ποιός προλιμένας; Εδώ υπάρχουν οργανοκασσιτερικές ενώσεις, γιατί εκεί παλιά στην Ακτή Ξαβερίου μπροστά στο Λιοντάρι ήταν οι επισκευαστικές εργασίες, έφτιαχναν τα καράβια, τα έβαφαν. Ο προλιμένας ήταν πιο ρυπασμένος».
Πηγή: Παρατηρητήριο Πειραϊκής
Υστερόγραφο: Ένα λάθος στην μετάφραση
Το πρόβλημα στη διαχείριση των βυθοκορημάτων στην Ελλάδα είναι παλιό και ξεκινά από τον ίδιο τον ορισμό τους. Το 2000, όταν εκδόθηκε ο Ευρωπαϊκός Κατάλογος Αποβλήτων (αναθεωρήθηκε το 2014) που ορίζει ποιες ουσίες θεωρούνται απόβλητα, επικίνδυνα και μη, η μετάφρασή του προκειμένου να ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία απέδωσε λανθασμένα τους δύο κωδικούς που αναφέρονταν στα βυθοκορήματα, τους ΕΚΑ 17.05.05 και 17.05.06, ως «μπάζα εκσκαφών».
Αυτό το μικρό λάθος είχε ως αποτέλεσμα επί 20 χρόνια, από το 2000 μέχρι και σήμερα, τα βυθοκορήματα να μην θεωρούνται απόβλητα. Υλικά που θα μπορούσαν να ανακυκλωθούν και να επαναδιατεθούν (τα καθαρά βυθοκορήματα) απορρίπτονταν κατά πάγια τακτική στη θάλασσα ακολουθώντας έναν γενικό κανόνα που ήθελε να πετιούνται σε βάθος 50 μέτρων και σε απόσταση πάνω από ένα ναυτικό μίλι από την ακτογραμμή, ώστε να μην βρίσκεται εντός των ορίων του αιγιαλού. Το αποτέλεσμα είναι να καταστρατηγείται συστηματικά η ευρωπαϊκή οδηγία 2008/98 (ενσωματώθηκε με 14 χρόνια καθυστέρηση στο ελληνικό δίκαιο με το νόμο 4042/2012 για την Ποινική Προστασία του Περιβάλλοντος), η οποία προβλέπει ότι η διάθεση στη θάλασσα πρέπει να είναι η τελευταία σε προτεραιότητα επιλογή των αρχών και όχι η πρώτη. Το λάθος της μετάφρασης επεσήμανε τον Αύγουστο 2020 και ο γερμανικός φορέας GIZ στην έκθεσή του ως τεχνικός σύμβουλος της Ελλάδας για τη διαμόρφωση του Εθνικού Σχεδίου Διαχείρισης Αποβλήτων.
Σύμφωνα με τον Χάρη Μουρκάκο, διευθυντή του Συλλογικού Συστήματος “Ανακύκλωση Αδρανών Νότιας Ελλάδας” (ΑΑΝΕΛ), ένα από τα εννέα τέτοια συστήματα εναλλακτικής διαχείρισης που λειτουργούν σε όλη την Ελλάδα, η αναντιστοιχία μεταξύ μετάφρασης και πρωτότυπου μπορεί να διαφοροποιήσει κατά 2,5 εκατομμύρια τόνους (κατ’ έτος) τα απόβλητα που παράγονται. Το είχε επισημάνει, όπως λέει, σε παράγοντες του υπουργείου Περιβάλλοντος ήδη από το 2014, όμως δεν έγινε τίποτα.
«Επιστημονικά όλοι γελάνε μαζί μας»
Με δεδομένο πως τα βυθοκορήματα δεν εντάσσονται καν ως τέτοια στον Εθνικό Κατάλογο Αποβλήτων, δεν προκαλεί εντύπωση το γεγονός πως η Ελλάδα, όπως έχουν επισημάνει όλοι οι ειδικοί, δεν έχει θεσπίσει ανώτατα όρια στις συγκεντρώσεις των βαρέων μετάλλων στα θαλάσσια ιζήματα βάσει των οποίων θα επιτρεπόταν, υπό όρους, η διάθεσή τους στη θάλασσα.
Στα πρακτικά παλιότερης συζήτησης με αντικείμενο τα βυθοκορήματα των έργων του ΟΛΠ που είχε γίνει στη Δημόσια Αρχή Λιμένων (ΔΑΛ), τον εποπτικό φορέα που καταργήθηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ στις αρχές του 2020, ο διευθυντής ερευνών του Ινστιτούτου Ωκεανογραφίας του ΕΛΚΕΘΕ Βασίλειος Καψιμάλης, συνόψισε το πρόβλημα:
«Εμείς που αναλύουμε τα χημικά συστατικά των βυθοκορημάτων βλέπουμε τεράστιες τιμές για τα επιστημονικά δεδομένα, δηλαδή βρίσκονται στο Θεό. Ωστόσο, κάποιος που έχει αναλάβει να τα ρίξει στη θάλασσα μπορεί να μας πει ότι αυτό το υλικό δεν είναι ρυπασμένο με βάση την ελληνική νομοθεσία, γιατί δεν υπάρχουν θεσμοθετημένες οριακές τιμές ρύπων». «Αν δεν είναι καθαρά τα υλικά, υπάρχει μια διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί, και αυτή περιγράφεται λεπτομερώς σε κατευθυντήριες οδηγίες που έχουν εκδοθεί για τις Μεσογειακές χώρες. Τις χρησιμοποιούν όλοι εκτός από την Ελλάδα. Εμείς κινούμαστε με μια νομοθεσία του 1978-79 και τίποτε άλλο. Επιστημονικά, όλοι γελάνε μαζί μας».
Επιμέλεια: Νικόλας Λεοντόπουλος
Πηγή: reportersunited.gr