Ο Λευτέρης Κουσαθανάς είναι ο γνωστός-άγνωστος που κρύβεται πίσω από το γνωστό-άγνωστο must των αθηναϊκών καλoκαιριών. Ναι, ακριβώς. Είναι ο Λευτέρης. Και το μπαράκι στα Λιμανάκια είναι δικό του.
“Αυτή η ιστορία ξεκίνησε πριν από 46 χρόνια. Λίγο πριμ το 1970 εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Τότε έστησε ο πατέρας μου το μαγαζί στα λιμανάκια. Ο χώρος αυτός ανήκει στην εκκλησία. Όπως και όλο το κομμάτι “τα λιμανάκια”, και πάνω και κάτω από την θάλασσα. Απ’ την ταβέρνα του Λάμπρου, μέχρι και το island. Το ίδιο και με την καντίνα.. Εξέδρες, σκάλες, τα πάντα. Εμείς λοιπόν σαν οικογένεια το δουλέψαμε από την πρώτη μέρα μέχρι και σήμερα. Στην αρχή ήταν τρεις οι καντίνες αλλά εν τέλει με το πέρασμα των χρόνων έμεινε μόνο το δικό μας. Σιγά σιγά μας έμαθε ο κόσμος, παρότι δεν έχουμε ταμπέλες ή έστω έτσι ένα όνομα. Η αλήθεια είναι ότι το επιλέξαμε αυτό. Έτσι θέλουμε να είναι και βοηθάει πολύ. Να μας μαθαίνουν στόμα με στόμα και να έρχεται κόσμος που θα αγαπήσει και θα σεβαστεί αυτό το απίστευτης ομορφιάς μέρος. Όπως κι έγινε δηλαδή και το μαγαζί έγινε γνωστό ως “Στου Τζο”, από τον πατέρα μου”.
“Το αναψυκτήριο δούλευε για πάρα πολλά χρόνια με μαθητές και με κόσμο που ερχόταν με το λεωφορείο. Το μεγάλο προνόμιο αυτού του μαγαζιού είναι ότι έχει ακριβώς από πάνω του την στάση του λεωφορείου. Έτσι, αν το καλοσκεφτείς έχουν περάσει τρεις γενιές ανθρώπων. Ερχόντουσαν εδώ όλα τα σχολεία της Αττικής. Δυτικά προάστια, Γλυφάδα, Νέα Σμύρνη, Παλαιό Φάληρο, Καλλιθέα. Θυμάμαι όταν ήμουν μικρός ανοίγαμε τον Μάιο και λέγαμε για πλάκα είναι «ο μήνας των κοπανατζήδων». Άνοιγε ο καιρός και όσοι την «κάνανε» απ’ το σχολείο ερχόντουσαν εδώ για το μπανάκι τους στα κρυφά. Το αστείο είναι ότι έχω ακόμα μαθητές. Είναι για αυτούς κάτι στάνταρ. Πάει στόμα με στόμα και κάθε χρόνο έρχεται νεολαία”.
“Σε κάποια φάση είχαμε βάλει και στο μαγαζί και θαλάσσια σπορ. Είχαμε windsurf, ποδήλατα θαλάσσης, κανό. Μόνο θαλάσσιο σκι δεν είχαμε καταφέρει να βάλουμε γιατί αυτή η θάλασσα δεν βοηθάει και πολύ για κάτι τέτοιο. Μετά έχασα τον πατέρα μου, το 2001, και έτσι ανέλαβα το αναψυκτήριο εξ ολοκλήρου εγώ. Τη δουλειά την ήξερα γιατί από το 1993 είχα αναλάβει το βράδυ. Ακόμα και σήμερα το μαγαζί είναι 24ωρο, δεν κλείνει ποτέ. Βέβαια το βράδυ είναι άλλος κόσμος. Κόσμος που έρχεται να πιει το ποτό του και να χαλαρώσει, όχι να κολυμπήσει. Τώρα δε που κόψανε και τις κόντρες έρχεται τα βράδια πολύς περισσότερος κόσμος. Όπως και να το κάνεις οι κόντρες έδιωχναν κόσμο που φοβόταν ακόμα και να παρκάρει”.
“Το μαγαζί, όπως και να το δεις είναι λίγο ‘ιδιαίτερο. Ακόμα και σήμερα δεν έχει ούτε ρεύμα, ούτε νερό. Το ρεύμα να φανταστείς πέρασε από πάνω μας με τις εργασίες που έγιναν για τους Ολυμπιακούς αγώνες. Έτσι όπως καταλαβαίνεις η δυσκολία αυτού του μαγαζιού είναι οι προμήθειες. Η όλη διαδικασία είναι λίγο «ινδιάνικη». Ατελείωτο κουβάλημα για να είναι το μαγαζί όπως θέλω και όπως πρέπει. Να μην ξεμένει ποτέ. Κρύο νερό, πάγος, παγωμένη μπύρα. Έχω διαμορφώσει ένα αυτοκίνητο, το έχω ψηλώσει δηλαδή, αλλά μην φανταστείς, μόνο λίγα μέτρα κερδίζω. Όλα τα άλλα είναι με τα χέρια. Και δεν είναι μόνο αυτά που πάω είναι και αυτά που πρέπει να φέρω πίσω. Εννοώ τα σκουπίδια. Δεν είναι καθόλου εύκολο. Ότι έχει αυτό το μαγαζί απαιτεί διπλή προσπάθεια και κόπο”.
“Τώρα που το σκέφτομαι και σου περιέγραψα τι περνάω κάθε μέρα το μόνο που μερικές φορές με στεναχωρεί είναι ο κόσμος. Νιώθω ότι δεν καταλαβαίνει. Έχω τον καφέ 2,50 ευρώ, και μιλάμε για πρώτης ποιότητας καφέ και πάλι έρχονται πολλοί με καφέ από τον δρόμο και μου ζητάνε να τους βάλω πάγο. Δεν έχει καθόλου να κάνει με τα 2,50 ευρώ που δεν θα μου δώσει, απλά μου δείχνει ότι δεν με σκέφτεται. Τον κόπο που απαιτείται για να είναι εδώ ο χώρος καθαρός, περιποιημένος και όμορφος. Να συντηρώ τις γεννήτριες, να καθαρίζω. Πολλές φορές έρχομαι ξημερώματα και καθαρίζω τα βράχια με πιεστικό για να είναι καθαρά να έρθει να κάτσει ο κόσμος”.
“Με τα χρόνια ο κόσμος φυσικά και έχει αλλάξει. Είναι πολύ λογικό να βλέπεις διαφορές. Μερικές φορές με πιάνει να θέλω να πω προς το χειρότερο γιατί νομίζω ότι έχουμε μια έλλειψη παιδείας. Είναι κάτι που το βλέπω απ’ τα σκουπίδια που αφήνουν. Καμία συγκίνηση. Παλιά θυμάμαι έψαχναν οι άνθρωποι τους κάδους. Όμως πάλι μόλις πάει να με πάρει από κάτω γίνεται κάτι και λέω μέσα μου πώς υπάρχει ελπίδα. Φέτος, ας πούμε, ήρθαν στην αρχή της σεζόν κάτι πιτσιρίκια με σακούλες και μάζευαν τα πάντα. Από μόνοι τους, χωρίς να τους το πει κανένας. Κάθισαν δύο εβδομάδες. Μάζεψαν σκουπίδια από παντού. Απ’ το βουνό, απ’ τα βράχια. Μου είπαν ότι τους αρέσει το μέρος και θέλουν να το καθαρίσουν”.
“Το μέρος εδώ είναι μαγικό. Αυτή είναι η επιτυχία του μαγαζιού. Εντάξει φυσικά και αναγνωρίζω ότι και εμείς έχουμε συμβάλλει γιατί τρέχουμε, αλλά το μέρος είναι από μόνο του υπέροχο. Υπάρχει κόσμος στην Αθήνα που το αγαπάει αυτό πολύ το μέρος. Ήρθε ένας κύριος, περίπου 60 χρονών, πριν από κάτι μέρες που ήξερε τον πατέρα μου, γιατί ερχόταν εδώ όταν ήταν μαθητής. Τα περισσότερα χαιρετίσματα πάνε στον πατέρα μου. Η θάλασσα είναι η πιο καθαρά θάλασσα του Σαρωνικού και δεν το λέω έτσι. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας του πηγαδιού. Έχει μια τρύπα που ξεκινάει από τα 12 μέτρα βάθος και πάει μέχρι τα 30. Υπάρχει και ένα τούνελ που πάει προς βουλιαγμένη που δεν έχουν βρει ακόμα πού και πώς συνδέεται. Πολλοί λένε ότι πάει στη λίμνη, αλλά ποιος ξέρει; Αυτή λοιπόν η «τρύπα», με διάμετρο γύρω στα 5 μέτρα, λογικά κάπου αδειάζει και τραβάει νερό με 3 μίλια την ώρα. Έχει πολύ δύναμη το ρεύμα και ως αποτέλεσμα το νερό δεν μένει ποτέ στάσιμο στον κόλπο. Επί σειρά ετών ερχόντουσαν κάθε Τρίτη απ το χημείο του κράτους και έπαιρναν δείγμα νερού”.
“Η συντήρηση είναι δύσκολη, απαιτητική και έχει δύο φάσεις. Κλείνουμε τέλη Οκτώβρη και ανοίγουμε μέσα Απριλίου. Τόσο στο κλείσιμο όσο και στο άνοιγμα βάφουμε. Πρέπει να βγάλει το μαγαζί και το χειμώνα οπότε το βάψιμο του κλεισίματος είναι καθαρά για προστασία. Επίσης, το μαγαζί θέλει και φύλαξη. Το χειμώνα είμαστε πρωί βράδυ εκεί. Είναι απόμερο το μέρος και θέλει προσοχή”.
“Εμένα εδώ πέρα είναι η ζωή μου. Ο πατέρας μου εδώ με μεγάλωσε. Αισθάνομαι σαν να είναι το σπίτι μου. Μπορεί να μην μου ανήκει το μέρος, όμως το αγαπάω, το σέβομαι και θέλω να το κρατήσω έτσι. Το μαγαζί ακόμα και στα χρόνια που έρεε το χρήμα στη χώρα ήταν πάντοτε το ίδιο. Δεν θα επεκταθώ με τραπεζοκαθίσματα, ή νέες πασαρέλες. Δεν θα διαταράξω το περιβάλλον. Αυτοί είμαστε και όσους χωράμε”.