Όταν ξέσπασε ο πόλεμος έφυγε από την Οδησσό μαζί με την κόρη της, αφήνοντας τον άνδρα της πίσω, στην πρώτη γραμμή. Περπάτησε δύο μέρες για να βρεθεί στην Ελλάδα και, έναν χρόνο μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, έχει χτίσει μια νέα -αλλά “προσωρινή” όπως η ίδια λέει- ζωή στα νότια προάστια της Αθήνας. Η Αλεξάνδρα Κουζμίνα διηγείται στο NouPou την ιστορία της.
Φωτογραφίες: Ιωάννα Μορφινού
Η Αλεξάνδρα έζησε το ξέσπασμα του πολέμου στη χώρα της. Μία εβδομάδα αργότερα, αναγκάστηκε να πάρει την τεσσάρων τότε ετών κόρη της και να εγκαταλείψει την Ουκρανία, αφήνοντας πίσω τον σύζυγό της που είχε επιστρατευθεί. Κατέληξε σχεδόν τυχαία, όπως εξηγεί, στην Αθήνα και συγκεκριμένα στα νότια προάστια. Μην γνωρίζοντας τη γλώσσα μας (πλέον μιλά λίγα ελληνικά – η συνέντευξή μας παρ’ όλα αυτά πραγματοποιήθηκε στα αγγλικά), κλήθηκε να αρχίσει μια νέα ζωή εδώ. Σήμερα δουλεύει στην Teleperformance ως Αντιπρόσωπος Υποστήριξης Πελατών και παλεύει για ένα καλύτερο μέλλον για εκείνη και την οικογένειά της.
Τη συναντήσαμε στο σπίτι της στη Βάρκιζα για να ακούσουμε την ιστορία της.
Πώς πήρες την απόφαση να εγκαταλείψεις το σπίτι σου και πώς έφτασες μέχρι εδώ;
Η φράση που από τις 24 Φεβρουαρίου 2022 βρίσκεται στο στόμα κάθε γυναίκας στην Ουκρανία είναι “Και ποιος μας θέλει στη χώρα του;”. Όλες φοβούνται να πάρουν την απόφαση να φύγουν και το καταλαβαίνω απόλυτα. Ο παππούς μου, που έχει φύγει από τη ζωή, με βοήθησε να πάρω αυτή την απόφαση. Εκείνος είχε ζήσει μια δύσκολη ζωή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και εκτελέστηκε από την ΕΣΣΔ μαζί με την οικογένειά του. Στις 4 Μαρτίου, μια εβδομάδα μετά το ξέσπασμα του πολέμου και τη μέρα των γενεθλίων του παππού μου, βρέθηκα στα σύνορα Ουκρανίας-Ρουμανίας φοβισμένη, συντετριμμένη αλλά ευγνώμων στο σύμπαν και τον άντρα μου. Εκείνη την ώρα έπρεπε να επιλέξω μια αγγλόφωνη χώρα, μιας που ήξερα αγγλικά, και αυτή που διάλεξα ήταν η Ελλάδα. Eκείνη τη στιγμή δεν έβγαλα μια λίστα με χώρες, ούτε σκέφτηκα προοπτικές, καθώς δεν υπήρχε η πολυτέλεια του χρόνου. Για μένα ήταν πιο σημαντικό να είμαι αρτιμελής για να μπορώ να βοηθήσω το παιδί μου. Δεν σκοπεύουμε άλλωστε να μείνουμε εδώ για πάντα. Έχουμε ένα σπίτι, έχω έναν άντρα στην Ουκρανία. Κάθε βράδυ προσευχόμαστε για να κερδίσουμε και να επιστρέψουμε σπίτι μας. Προς το παρόν το καλύτερο που μπορώ να κάνω είναι να χτίσω μια προσωρινή ζωή για την κόρη μου εδώ. Δεν ξέρουμε όμως πότε θα γυρίσουμε πίσω.
Πώς ένιωσες σε όλη αυτή τη διαδρομή από την Ουκρανία προς την Ελλάδα;
Ο δρόμος ήταν πνευματικά και σωματικά δύσκολος. Φοβήθηκα πολύ, γιατί ήμουν με ένα παιδί. Η κόρη μου όμως μου λέει, από τότε που έγινε όλο αυτό, “μαμά, αντέχεις”. Αυτό μου έδινε δύναμη να συνεχίσω. Ο άντρας μου είχε την ευκαιρία να μας πάει στα σύνορα όμως μετά ήμασταν μόνες μας. Ξεκίνησα με τα πόδια – εγώ, ένα καρότσι και μια τεράστια τσάντα. Ο δρόμος για την Ελλάδα διήρκησε δύο μέρες και δεν ήταν εύκολος. Είμαι όμως περήφανη για την κόρη μου και για τον εαυτό μου και για όλες τις Ουκρανές μητέρες που πήραν τα παιδιά στην αγκαλιά τους και έφυγαν, διασχίζοντας χιλιάδες χιλιόμετρα για να σώσουν ό,τι πιο πολύτιμο έχουν, τα παιδιά τους.
Πώς σου φέρθηκαν οι άνθρωποι εδώ στην Ελλάδα και στα νότια προάστια της Αθήνας όπου μένεις σήμερα;
Καταρχάς, είμαι πολύ ευγνώμων για την πραγματική φιλοξενία που δέχτηκα από τους Έλληνες εδώ. Από τις πρώτες μέρες μου στη Βάρκιζα, οι άνθρωποι μου έφερναν ρούχα, φαγητά, είδη πρώτης ανάγκης, παιχνίδια για την κόρη μου, καρότσια, ποδήλατα και πολλά ακόμα! Άρχισα να νιώθω μέλος της ελληνικής οικογένειας. Όταν φεύγεις έτσι από την πατρίδα σου, δεν μπορείς να χωρέσεις όλη σου τη ζωή σε μια βαλίτσα. Δεν χωράνε σε βαλίτσα τα συναισθήματα, οι άνθρωποί σου και όσα ζούσαμε στη χώρα μας πριν τον πόλεμο. Βρήκα ένα ασφαλές μέρος αλλά οι εφιάλτες συνεχίζουν να με στοιχειώνουν και κάθομαι και αναρωτιέμαι γιατί να συμβαίνει όλο αυτό. Πάντως, το γεγονός ότι απολύτως άγνωστοι άνθρωποι ήρθαν και μας έφεραν πράγματα ήταν πολύ συγκινητικό.
Γεννήθηκες στο Καζακστάν, από το οποίο έφυγες όταν ήσουν 8 ετών. Πώς νιώθεις που αφήνεις την πατρίδα σου και το σπίτι σου για δεύτερη φορά;
Το γεγονός ότι είχα αφήσει το παιδικό μου σπίτι, με έμαθε να ζω σε μια νέα χώρα, αλλά παράλληλα όλο αυτό με στενοχωρεί πολύ. Τον πρώτο καιρό σκεφτόμουν “γιατί μου συνέβη ξανά αυτό;”, ήταν κάτι σαν deja vu. Η συμβουλή που μπορώ να δώσω σε κάποιον που περνάει κάτι αντίστοιχο είναι να αναζητήσει υποστήριξη από ψυχολόγο. Επίσης, να βρουν στη νέα χώρα όπου βρίσκονται άλλους ανθρώπους από την πατρίδα τους και να μοιραστούν σκέψεις, φόβους, προβληματισμούς και συναισθήματα. Και μια τελευταία συμβουλή -που προσωπικά με βοήθησε πολύ: Ξεκινήστε να μαθαίνετε τη γλώσσα της χώρας που ζείτε το συντομότερο δυνατό. Εγώ έχω ξεκινήσει να μαθαίνω ελληνικά, όπως και η μικρή μου, από τον Σεπτέμβριο. Να κάνετε δραστηριότητες που θα σας δώσουν την αίσθηση ότι ελέγχετε τη ζωή σας και πάλι.
Η κόρη σου βρίσκεται σε μια πολύ τρυφερή ηλικία. Δεν μπορώ να φανταστώ πόσο δύσκολο μπορεί να ήταν για εκείνη όλο αυτό.
Η κόρη μου έχει έναν πολύ δυναμικό χαρακτήρα. Παρ’ όλα αυτά, ενώ στην αρχή φαινόταν πως δεν φοβόταν τις εκρήξεις και τους βομβαρδισμούς, στη συνέχεια ήταν προφανές πως άρχισε να επηρεάζεται η ψυχική της υγεία. Από την πρώτη μέρα πάντως ξέρει ότι υπάρχει πόλεμος στην Ουκρανία. Εμείς δεν της κρύψαμε τίποτα, για να μπορέσουμε να την προστατεύσουμε. Ως γιατρός ήξερα πώς να το διαχειριστώ και πώς να της μιλήσω. Στους ήχους της σειρήνας για παράδειγμα, ήξερε πως έπρεπε να κρυφτεί. Ήταν κανόνας! Πολλά παιδιά στα υπόγεια καταφύγια έχουν ζωές, διαβάζουν και κάνουν ό,τι μπορούν. Εδώ στην Ελλάδα η μικρή προσαρμόστηκε πολύ γρήγορα, από την πρώτη μέρα στον παιδικό σταθμό. Δεν με έψαξε, δεν φοβήθηκε να μείνει χωρίς εμένα. Έκανε φίλους από την Ελλάδα, παρόλο που δεν ήξερε ελληνικά ή αγγλικά. Παράλληλα με τα ελληνικά προσπαθούμε να την προετοιμάσουμε και στα ουκρανικά μαθήματα.
Η Οδησσός είναι ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια της Ουκρανίας και έχει συνδεθεί με την ελληνική ιστορία. Είναι αυτή η σύνδεση προφανής σε κάποιον που την επισκέπτεται;
Η Οδησσός είναι μια πολυπολιτισμική πόλη, αλλά οι Έλληνες έχουν μια ξεχωριστή θέση εκεί. Σχεδόν στην καρδιά της πόλης βρίσκεται το παράρτημα του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού. Όλοι γνωρίζουν ότι οι Έλληνες ήταν από τους πρώτους “ξένους” που ήρθαν να εγκατασταθούν στην πόλη. Όμως, αυτό που τους συνδέει από πάντα με την πόλη είναι η ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας. Το σπίτι στο οποίο έκαναν τις συναντήσεις βρίσκεται στην οδό Krasny Pereulok 18. Ανήκε στον διάσημο πατέρα του Δημάρχου της Οδησσού, Grigory Grigoryevich Marazli. Αν επισκεφθεί κάποιος στην Οδησσό, θα δει σίγουρα τη σύνδεση με τον ελληνικό πολιτισμό.
Η οικογένειά σου και ο άντρας σου έμειναν πίσω στην Ουκρανία. Πώς είναι η ζωή εκεί;
Ο άντρας μου είναι στην πρώτη γραμμή. Όλη η υπόλοιπη οικογένειά μας και οι φίλοι μας μένουν στην πόλη. Ο κόσμος το συνήθισε όλο αυτό. Όμως, λόγω των συνεχών επιθέσεων στις υποδομές, τις περισσότερες φορές δεν έχουν ρεύμα. Αλλά αυτό δεν εμποδίζει τους ανθρώπους να λάβουν εκπαίδευση, να διαβάζουν, να πηγαίνουν στις δουλειές τους. Οι άνθρωποι έχουν μάθει να κάνουν ό,τι είναι απαραίτητο, από τη στιγμή που υπάρχει ηλεκτρικό ρεύμα, λίγες ώρες την ημέρα. Ακόμα και στο Λβίβ, με πλήρη συσκότιση, οι γιατροί μπόρεσαν να κάνουν μια πολύ περίπλοκη επέμβαση με τη βοήθεια γεννητριών. Φυσικά η ζωή στην Οδησσό δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό που έχουν βιώσει οι άνθρωποι σε άλλες περιοχές. Ο Ουκρανικός λαός έχει ένα ρητό από τον Roman Shuhevich που λέει: “Αγωνιζόμαστε όχι επειδή μισούμε αυτούς που έχουμε μπροστά μας, αλλά επειδή αγαπάμε αυτούς που βρίσκονται πίσω μας”.
Πότε είδες τελευταία φορά τον άντρα σου;
Είχα μια μοναδική ευκαιρία να επισκεφτώ την πόλη μου, την Οδησσό, τον Ιανουάριο και να δω τον άντρα μου, όταν υπήρξε παύση πυρών. Θυμάμαι έντονα εκείνες τις μέρες, τότε που για λίγο τα ξεχνάγαμε όλα. Μέχρι να ακούσουμε ξανά τη σειρήνα.
Πηγή: nou-pou.gr