Αθηναϊκή Ριβιέρα: Μια βόλτα από τη Βουλιαγμένη ως το Σούνιο, στην αιώνια λιακάδα του καθαρού ορίζοντα.
Έχω μια φίλη που λέει ότι η «πραγματική» Αθηναϊκή Ριβιέρα ξεκινάει μετά τη Βούλα· εκεί που πέφτει η Βουλιαγμένης στην παραλιακή. Δεν ξέρω αν συμφωνώ, αν κι υπάρχει μια αλήθεια σ’ αυτό που λέει: πιο πριν –στο Φάληρο, το Καλαμάκι, το Ελληνικό, τη Γλυφάδα– όλα έχουν μια αίσθηση πιο αστική. Κι ύστερα περνάς το Ασκληπιείο Βούλας κι ο δρόμος πλαταίνει, βάζεις επιτέλους άφοβα πέμπτη (ή έκτη) ταχύτητα στο αμάξι κι ο ορίζοντας ανοίγεται: βλέπεις το Καβούρι από απέναντι και τον λαιμό της Βουλιαγμένης, ο Αστέρας τα βράδια λαμποκοπά σαν αστράκια πάνω στη γη.
Και νιώθεις ότι αυτή είναι η τελική ευθεία πριν από κάτι που όντως αρχινά στη συμβολή της Βουλιαγμένης με την Ποσειδώνος: την άγρια αθηναϊκή ριβιέρα (χωρίς κεφαλαία), τις παραλίες και τους κόλπους, τις στροφές και τα νερά των παιδικών μας χρόνων, τα μυθικά μέρη που ακόμα κρατούν μακριά το άστυ και γεμίζουν το μυαλό μας με ήλιο καλοκαιρινό και κρύο, φρέσκο αέρα τους χειμώνες.
Η πρώτη αίσθηση την ώρα που αφήνεις πίσω την Ποσειδώνος και μπαίνεις στη λεωφόρο Αθηνάς (τη συνέχισή της παραλιακής προς Βουλιαγμένη) είναι το πράσινο. Ξαφνικά, εκεί που είχες σπίτια και θάλασσα, τώρα έχεις πεύκα, πεύκα, πεύκα δεξιά κι αριστερά, σαν να σου λένε καβαφικά «αποχαιρέτα την, την Αθήνα που χάνεις». Εκεί στις αρχές, δίπλα στο βενζινάδικο της Aegean, που τώρα βάζουν πετρέλαιο τα πειραγμένα αμάξια που κάνουν κόντρες στην παραλιακή και συναντιούνται μετά τη Βάρκιζα, υπήρχε τη δεκαετία του 1960 το σπίτι ενός τύπου που έβγαινε με άμαξα με άλογα κι ανέβαινε βόλτα μέχρι το Σύνταγμα ντυμένος με αρχαιοελληνική χλαμύδα. Πώς αλλάζουν οι καιροί…
Αφήνω να με προσπεράσουν τα αμάξια που ξεκινούν να μαρσάρουν αναγνωρίζοντας το ένα το άλλο και φτάνω χαλαρά ως τον Λαιμό. Δεν στρίβω δεξιά: αυτά ήταν για όταν έβγαλα το λύκειο κι ερχόμουν για θαλάσσιο σκι στον Λόλο και για εξερευνητικές βόλτες στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου (με τα πλακάκια του α λα Λουμπαρδιάρης) ή στον ναό του Απόλλωνα Ζωστήρα μες στον Αστέρα. Τώρα μπροστά μου έχω την πλαζ του ΕΟΤ, βαφτισμένη (τίμια) με το όνομα του Λουκιανού Κηλαηδόνη, προς μνήμην του θρυλικού πάρτι του, κι όπου μαζεύονται τις Κυριακές του χειμώνα οι we swimmers του Πέτρου Παρθένη και κολυμπάνε, να ξορκίσουν τον χειμώνα και τα κρύα νερά μες στις λιακάδες του Γενάρη και του Φλεβάρη.
Και μέχρι να καβατζάρεις μια δυο στροφές, έχεις αφήσει πίσω οποιαδήποτε αστική επίφαση κι απλώνεται μπροστά σου ο Σαρωνικός μέχρι τη Σαρωνίδα κι ακόμα πιο πέρα. Περνάς την ξύλινη καντίνα της πρώτης στροφής –όπου τη βγάζαμε με μπίρες τις νύχτες με αφραγκίες–, το θρυλικό island –όπου μεγάλωσαν γενιές και γενιές Αθηναίων και παραμένει, ίσως, το ωραιότερο club της παραλιακής– και φτάνεις στη Βάρκιζα, το τελευταίο (πια) προάστιο της Αθήνας και την αρχή της ανατολικής Αττικής: τον τέλειο συνδυασμό ημιαστικού περιβάλλοντος και θάλασσας, μια πολιτεία με ήσυχα, κατάφυτα μπαλκόνια και νωχελικούς δρόμους, δέκα λεπτά από την Αττική οδό, το μόνο μέρος (πλην της Γλυφάδας) που μάζευε από παλιά «ξένους» κι είχε στα περίπτερά του ξένο τύπο, ακόμα και σκανδιναβικές εφημερίδες. Τα θρυλικά πιροσκί του Γεωργιάδη σερβίρονται ακόμα, αλλά τα μαγαζάκια της παιδικής μου ηλικίας με τις φουσκωτές βάρκες και τα βατραχοπέδιλα κάθε μεγέθους έχουν εξαφανιστεί.
Εντωμεταξύ η Βάρκιζα έχει γίνει πια ένα με τη Βάρη, έχει αποκτήσει μέχρι και multiplex σινεμά, παραμένει όμως ένα ωραιότατο μέρος να ζεις χειμώνα καλοκαίρι (αν δεν θες να έχεις γύρω σου μόνο χωράφια, εννοώ), για να πίνεις τα ουζάκια σου στον Ναυτικό Όμιλο πάνω στο κύμα λίγο πριν πέσει το βράδυ και να νιώθεις ότι ζεις όσο πρέπει μακριά από την Αθήνα. Εμείς που ζούμε παραπέρα, καμιά φορά ζοριζόμαστε με τα επόμενα χιλιόμετρα, κερδίζουμε όμως μία από τις ωραιότερες οδηγικές διαδρομές τις Αττικής: την κούρμπα της Βάρκιζας, που σε βγάζει εντελώς πια στην εξοχή, τα πρώτα νησάκια στον ορίζοντα, τις Τρύπες του Καραμανλή.
Πρέπει βεβαίως να περάσεις πρώτα μπροστά από το αδιανόητο Riba’s, αυτόν τον ναό του απόλυτου κιτς, το «πολιτιστικό κέντρο» που θα έλεγε κι ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος του παλιού, βαθέως ΠΑΣΟΚ. Εδώ απέναντι συναντιούνται όλοι όσοι ξεκίνησαν τις κόντρες στη Βουλιαγμένη, σε ένα είδος άτυπου pit-stop. Τα θύματα της βλακείας τους τα έχουμε θρηνήσει πολλάκις κατά μήκος της παραλιακής, στη στροφή της παραλίας Λομβάρδα (μετά τις Τρύπες του Καραμανλή, πρώην βαλτότοπο, όλο ευκάλυπτους και μπουνάτσα) και στην ανοιχτωσιά μεταξύ Αγίας Μαρίνας, Αλθέας, Γαλάζιας Ακτής και Λαγονησίου, όπου οι επίδοξοι Άιρτον Σένα νομίζουν ότι ο δρόμος ισιώνει, όμως αυτός στενεύει κι έχει ύπουλες στροφές που σε φέρνουν φάτσα με φάτσα με τους οδηγούς απ’ το απέναντι ρεύμα.
Οκ, μια και τις ανέφερα δις: προφανώς η Τρύπα του Καραμανλή (η πρώτη, δηλαδή) κατασκευάστηκε επί Κων/νου Καραμανλή, αλλά το πιο ενδιαφέρον ιστορικό στοιχείο γι’ αυτήν είναι ότι ο Αλέκος Παναγούλης απέτυχε για λίγα μόνο δευτερόλεπτα να δολοφονήσει εκεί κοντά τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο, τον Αύγουστο του 1968: η βόμβα που είχε τοποθετήσει στο 31ο χλμ. της Αθηνών-Σουνίου εξερράγη κατάτι καθυστερημένα. Επίσης, μέχρι τη διάνοιξη των βράχων, οι περιοχές μετά τη Βάρκιζα ήταν προσβάσιμες από την Αθήνα μόνο μέσω Μεσόγειων, από Κορωπί, Μαρκόπουλο, Καλύβια και Κερατέα.]
Όσοι οδηγοί δεν καίγονται να φλερτάρουν με τον χάρο στην Αγιά Μαρίνα, προλαβαίνουν να δουν μες στο νερό μια μακρόστενη νησίδα, τη λεγόμενη «του Ντούνη», που έχει πάνω ακόμα ίχνη προϊστορικών οικισμών (όταν η θάλασσα τραβιέται κατά εποχές, μπορείς να τη φτάσεις με τα πόδια). Όταν πιάνουν οι νοτιάδες και το θαλασσινό νερό βαραίνει την ατμόσφαιρα, οι παραλίες από την Αγία Μαρίνα ως τη Γαλάζια Ακτή μοιάζουν με τον Ειρηνικό Ωκεανό: αφρισμένα κύματα και σέρφερ με μαύρες στολές να προσπαθούν να τα δαμάσουν.
Στη Γαλάζια Ακτή υπάρχει και το ομώνυμο θερινό σινεμά, ένα από τα πιο παλιά της περιοχής, πρόσφατα ανακαινισμένο, με το σωστό το χαλικάκι κάτω από τις καρέκλες, τις σωστές (στειρωμένες) γατούλες για συντροφιά και τη σωστή μυρωδιά από σουβλάκια ή ψητά ψάρια να ποτίζει την ατμόσφαιρα τριγύρω. Από Βάρκιζα έως και Σαρωνίδα έχουμε 6 (!) θερινούς κινηματογράφους· παλιά είχαμε και το «Λαγονήσι» μέσα στα Βότσαλα, την πλαζ του ΕΟΤ, αλλά τώρα με το Grand Resort, πάνε αυτά τα μεγαλεία… Οι (πρώην παράνομες;) βίλες στις παραλίες αλλάζουν χέρια συνεχώς, όπως αλλάζουν στέκια και τα αδέσποτα σκυλιά, οι μόνιμοι θαμώνες των γύρω ακτών, ανάλογα την εποχή: τα περισσότερα ξέρουν ακριβώς πώς να κινηθούν σε μια ακτίνα 3-4 χιλιομέτρων, να πάνε για μπάνιο στη θάλασσα, να φάνε στα σουβλατζίδικα του Λαγονησίου, ν’ αράξουν σε κάποιο δροσερό, φρεσκοποτισμένο γρασίδι του Δήμου Σαρωνικού.
Αθηναϊκή Ριβιέρα: Λαγονήσι
Για να τα δεις όλα αυτά, βεβαίως, πρέπει να κατέβεις από το αμάξι κι εμείς εδώ πάμε αυτοκινητάδα, οπότε συνεχίζω περνώντας μπροστά από την παραλία του Λαγονησίου και τον Άη Νικόλα, την παραλία των παιδικών μου χρόνων, με τις βουτιές από την μπετονένια εξέδρα και τις βραχονησίδες που εξερευνούσαμε με μάσκες και βατραχοπέδιλα μαζεύοντας για ώρες κελύφη αχινών. Τώρα έχει και καντίνα για μπίρες, γήπεδα τένις και μπάσκετ και μια άδεια ακτή ενός χιλιομέτρου όπου τα τρία μου σκυλιά –ο Μάρκος, η Μπρούνα και η Λέιλα– τρελαίνονται να τρέχουν ελεύθερα όταν δεν έχει κόσμο. Όλα μοιάζουν ανέγγιχτα, ανοιχτά και μαγικά εδώ κάτω, είτε νωρίς το πρωί είτε το ηλιοβασίλεμα. Οι καταιγίδες που πλήττουν όλο και συχνότερα την ανατολική Αττική κατεβάζουν ένα σωρό φερτά υλικά ή κάνουν τη θάλασσα ν’ ανεβαίνει και να χάφτει παρατημένες ξύλινες βάρκες στην παραλία, αλλά το θέαμα παραμένει μαγικό: λόγω των βράχων που τη χωρίζουν απ’ τη θάλασσα, η παραλία του Λαγονησίου παραμένει (ευτυχώς) από τις πιο ανέγγιχτες, εύκολα προσβάσιμες απλωσιές του Σαρωνικού.
Παραδίπλα, απέναντι από το λεγόμενο «Κιόσκι», μετά ακριβώς από τα φανάρια της λεωφόρου Καλυβίων, υπάρχει το Νησί, ο καλός μου φίλος στην κολύμβηση: 220 μέτρα μετρημένα από την ακτή, ξέρω πάντα πόσο έχω κολυμπήσει πηγαίνοντας πέρα δώθε ανάμεσά τους. Όσο ήμουν παιδί και πριν αρχίσω, μες στην πανδημία, να κολυμπώ και τον χειμώνα, οι σκούροι όγκοι από τα φύκια στη θάλασσα με φόβιζαν. Από τότε όμως που άρχισα να τους συναντώ ξανά και ξανά μέσα από τα κολυμβητικά μου γυαλάκια και να τους αναγνωρίζω, κι όταν συνειδητοποίησα ότι οι ποσειδωνίες απελευθερώνουν περισσότερο οξυγόνο στην ατμόσφαιρα από τα δάση, γεμίζω χαρά συναντώντας τες. Τις πολύ ζεστές μέρες του καλοκαιριού, ειδικά αν έχει περάσει καύσωνας ή πυρκαγιές από την περιοχή (κι έχουμε αρκετές), τα φύκια μοιάζουν λιποθυμισμένα, σε πιάνει η καρδιά σου. Με το που τα ξαναβλέπω χαρούμενα και φουντωτά, νιώθω πως υπάρχει ακόμα ελπίδα για τον πλανήτη μας.
Για το Λαγονήσι έχω ξαναγράψει εδώ, οπότε ας το προσπεράσουμε κι ας κατευθυνθούμε προς Σαρωνίδα με το αμάξι. (Αν θέλετε, βεβαίως, να περπατήσετε, να ξέρετε ότι υπάρχει ένα υπέροχο πεζοπορικό μονοπάτι που ξεκινάει λίγο μετά τη «Γλύστρα» του Λαγονησίου, στη στάση Σοφούλη, και βγάζει ως την παραλία της Σαρωνίδας. Θα βρείτε απίθανους, κρυμμένους όρμους για βουτιές, χίλια δυο αγριολούλουδα να μυρίσουν οι μουσούδες των σκύλων σας και πολλές πολλές παμπόνηρες σμέρνες να κρύβονται στις κουφάλες των υφάλων και να βγαίνουν ν’ ανοίγουν τα στόματά τους σεσιωπηλά «χου», σαν τις γάτες, έτσι και πλησιάσετε.)
Αθηναϊκή Ριβιέρα: Η παραλιακή, από Λαγονήσι και μετά
Μετά το Λαγονήσι, η παραλιακή γίνεται πραγματική απόλαυση: τα αυτοκίνητα λιγοστεύουν, οι ταχύτητες μαλακώνουν, βρίσκεσαι σ’ ένα αιώνιο καλοκαίρι. Η Σαρωνίδα, με την παραλία της ν’ ασφυκτιά από κόσμο τους καλοκαιρινούς μήνες, θα σε κρατήσει για τα σινεμά της και τα καφέ της, και θα σε παραδώσει μετά στο Μαύρο Λιθάρι, με τα παλιά του, παραλιακά ξενοδοχεία που μοιάζουν να έχουν βγει από ελληνικές ταινίες του ’60. Μερικά έχουν αρχίσει ν’ ανακαινίζονται και να καταλαμβάνουν, αχρείαστα, χώρο στις παραλίες και στον ορίζοντα, οπότε προχωρήστε παραπέρα και κάντε δώρο στον εαυτό σας μια στάση για μπάνιο στη «Νήσο» απέναντι από την Αρσίδα, ή ακόμα καλύτερα, στον Άγιο Νικόλαο Αναβύσσου λίγο παραπέρα.
Κι ύστερα αφήστε τα μάτια σας να «γευτούν» όλη αυτήν την άπλα των αλυκών Αναβύσσου και του όρμου της, το μέρος όπου κάποτε κόπιαζαν να σταθούν στα πόδια τους οι Μικρασιάτες πρόσφυγες από τη Φώκαια, που έδωσαν και τ’ όνομά της πατρίδας τους στον παραλιακό οικισμό. Η Παλαιά Φώκαια, πρωταγωνίστρια της μυθιστορηματικής «Γαλήνης» κι αγαπημένο μέρος παραθερισμού του Ηλία Βενέζη, θα σας υποδεχθεί με ανοιχτές αγκάλες στα καΐκια της που βγάζουν φρέσκα ψαριά πρωί πρωί, στις υπέροχες ψαροταβέρνες της και στη γλυκιά, νωχελική της πλατεία και παραλία. Παιδί, ερχόμουν εδώ για χρόνια με τους γονείς μου – πού να ήξερα τότε ότι αυτή η οικειότητα θα γινόταν αιτία για ένα διδακτορικό στην ιστορία αυτού του τόπου…
[Εν τω μεταξύ, για εσάς που τρελαίνεστε για κάτι τέτοια, μέσα στον όρμο της Παλαιάς Φώκαιας, υπάρχει ακόμα καταποντισμένος ο κυματοθραύστης του λιμανιού της αρχαίας Αναφλύστου. Και στην Αρσίδα από πίσω, όσοι έχετε πρόσβαση με κανό ή κάποιο άλλο σκάφος, θα βρείτε τη μαγική σπηλιά Αρτζεντά. Αξίζει!]
Μετά την Παλαιά Φώκαια, ο δρόμος είναι ανοικτός, πια, για Σούνιο. Περνάω το Θυμάρι και την κρυφή του παραλία με τα γαλαζοπράσινα, δροσερά της νερά να τα πιεις στο ποτήρι, κι ύστερα τον όρμο Καταφυγή, με το υπέροχο εκκλησάκι που τοιχογράφησε ο Δημήτρης Μυταράς –όλο χελιδόνια και πλοία κι ουρανό– που το έκλεισε πρόσφατα ο αντιδραστικός και υπερσυντηρητικός μητροπολίτης Μεσογείων με το έτσι θέλω. Από εδώ ο ορίζοντας φτάνει ως τις Καβοκολώνες (το Σούνιο δηλαδή) με τη νησίδα Πάτροκλος φρουρό στα δεξιά και τον ναό του Ποσειδώνα μια να εμφανίζεται λευκός στον ήλιο, μια να εξαφανίζεται πίσω απ’ τις στροφές.
Απέναντι απ’ τον Πάτροκλο σταματώ για μια στιγμή στο μνημείο των νεκρών του Oria, νορβηγικού πλοίου επιταγμένου απ’ τους Γερμανούς, που κουβαλούσε πάνω από 4 χιλιάδες Ιταλούς, αιχμαλώτους πολέμου, και βυθίστηκε σχεδόν αύτανδρο τον Φεβρουάριο του 1943 έχοντας προσκρούσει στους υφάλους της περιοχής – και που όσοι μαθαίνουν ιστιοπλοΐα στην Αττική διδάσκονται ν’ αποφεύγουν σαν τον διάβολο το λιβάνι. Το ναυάγιο εντοπίστηκε μόλις το 1999.
Είναι πάντα μια στιγμή συγκίνησης και φόβου να κοιτάζεις απέναντι τον Πάτροκλο, αυστηρό σχεδόν, να σου υπενθυμίζει ότι τα νερά του Σαρωνικού που μέχρι τώρα άστραφταν ασημένια και φιλόξενα στον ήλιο, εδώ κάτω κρύβουν θάνατο. Έναν θάνατο που τον ξορκίζει η ανοιχτωσιά του υγρότοπου των Λεγρενών παραπέρα –όλο γερακίνες, ξεφτέρια, τσίχλες και κοκκινολαίμιδες– και λίγο πιο πριν, η ομορφιά της μοναδικής παραλίας στην Αττική που θυμίζει νησί: του ΚΑΠΕ.
Αλλά πάνω απ’ όλα, στο τέρμα όλων αυτών, τον θάνατο ξορκίζει ο αιώνιος, αγέρωχος, κατάλευκος ναός του Ποσειδώνα που, όσες φορές κι αν τον επισκεφτώ –μεσημέρι μες στον ήλιο, λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα ή τις νύχτες με αυγουστιάτικη πανσέληνο, που παραμένει ανοιχτός– θα είναι πάντα ένας φάρος που συνδέει το τώρα με την ιστορία, το εφήμερο με το αιώνιο, την εντοπιότητα με τον ελεύθερο, ανοιχτό ορίζοντα του Αιγαίου· ένα ακρωτήρι απ’ το οποίο θα θέλω πάντα να πετάξω σαν πουλί ζηλεύοντας ίσως για λίγο εκείνες τις τελευταίες στιγμές του μυθικού Αιγαία. Ποιος δε θα ’θελε να ξεκινήσει από εδώ να κατακτήσει τον κόσμο; Ποιος δεν θα ’θελε ν’ αφεθεί στο αιώνιο μπλε αυτής της θάλασσας, στα τερτίπια της, τα ρεύματά της; Πάντα αναρωτιόμουν γιατί οι αρχαίοι λαοί έκαναν θεό τον ήλιο, ενώ έπρεπε να λατρεύουν τη θάλασσα, που όλα τα γιατρεύει και όλα τα αναζωογονεί, που θανατώνει κι αναγεννά, που δεν δίνει μόνο ζωή αλλά και παίρνει – κι άρα ξέρει να φέρνει τον άνθρωπο στο σωστό του μέγεθος. Εδώ πάνω, στον ναό του Ποσειδώνα, αναγνωρίζω ότι κι άλλοι ένιωθαν αυτό που νιώθω: τη θάλασσα-θεό, τη θάλασσα-memento mori.
Επιστροφή από τα Μεσόγεια
Το αμάξι αφήνει πίσω του τον Σαρωνικό κι αποφασίζει να γυρίσει στην πόλη από τα Μεσόγεια: θα φέρει τα αλάτια και τους ανέμους του νότου στη βιομηχανική πόλη του Λαυρίου, με τα φουγάρα της και τους ταρσανάδες της, ξεκομμένη σχεδόν από τον χρόνο και τη ζωή, κι ύστερα, με μονοκοντυλιά, στην ευθεία τη λεωφόρου Λαυρίου μέχρι τις εκβολές της Αττικής Οδού. Δασκαλειό, Κερατέα, Κουβαράς, Καλύβια, Μαρκόπουλο: περιοχές που κάποτε εξυπηρετούνταν από τη σιδηροδρομική γραμμή Λαυρίου – Αγίων Αναργύρων (τις ράγες της οποίας μπορεί να δει κανείς ακόμα μισοθαμμένες σε άσχετα σημεία της Αττικής, από την οδό Θορικού μέχρι τη Φιλοθέη και στους ντόπιους σταθμούς, που στέκονται ακόμα αγέρωχοι). Λένε πως υπάρχουν σχέδια να επεκταθεί ο προαστιακός μέχρι το Λαύριο Ας είναι.
Να ζουζουνίζουν όλα τ’ αυτοκίνητα εκεί στα Μεσόγεια, να βιάζονται να φτάσουν από δουλειά σε δουλειά, και ν’ αφήσουν την παραλιακή της νοτιοανατολικής Αττικής, την άγρια Αθηναϊκή Ριβιέρα, λουσμένη στο νωχελικό φως των αιωνίων διακοπών.
Πηγή: athensvoice.gr