Γράφει ο Δημήτρης Τζιώτης.
Ο Πρωθυπουργός έχει όλο το πακέτο. Πολιτικό pedigree, εξαιρετικές σπουδές, παγκόσμιες εμπειρίες και μια πανέξυπνη σύζυγο. Το βιογραφικό του είναι άριστο, ακόμα και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Συγκριτικά με τον ανταγωνισμό μπορεί και να είναι overqualified, να διαθέτει περισσότερα προσόντα από τα απαιτούμενα.
Στον αντίποδα, οι αρχηγοί των άλλων κομμάτων δεν έχουν τις προδιαγραφές ενός Πρωθυπουργού. Υπολείπονται κατά πολύ σε μόρφωση και εμπειρίες. Για τη συγκεκριμένη θέση είναι underqualified. Μπορεί να έχουν διάφορα χαρίσματα, αλλά πρωθυπουργήσιμοι δεν είναι. Ο κόσμος το καταλαβαίνει με την πρώτη ματιά και αυτό εξηγεί τις τεράστιες διαφορές τους στις σχετικές μετρήσεις. Από 40% που λαμβάνει ο Κυριάκος, οι επόμενοι παίρνουν κάτω από 10%.
Ο ΣΥΡΙΖΑ που κέρδισε τις εκλογές είναι σήμερα έξι κόμματα: ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Αριστερά, Κίνημα Δημοκρατίας, Πλεύση Ελευθερίας, Μέρα 25 και Κόσμος. Αντίπαλός του Πρωθυπουργού είναι μόνο ο “Κανένας”. Ακόμα και τίποτα να μην κάνει, στις επόμενες εκλογές και πάλι θα κερδίσει. Το χειρότερο που μπορεί να του συμβεί είναι να χάσει την αυτοδυναμία. Δηλαδή, το worst-case scenario είναι να συγκυβερνήσει με το ΠΑΣΟΚ. Μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, οι άλλοι θα ψάχνουν πάλι για αρχηγό. Ο μόνος που θα διασωθεί είναι αυτός που θα συμμετέχει στη συγκυβέρνηση. Στην Grosse Koalition. Ο νοών… νοείτω.
Μία συναρπαστική ανατροπή
Η εικόνα αυτή θα μπορούσε να ανατραπεί μόνο εάν συνέβαινε κάτι αληθινά συναρπαστικό. Εάν, για παράδειγμα, έβγαιναν στον αέρα συσσωρευμένα σκάνδαλα της Δικαιοσύνης με διευθύνσεις και ονόματα. Γνωστά και άγνωστα πρόσωπα υπεράνω πάσης υποψίας, να περιφέρουν τη σχέση τους με το Μέγαρο Μαξίμου, τάζοντας χάρες, δωράκια και προαγωγές. Συνομιλίες καταγεγραμμένες από ιδιωτικά κέντρα παρακολούθησης, με φωνές και φράσεις από πολύ γνωστά πρόσωπα. Μια βιομηχανία συναλλαγής και παραγωγής αποφάσεων. Όμως, αυτά δεν γίνονται.
Όπως μοιάζει απίθανο και απευκταίο να επαναληφθεί κάποια από τις μεγάλες και καταστροφικές αποτυχίες της κυβέρνησης. Ένα λάθος, μια σύγκρουση, ένα φαινόμενο από αυτά που έχουν τη δύναμη να αλλάξουν την ατζέντα, ακόμα και πέρα από την πρόθεση των ολιγαρχών που την στηρίζουν. Με αυτά τα δεδομένα καλείται να επιλέξει την/τον επόμενη/ο Πρόεδρο της Δημοκρατίας ο Πρωθυπουργός. Τυπικά, χωρίς καμία ανάγκη συμβιβασμού. Με το νέο νόμο, πρακτικά μπορεί να εκλέξει όποιον θέλει. Ακόμα και τον θυρωρό του.
Ένας τόσο οργανωτικός άνθρωπος είναι βέβαιο ότι έχει ήδη λάβει την απόφασή του. Άλλωστε, η επιλογή του για την Προεδρία της Δημοκρατίας θα χρωματίσει σε μεγάλο βαθμό την πολιτική του κληρονομιά. Αυτή η διαφορά επιπέδων με τους αντιπάλους του πολλαπλασιάζει βεβαίως και τις ευθύνες του. Η επιλογή του δεν μπορεί να έχει μικροκομματικά χαρακτηριστικά. Δεν γίνεται να μυρίζει κομματίλα. Όταν έχει τη δυνατότητα να επιλέξει όποια ή όποιον θέλει, δεν είναι σωστό να καταλήξει σε μια yes-woman ή σε έναν yes-man. Οι καιροί που ζούμε δεν είναι μενετοί.
Με βάση τα σημερινά δεδομένα, η βέλτιστη ρεαλιστική λύση βρίσκεται ανάμεσα σε τρεις εναλλακτικές επιλογές με εμβληματικά χαρακτηριστικά: α) ένα πρόσωπο που συμβολίζει τον πατριωτικό χαρακτήρα και την ενότητα της συντηρητικής παράταξης, β) ένα πρόσωπο που εκπροσωπεί την πολιτική σύνθεση και τη συνεργασία στο χώρο του Κέντρου, γ) ένα πρόσωπο που έχει τη δυνατότητα να αναβαθμίσει τον θεσμό και να εκπροσωπήσει με κύρος την Ελλάδα διεθνώς.
Τι θα μπορούσε όμως να συμβεί ώστε να μεταβάλλει την απόφασή του στο χρονικό διάστημα μέχρι την ανακοίνωσή της; Η συγκροτημένη υποστήριξη μιας υποψηφιότητας από όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα είχε τη δυνατότητα να αποκτήσει μια τέτοια δυναμική. Η επιλογή του επικεφαλής της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών Χρήστου Ράμμου ήταν πολύ ενδιαφέρουσα. Σε δύσκολους καιρούς σήκωσε το ανάστημά του. Έσωσε ένα κομματάκι από το κύρος της Δικαιοσύνης. Αυτό τον τιμά. Αλλά φρόντισε να την κάψει γρήγορα γνωστό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ. Το πρώτο δείγμα, συνεπώς, για μια τέτοια προοπτική δεν ήταν ενθαρρυντικό. Πιθανότερο είναι τα κόμματα της αντιπολίτευσης, υποσκάπτοντας το ένα το άλλο, να οδηγηθούν σε ένα Βατερλώ μεγαλύτερο ακόμα και από το θάψιμο των προσδοκιών της απλής αναλογικής.
Θα μπορούσε μόνο εάν μπορούσε να φανταστεί τη Μεταπολίτευση αλλιώς. Εάν έκανε ένα ταξίδι στο χρόνο και ο πολιτισμός υπερίσχυε των κομματικών προτεραιοτήτων. Τότε, η ιστορία της Μεταπολίτευσης θα μπορούσε να είχε γραφτεί διαφορετικά. Μετά τον διακεκριμένο φιλόσοφο και ακαδημαϊκό Κωνσταντίνο Τσάτσο, ο πολιτικός που αποκατέστησε τη Δημοκρατία και έβαλε την Ελλάδα στην ΕΕ, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Μέχρι εδώ, όλα καλά. Διάδοχοί τους στη συνέχεια η Μελίνα Μερκούρη, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Χρήστος Γιανναράς και ο Κώστας Γαβράς.
Εάν ήταν αυτοί οι κρίκοι που συνέδεαν την αλυσίδα του θεσμού της Προεδρίας της Δημοκρατίας στη Μεταπολίτευση, ποιο πρόσωπο θα μπορούσε να τους διαδεχτεί σήμερα; Αυτό είναι το ερώτημα. Στη συμβολική θέση του ανώτατου άρχοντα, τόσο ο Σταύρος Ξαρχάκος όσο και ο Στέλιος Ράμφος, θα κοσμούσαν την Πολιτεία μας. Κατ’ ελάχιστον, θα έσπαγαν την πλήξη, θα ακούγαμε κάτι διαφορετικό. Ανεξάρτητα εάν συμφωνεί ή διαφωνεί κάποιος μαζί τους, θα είχαμε όλοι μαζί την ευκαιρία να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα. Όμως, θα είχαν άποψη. Αυτό είναι το πρόβλημα. Η άποψη δεν είναι ανεκτή από το σύστημα!
Πηγή: slpress.gr