Στην πολυσύχναστη καρδιά της Αθήνας, στο Παγκράτι, υπήρχε ένα καφέ που ξεπερνούσε τα συνηθισμένα. Αυτό ήταν το «Λέντζος», ένα όνομα που έγινε συνώνυμο του καλύτερου και του δημοφιλέστερου φραπέ στην Ελλάδα.
Η συνταγή παρέμενε επτασφράγιστο μυστικό επί σειρά ετών. Και τι δεν είχε ειπωθεί από στόμα σε στόμα. Κρέμα γάλακτος, αβγό, μπέικιν πάουντερ ακόμα και μαρένγκα επινοήθηκαν από τον αστικό μύθο ως συστατικά της επιτυχίας.
Ο φραπές του θρυλικού Λέντζου έμοιαζε με… σνακ. Κι όσο το μυστικό κρατούσε, τόσο οι Παγκρατιώτες ξημεροβραδιάζονταν στις καρέκλες της οδού Ευτυχίδου για να απολαύσουν αυτό που δεν μπορούσαν να πιουν αλλού.
Το μυστικό της ακαταμάχητης γοητείας του; Μια γενναία δόση καφέ και ζάχαρης, που αναμειγνύονται δυνατά σε ένα μεγάλο γυάλινο μπλέντερ, όχι πλαστικό. Αυτή η τεχνική, απλή αλλά αποτελεσματική, ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της πλούσιας και κρεμώδους υφής του φραπέ.
Από το πρωινό άνοιγμά του στις 5 π.μ. μέχρι τις βραδινές ώρες 2-3 π.μ., ο Λέντζος σέρβιρε εκατοντάδες καφέδες καθημερινά σε μια διαφορετική πελατεία, συμπεριλαμβανομένων των αστυνομικών που ξυπνούσαν νωρίς, των οδηγών του ΕΚΑΒ, των μαθητών και των ανθρώπων όλων των ηλικιών και καταβολών.
Ο Χρήστος Λέντζος έγινε πιο διάσημος και από τον εφευρέτη του εθνικού ροφήματος, Δημήτρη Βακόνδιο, που το δημιούργησε για πρώτη φορά το 1957. Ξεκινώντας ως πολυτελές ζαχαροπλαστείο το 1964, ο Λέντζος πειραματίστηκε μια μέρα με διαφορετικές δόσεις καφέ και έπεσε πάνω στη φόρμουλα που θα έκανε το καφέ του θρύλο. Ο φραπές στο Λέντζο δεν ήταν απλώς ένα ρόφημα, ήταν ένας θεσμός, ένα κομμάτι του πολιτιστικού ιστού της Αθήνας.
Παρά τις φήμες, δεν υπήρχαν μυστικά συστατικά. Η μαγεία βρισκόταν στην άφθονη χρήση καφέ και ζάχαρης και στη σχολαστική διαδικασία ανάμειξης. Κάθε καφές έβγαινε γλυκός από το μπλέντερ και για όσους προτιμούσαν μια πιο ήπια γεύση, ο Λέντζος πρόσθετε μια επιπλέον κουταλιά καφέ από πάνω, γνωστή ως «καπάκι», για να μειώσει τη γλυκύτητα.
Τον Φεβρουάριο του 2013, το εμβληματικό καφέ έκλεισε τις πόρτες του, σηματοδοτώντας το τέλος μιας εποχής. Παράγοντες όπως η άνοδος του εσπρέσο, το άνοιγμα νέων καφέ και τα συσσωρευμένα χρέη έπαιξαν ρόλο σε αυτή την απόφαση.
Η κληρονομιά του Λέντζου ζει, όχι μόνο στις αναμνήσεις των θαμώνων του, αλλά και σε ένα τραγούδι. Το 1982, ένα τραγούδι του Μάνου Ρασούλη και του Χρήστου Νικολόπουλου, που τραγούδησε ο Δημήτρης Κοντογιάννης, απαθανάτισε το καφενείο, αφηγούμενο μια γλυκόπικρη ιστορία αγάπης που διαδραματίζεται μέσα στους τοίχους του.