Ανάμεσα στα ψηλά πεύκα, πάνω στα μεγάλα και πλατιά βράχια της αθηναϊκής Ριβιέρας, μια ανάσα από τον Αστέρα, βρίσκονται κρυμμένες οι Παράγκες της Βουλιαγμένης, παλιές παραθεριστικές κατοικίες που προσφέρονταν σε ένα είδος δημοπρασίας προς ενοικίαση κάθε καλοκαίρι.
Δεν χρειάζεται να απομακρυνθείς σημαντικά από το κέντρο της Αθήνας για να βγεις στη θάλασσα. Ήδη από τους λόφους και τα ψηλά κτίρια της πόλης το βλέμμα μπορεί να ακολουθήσει τη φυγή προς το γαλάζιο που απλώνεται ως το όριο του αθηναϊκού πεδίου προς τον Νότο.
Πράγματι, ανά πάσα στιγμή και σε κάθε εποχή του χρόνου, μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας, μόλις 19 χιλιόμετρα από την πλατεία Συντάγματος μπορείς να βρεθείς στην ακτή της Βουλιαγμένης. Θα χρειαστεί να γνωρίζεις τις κρυμμένες διόδους ανάμεσα στα ψηλά πεύκα και να ανηφορίσεις τόσο όσο να επιταχυνθούν οι παλμοί της καρδιάς για να ανακαλύψεις τις Παράγκες.
Πρόκειται για ένα υπερυψωμένο δασύλλιο, το οποίο κάθεται πάνω στα μεγάλα και πλατιά βράχια της αθηναϊκής Ριβιέρας. Στη θάλασσα θα βγει κανείς μέσα από τη μικρή και μοναδική παραλία. Μια μακριά, χτυπημένη από την αλμύρα τσιμεντένια σκάλα, με πλατύσκαλα ανά τακτά βήματα σε οδηγεί στην άμμο και στις κατακόκκινες τομές του εδάφους.
Πρόκειται για παραθεριστικές κατοικίες, οι οποίες προσφέρονταν σε ένα είδος δημοπρασίας προς ενοικίαση για ορισμένο χρόνο, από την άνοιξη μέχρι τις πρώτες φθινοπωρινές βροχές. Σπάνια κανείς θα πετύχαινε σε συνεχόμενη χρονιά την ίδια παράγκα. Καθεμία, γνωστή με τον μοναδικό της αριθμό ‒από το 1 μέχρι το 40‒, φιλοξενούσε με αυτόν τον τρόπο και μια διαφορετική οικογένεια κάθε χρονιά.
Η θέα προς τη θάλασσα οριοθετείται από δύο νότια ακρωτήρια. Πρόκειται για το Καβούρι προς τα δυτικά και τον Λαιμό νοτιοανατολικά, με θέα τα εμβληματικά ξενοδοχειακά συγκροτήματα του Αστέρα. Δεν είναι δύσκολο να βρει κανείς τη «σκάλα» της παραλίας. Ο κεντρικός δρόμος αυτής της ιδιαίτερης γειτονιάς σε οδηγεί εκεί χωρίς ιδιαίτερο κόπο.
Ωστόσο, σε αντίθεση με τον κεντρικό νοητό άξονα, ένα περίπλοκο δίκτυο από πολλά δευτερεύοντα μονοπάτια, χαραγμένα από ανθρώπινα βήματα, σε οδηγούν και ταυτόχρονα «συγκρατούν» μεταξύ τους τις διασκορπισμένες σαράντα διαφορετικές ξύλινες παράγκες που απλώνονται σε αυτό το ιδιαίτερο κομμάτι της γης.
Η Παράγκα «της θείας» – από τις πιο δημοφιλείς κατά τη δημοπρασία και από τις ελάχιστες με θέα τη θάλασσα. Το κόκκινο χώμα της περιοχής γίνεται ένα με την χαρακτηριστική κόκκινη τσιμεντοκονία του δαπέδου. Μια μικρή πέτρινη σκάλα με σιδερένιο κιγκλίδωμα οδηγεί στα μεγάλα βράχια της ακτής. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν / LiFO
Οι ξύλινες παράγκες μέσα στο μεσογειακό τοπίο από σχίνα, πεύκα και φραγκόσυκα. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν / LiFO
Το κεντρικό μονοπάτι στις Παράγκες, κατεβαίνει προς τη σκάλα της μικρής παραλίας. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν / LiFO
Πρόκειται για παραθεριστικές κατοικίες, οι οποίες προσφέρονταν σε ένα είδος δημοπρασίας προς ενοικίαση για ορισμένο χρόνο, από την άνοιξη μέχρι τις πρώτες φθινοπωρινές βροχές. Σπάνια κανείς θα πετύχαινε σε συνεχόμενη χρονιά την ίδια παράγκα. Καθεμία, γνωστή με τον μοναδικό της αριθμό ‒από το 1 μέχρι το 40‒, φιλοξενούσε με αυτόν τον τρόπο και μια διαφορετική οικογένεια κάθε χρονιά.
Τις πρώτες ημέρες των διακοπών για το Πάσχα οι νέοι ένοικοι θα φρόντιζαν να επισκευάσουν την κατοικία που τους αναλογούσε, κάνοντας όλες τις απαραίτητες εργασίες συντήρησης που απαιτούν οι ξύλινες κατασκευές, ενίοτε και ορισμένες σχεδιαστικές τροποποιήσεις.
Ο «αρχηγός» Γιώργος Μαυρωτάς θα περιγράψει εκείνες τις μέρες με τους χαρακτηριστικούς ήχους των οικοδομικών εργασιών να κάνουν αντίλαλο ανάμεσα στα υψώματα. Ήταν οι ήχοι που σηματοδοτούσαν την έναρξη της ζωής στην ύπαιθρο, δίπλα στη θάλασσα.
Η παραλία, κοιτάζοντας προς τα δυτικά στο ακρωτήρι Καβούρι. Οι τομές του εδάφους έχουν το χαρακτηριστικό χονδροκόκκινο χώμα της περιοχής των νοτίων προαστίων. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν / LiFO
Η κάθε παράγκα ήταν γνωστή με τον μοναδικό της αριθμό. Στο αρχικό κτίσμα προστίθενται οι επιπλέον λειτουργικοί χώροι και το στέγαστρο που αποτελεί την «καλυμμένη βεράντα». Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν / LiFO
Ξύλινες κατασκευές
Κάθε παράγκα είναι καμωμένη από έναν πυκνό σκελετό ξύλινων δοκαριών και στύλων με τις αντίστοιχες ξύλινες επικαλύψεις. Η στατική λειτουργία είναι αρκετά διαφορετική από εκείνη του οπλισμένου σκυροδέματος που γνωρίζουμε καλά. Πρόκειται για μια σειρά πλαισίων που δουλεύουν όλα μαζί τόσο στον κάθετο και τον οριζόντιο άξονα αλλά κυρίως κατά τις διαγωνίους.
Αυτές οι διαγώνιες δυνάμεις είναι και εκείνες που δένουν τα επιμέρους σε ένα στιβαρό σύνολο. Η στέγη, η οποία καλύπτεται από την κόκκινη κεραμοσκεπή, στηρίζεται και ταυτόχρονα καλύπτει τους «τοίχους». Εδώ έχει συνήθως την απλούστερη δυνατή μορφή. Είναι κατά κανόνα μια δίρριχτη στέγη, με τις δύο πλευρές να συναντιούνται σε έναν και μόνο «κορφιά».
Αξίζει να σημειωθούν οι περιπτώσεις που η ίδια στέγη καλύπτει ταυτόχρονα τόσο τους εσωτερικούς όσο και τους εξωτερικούς χώρους διημέρευσης, δείχνοντας έτσι πως το μέσα και το έξω, ακόμα και σε μια τέτοια πρωτόλεια κατασκευή είναι κατά κάποιο τρόπο ένα και το αυτό στο μεσογειακό τοπίο.
Οι στύλοι που φέρουν τα φορτία στη γη δεν θα έρθουν ποτέ σε επαφή με το χώμα. Οι ξύλινες διατομές πατούν πάνω στο «ταμπάνι», μια κατασκευή από πέτρες και σκυρόδεμα που εξομαλύνει τις κλίσεις, δημιουργώντας ένα γεωμετρικό επίπεδο ‒ πρόκειται για τη βάση της κατασκευής, το (εμφανές) θεμέλιό της.
Μπορεί να πει κανείς πως είναι το ενδιάμεσο εκείνο στοιχείο ανάμεσα στις οργανικές καμπύλες του εδάφους και τη γραμμικότητα των ξύλινων δοκαριών που ορθώνονται προς τον ουρανό. Με αυτόν τον τρόπο το ξύλο προστατεύεται από την υγρασία που φέρει το χώμα και την ίδια στιγμή το δάπεδο της κατοικίας γίνεται πλέον ένα κατάλληλο επίπεδο για το ανθρώπινο πάτημα.
Το «ταμπάνι» από πέτρες και σκυρόδεμα δημιουργεί το επίπεδο πάνω στο οποίο πατούν οι ξύλινοι στύλοι και τα δοκάρια. Μπορεί να πει κανείς πως πρόκειται για ένα εμφανές θεμέλιο. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν / LiFO
Οι πληρώσεις του αρχικού σκελετού που διαμορφώνουν τους τοίχους δεν είναι παρά αλληλοεπικαλυπτόμενες οριζόντιες τάβλες. Είναι, δε, τοποθετημένες σε τέτοια κλίση ώστε να διώχνουν τα νερά της βροχής προς τα έξω, ενώ δημιουργούν μια ιδιαίτερη ανάγλυφη επιφάνεια κάτω από το μεσογειακό φως που τονίζει τη γραμμικότητα των ξύλινων διατομών. Ωστόσο, με τις αλλεπάλληλες επισκευές έχουν προστεθεί ή αντικατασταθεί επιφάνειες από κάθε λογής παραπλήσια υλικά ‒ μεγάλα φύλλα νοβοπάν, ρετάλια από άλλες κατασκευές, τσίγκοι, μουσαμάδες αλλά και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς, το οποίο μπορεί να χρησιμεύσει με κάποιον τρόπο ως οικοδομικό υλικό.
Θαρρείς πως πρόκειται για μια ανακύκλωση, και κυρίως για μια οικονομία δομικών υλικών πολύ πριν αυτά γίνουν ζητήματα συνεδρίων και επιστημονικών άρθρων. Όπως τα spolia στους βυζαντινούς ναούς, έτσι και εδώ το χτίσιμο και τα μπαλώματα γίνονται με «ό,τι μπορεί να φανεί χρήσιμο».
Οι επικαλύψεις που καταρρέουν φανερώνουν τον ξύλινο σκελετό των πλαισίων και των ζευκτών που δουλεύουν όλα μαζί ως ένα. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν / LiFO
Ωστόσο, με τις αλεπάλληλες επισκευές και εναλλαγές χρηστών, έχουν προστεθεί ή αντικατασταθεί επιφάνειες από κάθε λογής παραπλήσια υλικά – μεγάλα φύλλα νοβοπάν, ρετάλια από άλλες κατασκευές, τσίγκοι, μουσαμάδες αλλά και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς, το οποίο μπορεί να χρησιμεύσει με κάποιο τρόπο ως οικοδομικό υλικό. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν / LiFO
Στον παρόντα χρόνο, ένα περπάτημα ανάμεσα στις παράγκες μετατρέπει με έναν ιδιαίτερο τρόπο όλες αυτές τις εγκαταλελειμμένες μηχανές κατοίκησης σε εγκαταστάσεις της arte povera – δεν είναι φτιαγμένες από κάποιον καλλιτέχνη αλλά από τον χρόνο και τις φυσικές δυνάμεις, κάνοντας ακόμη πιο έντονη την αυθεντικότητα αυτών των ανθρώπινων κατασκευών από φυσικά υλικά.
Κάτοψη – Η προσθετική διαδικασία αρχιτεκτονικής
Σχεδόν κάθε παράγκα έχει και μια διαφορετική αρχιτεκτονική κάτοψη. Μπορεί να πει κανείς πως στην πλειονότητά τους είναι (ή φαίνεται να έχουν ξεκινήσει ως) απλά, μονόχωρα κτίσματα, ενταγμένα καθένα στην ιδιαίτερη τοπιογραφία που αφήνει το χνάρι τους. Στραμμένα κυρίως προς τη μεσημβρία, έχουν χτιστεί έτσι ώστε να «δουλεύουν» μαζί με τις σκιάσεις που δημιουργούν τα ψηλά δέντρα που προϋπήρχαν και τα επίπεδα που διαμορφώνει το έντονα επικλινές έδαφος της περιοχής.
Εσωτερικά, ο απαραίτητος κυρίως χώρος διαβίωσης έρχεται αμέσως μετά την κεντρική είσοδο. Ωστόσο, μια (φυσική) προέκτασή του εξωτερικά δεν είναι άλλη από τον στεγασμένο ημι-υπαίθριο.
Το μέσα και το έξω, κάτω από την ίδια στέγη, δεν μπορεί παρά να φέρνει στο μυαλό τη διόρθωση του Άρη Κωνσταντινίδη στα λόγια του Περικλή Γιαννόπουλου πως «ο βίος εν Ελλάδι είναι ημι-υπαίθριος». Εδώ, η καρδιά της κατοικίας δεν είναι το γεωμετρικό κέντρο βάρους της κατασκευής αλλά αυτός ο ημι-υπαίθριος, ο οποίος είναι κατώφλι και εστία μαζί.
Ο ημιυπαίθριος προς τη μεσημβρία, η καρδιά της κατοίκησης στη μεσογειακή ύπαιθρο. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν / LiFO
Η μπροστινή «καλυμμένη βεράντα» αγκαλιάζει σε σχήμα Γ το αρχικό μονόχωρο κτίσμα και τις προσθήκες με τους λειτουργικούς χώρους «προς τα πίσω». Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν / LiFO
Η κουζίνα στις παράγκες βρίσκεται πάντα ξεχωριστά από τους χώρους διημέρευσης, αντίθετα προς τις κύριες όψεις. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν / LiFO
Στον αρχικό πυρήνα του «καθημερινού» έρχονται να προστεθούν «προς τα έξω και προς τα πίσω» οι δευτερεύοντες χώροι του μπάνιου και της κουζίνας ‒ πάντα αντίθετα προς την «καλή όψη» και τη στεγασμένη «βεράντα», αποτελούν τη μηχανή της κατοικίας. Αρκετές φορές, δε, βρίσκει κανείς τους νιπτήρες και τις ντουζιέρες ελεύθερες στο περιβάλλοντα χώρο, δίπλα και ανάμεσα στα δέντρα και στους θάμνους αντί σε κλειστούς χώρους, με τοίχους καλυμμένους από πλακάκια που διατρέχουν τις επιφάνειες χωρίς σταματημό. Ζει έτσι κανείς ταυτόχρονα μέσα στη φύση και την ανθρώπινη γεωμετρική κατασκευή.
Η κάτοψη εξελίσσεται αναλόγως της χρήσης. Συν τω χρόνω και προφανώς στο πέρασμα των διαφορετικών χρηστών, οι περισσότερες παράγκες αποκτούν μια πιο σύνθετη και περισσότερο πολύπλοκη κάτοψη. Με μια προσθετική διαδικασία αρχιτεκτονικής το αρχικό μονόχωρο με τους ελάχιστους λειτουργικούς χώρους αρχίζει να αποκτά ολοένα και περισσότερα δωμάτια.
Μπορεί να πει κανείς πως το αποτέλεσμα είναι ένα τρισδιάστατο παζλ σε πραγματική κλίμακα 1:1. Ορισμένοι ημι-υπαίθριοι κλείνουν, όπως πολύ συχνά συμβαίνει και στις πόλεις, και επιπλέον δωμάτια αναπτύσσονται, είτε σε απόσταση είτε ως συνέχεια της αρχικής κατοικίας, για να καλύψουν τις ολοένα αυξανόμενες ανάγκες διαβίωσης, δημιουργώντας έτσι μια κυβιστική γλυπτική συνέχεια, περικλείοντας δέντρα και διαμορφώνοντας τις υπάρχουσες κλίσεις του εδάφους.
Πηγή: lifo.gr