Φανταστείτε, εν μέσω κορονοϊού, το πάρτι των ονείρων σας. Μια συναυλία από κορυφαίους μουσικούς της χώρας, διανθισμένη από τα ξένα hits της εποχής, επιλογές του διάσημου Έλληνα ραδιοφωνικού παραγωγού, σε μια χρυσαφένια αμμουδιά, νύχτα με φεγγάρι, με περισσότερους από 100.000 νέους που χορεύουν, κολυμπούν, φλερτάρουν και πίνουν τις μπύρες τους. Νοερά μόλις μεταφερθήκατε στον Ιούλιο του 1983 και το πάρτι του Λουκιανού Κηλαηδόνη στην Βουλιαγμένη.
Ήταν 25 Ιουλίου του 1983, μια καλοκαιρινή βραδιά με Πανσέληνο, όταν νέοι από όλη την Αττική κατέκλυσαν την πλαζ της Βουλιαγμένης, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα του Λουκιανού Κηλαηδόνη για ένα πάρτι, όπως το είχε ονειρευτεί.
Το ελληνικό Γούντστοκ, όπως το έχουν χαρακτηρίσει πολλοί, αποτελεί ορόσημο στις συναυλίες ανοιχτού χώρου στη χώρα μας, όσον αφορά κυρίως τη μαζικότητά του. Στο περίφημο πάρτι του Λουκιανού Κηλαηδόνη συγκεντρώθηκαν περίπου 100.000 άτομα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αστυνομίας, σε έναν χώρο όπου δεν είχε γίνει συναυλία στο παρελθόν. Για πρώτη φορά μια πλαζ, αυτή της Βουλιαγμένης, χρησιμοποιήθηκε ως χώρος μουσικού θεάματος. Έως τότε, όλες οι καλοκαιρινές συναυλίες γίνονταν σε γήπεδα ή ανοιχτά θέατρα.
Ο παραγωγός Γιάννης Δουλάμης, ο οποίος βρέθηκε εκείνη τη βραδιά στο πάρτι ως καλεσμένος του συνεργάτη του, Γιάννη Πετρίδη, θυμάται και μας διηγείται:
«Στο πάρτυ του Λουκιανού στην Βουλιαγμένη πήγα κατά λάθος. Ήμουν στην εταιρεία, δούλευα στην Polygram εκείνη την εποχή ως βοηθός παραγωγός. Ήμουν νέος, πρέπει να είχα ξεκινήσει με τους Τερμίτες στο στούντιο και επειδή ήμασταν συνεργάτες με τον Γιάννη τον Πετρίδη, που είχε το διεθνές ρεπερτόριο της εταιρείας, θυμάμαι πως μου είπε: “Απόψε θα είμαστε κάτω στη Βουλιαγμένη, με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, στο πάρτυ που διοργανώνεται. Άντε, όταν τελειώσεις από το στούντιο έλα κάτω”. Τόσο απλά. Ο Γιάννης έκανε αναμετάδοση της συναυλίας στο ραδιόφωνο και ταυτόχρονα έπαιζε μουσική. Του απάντησα λοιπόν: “Καλά, θα δω”. Σε τέτοια φάση. Έμενα στη Γλυφάδα και εφόσον ήμουν κοντά, τελικά αποφάσισα να πάω μια βόλτα από εκεί.
Πήγα νωρίς και δεν είχε ακόμα κόσμο, δεν είχε γίνει το ‘μπαμ’, ούτε περίμενε κανείς να γίνει. Περίμεναν γύρω στις δέκα χιλιάδες κόσμο και ήρθαν πάνω από εκατό. Έγινε χαμός. Επίσης, πρέπει να αναφέρουμε ότι τότε δεν υπήρχαν κινητά και όλο αυτό έγινε από στόμα σε στόμα. “Πάμε στον Λουκιανό“, έλεγε ο ένας στον άλλο.
Κάπως έτσι, βρέθηκα κι εγώ να κάθομαι δίπλα στον συνεργάτη μου, τον Γιάννη Πετρίδη, στα ντεκ, που ήταν στημένα στην αμμουδιά. Είχα πάει μόνος μου, χωρίς παρέα, αλλά τότε έτσι γινόταν. Ξαφνικά άρχισε να μαζεύεται κόσμος. Ήρθε η φίλη μου η Μαντώ, η οποία τραγούδησε και τελικά ‘έσκασαν’ πολλοί καλλιτέχνες, έτσι αυθόρμητα. Δεν ήξερα το πλάνο, τι θα γινόταν δηλαδή. Νομίζω κανείς δεν ήξερε ακριβώς. Έτσι ξαφνικά, άρχισαν να έρχονται και καραβάκια από γύρω, ο κόσμος άρχισε να πέφτει στη θάλασσα και έγινε ένας χαμός. Δεν θυμάμαι καν πώς έφυγα από εκείνο το πάρτι. Θυμάμαι να ανεβαίνει πάνω στη σκηνή ο Σαββόπουλος, ο Γερμανός, η Αφροδίτη Μάνου, ο Γιοκαρίνης, η Λία Βίσση, πολλοί καλλιτέχνες.
Σκέψου τι ήταν για εκείνη την εποχή να ‘σκάσει’ όλη η Αττική στη Βουλιαγμένη! Εμείς περιμέναμε να είναι απλά ένα beach party, δεν πήγαμε να δούμε ένα μεγάλο γεγονός. Δεν ήταν σε στάδιο ή σε γήπεδο, σε έναν οργανωμένο χώρο δηλαδή, όπως ξέραμε μέχρι τότε. Ο Λουκιανός ήταν ο πρώτος που άρχισε να κάνει πράγματα σε ανοιχτούς χώρους κι αυτήν την πρωτοπορία του θαυμάζουμε και μνημονεύουμε μέχρι σήμερα. Προσέλκυσε κόσμο κι αυτό λειτούργησε. Ύστερα, ακολούθησαν κι άλλα πράγματα. Εκείνη την εποχή όλα ήταν δυνατά, γιατί ο κόσμος ακολουθούσε τη δισκογραφία πολύ και ό,τι γινόταν ήταν έναυσμα, ώστε να ακολουθήσουν κι άλλα».
Το δισκογραφικό background της εποχής
«Από το ’80-’81 μέχρι το ’86 υπήρξε μια αλλαγή στον κόσμο της δισκογραφίας» λέει ο Γιάννης Δουλάμης, ο άνθρωπος πίσω από μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της ελληνικής μουσικής. «Υπήρξε ένας ‘ξεπεσμός’ της ποπ, ενώ ταυτόχρονα άρχισε να βγαίνει στο προσκήνιο η ελληνική ροκ και έπεσαν μεγάλοι τραγουδιστές, ακόμα κι ο Πάριος. Ο Λουκιανός λοιπόν ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση. Έδωσε μια ανάταση στο χώρο. Μετά άρχισαν να εμφανίζονται τα ροκ συγκροτήματα, τα οποία οι εταιρείες είδαν πιο σοβαρά. Έμφανίστηκαν οι Τερμίτες, οι Κατσιμιχαίοι και ο Νίκος Πορτοκάλογλου με τους Φατμέ. Ήταν μια εποχή που οι καλλιτέχνες δεν ανήκαν σε κάποιο χώρο, απλώς τραγουδούσαν κι έγραφαν τραγούδια. Βλέπεις, στη συναυλία του Λουκιανού ήταν η Μαντώ και η Λία Βίσση με τον Βαγγέλη Γερμανό και τον Διονύση Σαββόπουλο μαζί. Η μεγάλη αλλαγή ωστόσο ήρθε όταν οι δισκογραφικές πήραν πιο σοβαρά τα γκρουπς και σταμάτησαν οι “φτηνοπαραγωγές” στα home studios της εποχής που υστερούσαν σε ήχο. Όταν λοιπόν ξεκίνησαν οι Κατσιμιχαίοι και οι Τερμίτες, τους οποίους ανέλαβα εγώ, μπήκαν σε καλά στούντιο, απέκτησαν καλό ήχο, ‘έπεσαν’ χρήματα κι ακολούθησε όλο αυτό με την ελληνική ροκ».
Η ιδέα του Λουκιανού Κηλαηδόνη έγραψε ιστορία
Το πρωτοποριακό, ανοιχτό και ευφάνταστο μυαλό του Λουκιανού Κηλαηδόνη συνέλαβε τη μοναδική αυτή ιδέα: Να δώσει συναυλία σε μια παραλία με τη σκηνή μέσα στη θάλασσα. Η σκηνή ήταν στην ουσία μια φορτηγίδα, από αυτές που χρησιμοποιούνται από τον Ο.Λ.Π. για να μεταφέρουν προϊόντα για φόρτωμα στα καράβια. Κερκίδες, φυσικά, δεν υπήρχαν και ο κόσμος καθόταν ελεύθερος στην άμμο της ακτής. Μπορούσε να κινείται, να κολυμπά, να χορεύει, να ξαπλώνει. Η αίσθηση της ελευθερίας, της καλοκαιρινής ξεγνοιασιάς, της συμμετοχής ήταν έκδηλη. Ο θεατής δεν ήταν απλός θεατής, αλλά ένας καλεσμένος σε πάρτυ, στο πάρτι του Λουκιανού. Από τότε άνοιξε ο ορίζοντας και για άλλους δημιουργούς να τολμήσουν τέτοιες πρωτότυπες ιδέες. Οι φυσικοί χώροι, όπως αυτή η πλαζ, άρχισαν να μπαίνουν στη ζωή του θεάματος. Για παράδειγμα το River Party, οι συναυλίες στη Μαλακάσα κ.λπ.
Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν γραφεία παραγωγής. Το πάρτι στη Βουλιαγμένη οργανώθηκε μόνο από τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τη σύζυγό του, Άννα Βαγενά, και μερικούς στενούς συνεργάτες τους, τον Γιάννη Βάμβουρα, τον Σταύρο Γαλάνη, τον ηθοποιό Γιώργο Ζωγράφο. «Κανείς δεν περίμενε τότε αυτή τη συμμετοχή του κόσμου. Όταν ο Λουκιανός είδε αυτό το τεράστιο πλήθος, τρόμαξε. Φοβήθηκε την ευθύνη και την περίπτωση ατυχήματος, καθώς δεν υπήρχαν securities» θυμάται η Άννα Βαγενά. «Ευτυχώς, ο κόσμος σεβάστηκε απόλυτα την πρόσκληση του, ενώ δεν σημειώθηκαν παράπονα και ευτυχώς, ούτε ατύχημα. Οικογένειες με παιδιά, ζευγάρια, φίλοι, παρέες ή άνθρωποι που πήγαν μόνοι τους, όλοι πέρασαν υπέροχα. Πολλοί έμειναν στην πλαζ ως το πρωί και έφυγαν με τα πρωινά λεωφορεία. Κάποιοι γνωρίστηκαν εκείνο το βράδυ, ερωτεύτηκαν και στη συνέχεια παντρεύτηκαν».
Όσοι βρέθηκαν στην πλαζ της Βουλιαγμένης εκείνη τη Δευτέρα 25 Ιουλίου του 1983 με πανσέληνο, στο πάρτι του Λουκιανού Κηλαηδόνη, έχουν ακόμα να το λένε στα παιδιά και τα εγγόνια τους: «Ήμουν κι εγώ εκεί».
Το 2018, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του σπουδαίου καλλιτέχνη, ο Δήμος Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης και το ΤΑΥΠΕΔ στο οποίο ανήκει η πλαζ, έδωσαν σε αυτή το όνομά του.
ΥΓ: Ευχαριστούμε πολύ την κ. Άννα Βαγενά για την άμεση ανταπόκρισή της και την ευγενική της παραχώρηση φωτογραφικού υλικού του πάρτυ, καθώς και πληροφορίες για αυτό.
Πηγή: nou-pou.gr / Κείμενο: Γεωργία Βαμβακερού