Ο Γιώργος Παπάς είναι ο «Κουτάλας» και, πριν από εκείνον, ήταν ο πατέρας του. Εδώ θα σταματήσεις πριν την παραλία για ένα παγωτό ή ένα αναψυκτικό, αλλά κυρίως, για την εμπειρία. Ή για να μεταφέρεις μια παιδική ανάμνηση ως ζωντανό κομμάτι της ιστορίας των Νοτίων Προαστίων στο παιδί σου.
Έπιασα στα χέρια μου την κουτάλα. Ήταν πιο βαριά από όσο περίμενα. Δεν λέω ότι ήταν ασήκωτη, αλλά φαντάσου να εξυπηρετείς τόσο κόσμο κάθε ημέρα και με εκπληκτική ταχύτητα, για να μην δημιουργείται κίνηση στην παραλιακή, να μην ταλαιπωρείται ο κόσμος. Ή να έχεις επάνω της στερεωμένο ένα μπουκάλι νερό.
Κανείς δεν είπε στον Μιχάλη Παπά «κάνε γρήγορα». Μόνος του είχε σκεφτεί, ότι ο «Κουτάλας» πρέπει να εξυπηρετεί τον κάθε πελάτη σε 10 δευτερόλεπτα. «Το είχαμε χρονομετρήσει! Δεν έφταναν δύο χέρια, χρειαζόταν βοήθεια, να του πιάνουμε τα πράγματα στα γρήγορα. Βοηθούσα από πιτσιρίκι κι η μητέρα μου επίσης, ακόμη κι οι μικρότερες αδελφές μου», θυμάται ο Γιώργος Παπάς, αναφερόμενος στην εποχή που άρχισε να βοηθάει τον πατέρα του στο περίπτερο. Ο Γιώργος δούλευε 2-3 ώρες εκεί από όταν ήταν 13 ετών. Σημαντικό στήριγμα για τον πατέρα του, τον Μιχάλη, ήταν βεβαίως και η μητέρα του, η κυρία Δήμητρα. Η σύζυγος του θρυλικού «Κουτάλα».
«Δημητρούλα, εσύ μέσα», θυμάται να της λέει ο πατέρας του. Για την κυρία Δήμητρα, η κουτάλα δεν ήταν δύσκολη υπόθεση, ήταν σκληρή γυναίκα. Μεγάλωνε τέσσερα παιδιά, ενώ ταυτόχρονα δούλευε. «Όταν ερχόταν να δουλέψει η μητέρα μου ήταν ήσυχος. Την έβαζε μέσα κι εκείνος τη βοηθούσε απ’ έξω. Οι γονείς μου δεν παραπονιόντουσαν ποτέ αν είχαμε πολλή δουλειά. Τον πατέρα μου τον ενδιέφερε πραγματικά να εξυπηρετεί τον κόσμο. Να τον βρίσκουν ανοιχτό. Ακόμη και στον κορονοιό, που πλέον ήταν άρρωστος και μείναμε κλειστά για να προστατευθεί, η έγνοια του ήταν, “πώς θα έρθει τώρα ο κόσμος”».
Ο Μιχάλης, ο Κουτάλας των παιδικών μας αναμνήσεων, έφυγε από τη ζωή πριν από περίπου τρία χρόνια. Ο γιος του, Γιώργος, είναι ο σημερινός Κουτάλας, ένας ακόμη ήρωας του καλοκαιριού, που σε καλημερίζει πάντα με χαμόγελο, στην αρχή της όμορφης περατζάδας στην οδό Ακτής στο Καβούρι.
Η πραγματική ιστορία του περιπτέρου
Πολλά άρθρα έχουν γραφεί ανά τις δεκαετίες για το διασημότερο περίπτερο της Αττικής, «τον Κουτάλα». Το περίπτερο άνοιξε στις αρχές του 60 από τον «κύριο Μιχάλη» – όχι όμως τον Μιχάλη Παπά. Ήταν ο Μιχάλης Παπαπολυχρονίου, δικηγόρος, και σκοπός του ήταν να βοηθήσει έναν τραυματία πολέμου να βγάλει την άδεια (Στυλιανός Κόλλιας). Κανείς από τους δύο δεν δούλεψε τελικά στο περίπτερο. Στο περίπτερο δούλεψε αρχικά ο Κώστας Ανδριόπουλος, που διετέλεσε και δημοτικός σύμβουλος στην περιοχή (κι ήταν γαμπρός του Μιχάλη Παπαπολυχρονίου). Αυτός ήταν ο πρώτος Κουτάλας.
«Η πλάτη του περιπτέρου ήταν στο δρόμο, είχε ένα σπίτι απέναντι. Δηλαδή, το περίπτερο κοιτούσε στο μπαλκόνι του απέναντι σπιτιού. Χτυπούσαν από τον δρόμο την πόρτα και του έλεγαν “Πέτα μας ένα πακέτο τσιγάρα να φύγουμε”. Άνοιγε την πόρτα και εξυπηρετούσε. Το έκανε για τον χαβαλέ. Μετά έγινε τρόπος δουλειάς. Άνοιξε λοιπόν το παράθυρο από τη μεριά του δρόμου. Αν δεν ήταν η κουτάλα, δεν θα σταματούσε κανένας», αφηγείται ο Γιώργος Παπάς.
Κουτάλα, πιατέλα, φτυάρι, σέσουλα… Αλλά κυρίως, «κουτάλα». Έτσι το γνώριζαν οι περισσότεροι εκείνη την εποχή. Ο Γιώργος μας εξήγησε ότι η κουτάλα είναι μπρούτζινη και το έλασμα που τοποθέτησε ο πατέρας του για να συγκρατεί τα χαρτονομίσματα, προέρχεται από σιδεροπρίονο. Με εμφανή σημάδια του χρόνου πάνω της, παραμένει εμβληματική και ο ίδιος δεν έχει σκοπό να την αντικαταστήσει. Τη χρησιμοποιεί ακόμα, παρότι δεν είναι το ίδιο χρήσιμη με παλιά. Είναι απλώς, ένα μέρος της παράδοσης εδώ, στα Νότια Προάστια.
«2 marlboro και ρέστα από 50άρικο»
Το 1992, ο Κώστας Ανδριόπουλος έβαλε ως συνεργάτη στο περίπτερο τον Μιχάλη Παπά και τελικά, του το παρέδωσε εξ ολοκλήρου το 1997-98, όταν βγήκε στη σύνταξη. Η κουτάλα μέχρι τότε ήταν μπρούτζινη με ξύλινη λαβή. Οι πελάτες του περιπτέρου ήταν εκπαιδευμένοι στη διαδικασία, ήξεραν πως μαζί με την παραγγελία τους, θα ενημερώσουν τον Κουτάλα με τι νόμισμα θα πληρώσουν, ώστε εκείνος να ετοιμάσει τα ρέστα. Κατέβαζαν το παράθυρο του συνοδηγού κι έδιναν την παραγγελία, «2 marlboro και ρέστα από 50άρικο».
Το πρώτο καλοκαίρι που ο Μιχάλης Παπάς έπιασε να δουλεύει στο περίπτερο, ξέσπασε πυρκαγιά. Όπως πιστεύεται ως τώρα, δεν ήταν τυχαίο γεγονός, αλλά εμπρηστική επίθεση. «Είχαν γίνει δύο ληστείες σε έναν μήνα και βάλαμε συναγερμό. Ένα βράδυ, λίγες μέρες μετά, ακούσαμε τον συναγερμό να χτυπάει. Μέναμε από κάτω. Μέχρι να βγούμε έξω να δούμε τι γίνεται, το περίπτερο είχε λαμπαδιάσει. Ο πατέρας μου έτρεχε με το λάστιχο, έσκαγαν γκαζάκια, προσπαθούσε με όλες τις δυνάμεις του να το σώσει, αλλά δεν σωζόταν. Αναγκαστικά, το περίπτερο ξηλώθηκε και αντικαταστήθηκε με νέο περίπτερο έπειτα από 15 ημέρες. Σε αυτήν την πυρκαγιά κάηκε και η παλιά κουτάλα. Ήταν μπρούτζινη με ξύλινο κοντάρι. Τώρα έχει αλουμινένιο κοντάρι, πιο ελαφρύ- και το πιάτο είναι φτιαγμένο από το ίδιο υλικό με το οποίο φτιάχνουν τα καράβια».
Ο Γιώργος θυμάται ότι εκείνα τα χρόνια υπήρχε και τεφτέρι. «Ο πατέρας μου έδινε συνέχεια και κάποιοι τον εκμεταλλεύονταν, δεν πλήρωναν ποτέ. Με ενοχλούσε αυτό», συμπληρώνει. Τον ρώτησα αν τον κλέβουν, όπως συμβαίνει στα περισσότερα, αν όχι σε όλα τα περίπτερα. «Το αντιμετωπίζω με χιούμορ. Μια φορά είδα ότι λείπει ένας χυμός, που δεν θυμάμαι να έδωσα. Μπήκα στην κάμερα και είδα… Ο ίδιος άνθρωπος ήρθε και την επόμενη ημέρα να αγοράσει κάτι και απλά το πρόσθεσα στον λογαριασμό του. Παραξενεύτηκε, του εξήγησα, πλήρωσε».
Το περίπτερο βρισκόταν σε εκπληκτικά στρατηγικό σημείο, επί της παραλιακής, εκεί που ενώνονται σήμερα η Βουλιαγμένης, η Ποσειδώνος και η Βάρης – Κορωπίου. Ούτε αυτό έγινε επίτηδες βέβαια και η κίνηση τότε δεν έχει σχέση με το σήμερα. Ωστόσο, πρόκειται για ένα πολύ διάσημο περίπτερο, που έχει παίξει τόσο σε ταινίες, όσο και στο κλιπάκι της Eurovision όταν αυτή φιλοξενήθηκε το 2006 στην Αθήνα. Σαν να λέμε, πήρε τα 15 δευτερόλεπτα διασημότητας σε παγκόσμια κλίμακα τότε. Στην Αττική ωστόσο, παραμένει διάσημο. «Ο μπαμπάς μου είναι ο πιο διάσημος περιπτεράς της Αθήνας!», λέει ο γιος του Γιώργου στους φίλους του.
«Το περίπτερο ήταν σε σημείο που εγώ αποκαλούσα το τρίγωνο των βερμούδων! Όπου και να ήθελες να πας, από εκεί θα περνούσες για να πας παραλία. Η ανάπτυξη των δεκαετιών 1990 – 2000, ειδικά όταν μπαίναμε στο ευρώ, σήμαινε ταυτόχρονα ανάπτυξη σε πολλά προϊόντα, που πριν δεν υπήρχαν στα περίπτερα. Μέχρι τότε, πήγαινες κυρίως για τσιγάρα και εφημερίδα. Όταν προστέθηκαν κι άλλα προϊόντα – κι ο πατέρας μου έβαλε ακόμα περισσότερα, όπως τα παιχνίδια παραλίας – χρειάζονταν πολλά χέρια βοήθειας. Είχε γίνει ένα περίπτερο όπου δεν μπορούσες να δουλέψεις μόνος σου».
Το Νοέμβριο του 2011 το περίπτερο μετακινήθηκε από την παραλιακή στην οδό Ακτής στο , καθώς η δημοτική αρχή αποφάνθηκε πως η λειτουργία του στην προηγούμενη θέση του εμπόδιζε την κυκλοφορία. Ο Γιώργος παραδέχεται πως «όντως δημιουργούσε πρόβλημα, έκλεινε τη μια λωρίδα. Ο κόσμος το ήξερε, δεν έτρεχε… Επίσης, το όριο ταχύτητας στο σημείο της στροφής, όπως και τα φανάρια δεν σε άφηναν να τρέξεις. Ωστόσο, είχαν πέσει 3-4 αυτοκίνητα πάνω στο περίπτερο. Από την άλλη όμως, υπήρχε και στάση λεωφορείου, θα μπορούσε να έχει γίνει μια εσοχή όπως σε πολλά άλλα σημεία της Βουλιαγμένης».
Καλοκαιρινές αναμνήσεις & η πραγματικότητα σήμερα
«Δουλεύουμε εποχιακά, κυρίως με παγωτά, αναψυκτικά, μπάλες θαλάσσης. Δεν μπορείς εύκολα να συντηρήσεις ένα περίπτερο με τόσα έξοδα. Τα ψυγεία δεν σταματούν να δουλεύουν. Είναι και τα κοινόχρηστα του Δήμου. Τον χειμώνα είναι πιο δύσκολα! Το 80% των πωλήσεων του χειμώνα αφορούν προϊόντα που αποφέρουν πολύ μικρό κέρδος. Αλλά επίσης, κόβει η κίνηση της περιοχής, οπότε δουλεύουμε λιγότερες ώρες. Άσε που, αν κάνει κρύο, τι να σου κάνει ένα αερόθερμο!», γελάει ο Γιώργος.
Ο Κουτάλας δεν είναι άνθρωπος, είναι ιδέα, σκέφτηκα. Κάποτε ήταν ο κύριος Κώστας, αργότερα ο Μιχάλης Παπάς και τώρα όλοι ξέρουν τον Γιώργο. Είναι γελαστός και πρόσχαρος και όταν τον ρώτησα αν του αρέσει που ο κόσμος τον φωνάζει με το μικρό του, είπε: «Φυσικά και μου αρέσει! Καταρχάς, εδώ είναι γειτονιά. Όταν σε φωνάζουν με το μικρό σου, σημαίνει πως τους έχεις κερδίσει, πως σε συμπαθούν».
Σε αυτό το σημείο να σας πω, πόσο δύσκολο είναι να κάνεις συνέντευξη με έναν ιδιοκτήτη περιπτέρου. Ανά 3-4 λεπτά, ο Γιώργος έπρεπε να εξυπηρετήσει κόσμο. Ένας ηλικιωμένος κύριος, παλιός Βουλιώτης, σταμάτησε με το αυτοκίνητο για εφημερίδα και τσιγάρα. Ένας άλλος κύριος, πέρασε με τα πόδια να πάρει μία μπίρα. Μια μητέρα με τα δύο της κοριτσάκια, με τα καπελάκια τους και έτοιμα για βουτιά στη θάλασσα λίγο παρακάτω, σταμάτησε για να πάρει προμήθειες για την παραλία. Τα κοριτσάκια, μέσα από το αυτοκίνητο, παρακολουθούσαν προσηλωμένα τη διαδικασία με την κουτάλα! «Πώς το κάνεις με τις κάρτες;», τον ρώτησα. «Μου αφήνουν την κάρτα, την περνάω και την επιστρέφω!», απαντάει γελώντας. «Αλλά όχι με τα κινητά, μην πέσει κανένα κάτω και σπάσει! Τους ζητώ να βγουν έξω να πληρώσουν με κινητό», συμπληρώνει.
Λίγο μετά, ήρθε ένα γερμανόφωνο γκρουπ με 15 μαθητές και 2 καθηγητές. Πήραν παγωτά και αναψυκτικά, δημιουργώντας μεγάλη ουρά, για να σταθούν ένας- ένας στο παραθυράκι και να πληρώσουν. «Είναι συχνό αυτό; Να έρχονται γκρουπ;», τον ρώτησα έκπληκτη. «Όχι!», απάντησε, «αλλά όταν συμβαίνει βοηθά την ημέρα, από άποψη κερδών!». Όπως μου εξήγησε, τα περίπτερα δεν είναι κερδοφόρα και μάλιστα, πιστεύει ότι στο μέλλον θα εκλείψουν. Μπορείτε να φανταστείτε μια Ελλάδα χωρίς περίπτερα;
Τα καλοκαίρια περνούν νεράκι για τον Γιώργο. «Δουλεύω στο περίπτερο από 13 χρόνων! Έκανα τον βοηθό, κυρίως στον κύριο Κώστα! Φορούσα φανελάκι και με ήξεραν ως “το παιδί με τα τιραντάκια”. Μου έδινε ο κύριος Κώστας την παραγγελία και πεταγόμουν στα γρήγορα να πιάσω ό,τι χρειαζόταν ο πελάτης. Αργότερα, δούλευα με τον πατέρα μου, ώσπου το ανέλαβα εξ ολοκλήρου. Ο κύριος Κώστας περνά τον περισσότερο καιρό στο χωριό πλέον, αλλά έχουμε επαφές, μιλάμε. Πάντα τον είχα σαν δεύτερο πατέρα μου!».
Τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια, ο Γιώργος μένει στην Αγία Παρασκευή με τη σύζυγο και τα δύο παιδιά τους. «Επειδή όμως πάντα ερχόμουν εδώ, είναι σαν να μην έφυγα ποτέ. Από καλοκαίρι πάντως… Ούτε το πόδι μου δεν έχω βάλει στη θάλασσα ακόμα!», σχολιάζει και θυμάται τα δικά του παιδικά καλοκαίρια με νοσταλγία. «Έχουν αλλάξει οι εποχές. Παλιά, πετάγαμε τις τσάντες μετά το σχολείο κι ερχόμασταν εδώ για μπάνιο, γυρνούσαμε όταν σκοτείνιαζε. Δεν υπήρχε φόβος! Παίρναμε το λεωφορείο και πηγαίναμε μόνοι μας στη Γλυφάδα. Δεν είχαμε κινητά, ούτε videogames, η ιδιωτική τηλεόραση μόλις που είχε ανατείλει… Οπότε, ήμασταν όλη μέρα έξω».
Ως ο νεότερος «Κουτάλας» της περιοχής, ο Γιώργος πρόσθεσε κάτι ακόμα στο περίπτερο. Τη μουσική! «Πωπω, τι μου βάζεις εδώ πέρα, ντάπα – ντούπα», παραπονιόταν ο πατέρας του και την έκλεινε, όπως θυμάται και χαμογελάει.
Πηγή: noupou.gr