Οι κόντρες στους δρόμους μεταξύ Βουλιαγμένης και Βάρκιζας δεν τελειώνουν. Και, απ’ ό,τι φαίνεται, οι συμμετέχοντες δεν πτοούνται ούτε από νεκρούς. Μια Παραλιακή του τρόμου και της ασυδοσίας…
Άρθρο Γιάννη Κωνσταντόπουλου
Όχι μόνον από τον πρόσφατο θάνατο του γνωστού τράπερ που, μοιραία λόγω «επωνυμίας», έγινε πρωτοσέλιδο, αλλά και άλλων δύο νεαρών της διπλανής πόρτας: Ο ένας μετά τη Βάρκιζα και ο δεύτερος λίγα μόλις μέτρα πριν από το σημείο όπου σκοτώθηκε ο Mad Clip. Και οι δύο με μηχανές. Μέσα σε δυο μήνες τρεις νεκροί σούμα.
Σόρι, αλλά είναι τόσο χιλιοπαιγμένο. Μια ιδιότυπη, ανούσια, παράνομη και, εν δυνάμει, επικίνδυνη ιστορία. Και έχει ρίζες. Αν θυμάστε, από τα χρόνια της «Βούτας», εκεί, στο κατέβασμα της Βουλιαγμένης, στη γέφυρα του Praktiker αλλά και πιο κάτω, στη λεγόμενη «Μαύρη». Για την ιστορία, την έλεγαν έτσι επειδή σε εκείνο το σημείο η άσφαλτος είχε σκούρο χρώμα. Ο κόσμος έκλεινε σχεδόν όλη τη λεωφόρο. Στη συνέχεια; Τα κλασικά Λιμανάκια. Και δεν έχει τέλος. Μια Παραλιακή του τρόμου και της ασυδοσίας.
Mad Clip, οικόπεδα και πιτσιρικάδες Πατήστε εδώ Δεν ‘πα να λένε ότι δεν θα συνέβαιναν όλα αυτά αν υπήρχαν πίστες. Ναι, πρέπει να γίνουν πίστες. Αλλά θα πάρει δεκαετίες για να εκτονωθεί το πρόβλημα. Κι αυτό γιατί το θέμα των παιδιών που σουζάρουν στην Παραλιακή, δεν είναι η απουσία πίστας. Πόσοι, νομίζετε, θα πήγαιναν στα όρια της Αττικής (ως γνωστόν, έχουμε και στα Μέγαρα) ή και έξω από αυτήν, πόσοι θα πλήρωναν καύσιμα, διόδια, εισιτήριο εισόδου και κάνα σετ λάστιχα για μερικούς γύρους; Και, τι; Χωρίς το φιλοθέαμον κοινό; Η υποκουλτούρα των δρόμων δεν χαμπαριάζει από τέτοια. Θέλει να γίνεται ήρωας στους δρόμους. Νόμος.
Εχω την αίσθηση πως είναι τόσο πασέ η ιδέα της κόντρας σε μια πολυσύχναστη ευθεία δρόμου, μπροστά σε ένα άσχετο, σύμμικτο και χαβαλεδιάρικο κοινό, που θα περίμενε κανείς πως, μετά από μερικές δεκαετίες, αναρίθμητα ατυχήματα και αρκετούς θανάτους, όπως, για παράδειγμα, εκείνον στο Riba’s, η ιδέα για μαζώξεις που με θράσος κυκλοφορούν και αναμεταδίδονται στα κοινωνικά δίκτυα εν είδει ραντεβού στην Παραλιακή, θα ‘πρεπε, αν μη τι άλλο, να σνομπάρεται ακριβώς ως τέτοια: υποκουλτούρα πολλών κυβικών.
Την ίδια στιγμή, κάποιοι θεωρούν επιτυχία να μαζευτούν κάνα δυο χιλιάδες άτομα, να γίνει χάζι με «φτιαγμένα», καγκουρεμένα, θορυβώδη σιδερικά και να «πατήσουν» στην ευθεία – παρέα με την απαραίτητη «μαρίδα» από «παπιά». Γενικώς να γίνει τζόγος. Αντιθέτως, οποιοσδήποτε έχει στοιχειωδώς μια υγιή αντίληψη αυτοκινήτου και πραγματικών ικανοτήτων οδήγησης και δεν παλιμπαιδίζει ως boy racer με βαριές ανάγκες επίδειξης, βρίσκει το θέαμα αφελές, εξόχως επικίνδυνο και οδηγικά τελείως ανούσιο.
Θες να απολαύσεις την οδήγηση; Τράβα σε μια πίστα. ‘Η σε τέρμα ερημιές. Θες να χαβαλεδιάσεις; Κάν’ το χωρίς να εκθέτεις τους άλλους, χωρίς να προκαλείς. Ακόμα καλύτερα; Πιες μπύρες (αλλά μην οδηγείς), κάνε φάρσα στον κολλητό σου. Θες αδρεναλίνη; Κάνε μπάντζι τζάμπινγκ. Θες να δείξεις ότι είσαι μεγάλος driver; Σόρι, δεν χρειάζεται να «δείξεις» τίποτα. Αναμετρήσου με τον εαυτό σου.
Ουδείς αναμάρτητος, αλλά ευτυχώς η Βούτα, η «Μαύρη», τα Λιμανάκια, το Riba’s, ο «Λαϊνόπουλος», η Κερατέα δεν είναι πια αυτό που κάποτε ήταν. Έχουν κόσμο αλλά όχι τόσο όπως κάποτε. Στη Βάρκιζα, πάντως, το πάρτι συνεχίζεται. Όπως και συνεχίζει να είναι κρίμα, λάθος και αμέλεια που ακόμα και σήμερα ο έλεγχος είναι ανεπαρκής. Μέχρι τον επόμενο νεκρό, το επόμενο πρωτοσέλιδο, το επόμενο βαρετό ευχολόγιο.
Πηγή: Protagon.gr