Δεν είναι λίγοι από μας όσοι ανά διαστήματα έχουμε πει «δεν πάει άλλο με τη ζωή στη μεγαλούπολη». Είναι θορυβώδης, αγχωτική, κενή, καταπιεστική και η επαφή με τη φύση, και κατ’ επέκταση με τον εαυτό μας, είναι μηδαμινή. Γιατί να μην προσπαθήσουμε να έρθουμε πιο κοντά της, χωρίς να φύγουμε εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά; Κάτι τέτοιο πρέπει να πέρασε από το μυαλό αυτών των νέων αγροτών, οι οποίοι ως επί το πλείστον δεν βρέθηκαν στα χωράφια ακολουθώντας τους γονείς τους, αλλά έκαναν μια συνειδητή επιλογή να αναπνέουν, όσο πιο πολύ μπορούν, καθαρό αέρα και να ζήσουν λίγο πιο κοντά στις πεποιθήσεις τους. Αυτές είναι οι ιστορίες τους.
«Ούτε η μάνα μου ούτε ο πατέρας μου ακούμπησαν χώμα ποτέ στη ζωή τους. Εκτός του ότι με λένε Γιώργο και είμαι γεωργός, δεν είχα κάποια παράδοση με τη φύση», μου λέει ο Τζώρτζης Ευθυμίου, 42 ετών, τον οποίο συναντώ στη φάρμα του στη Βάρη, μια ανάσα από την Αθήνα.
Ο Τζώρτζης μέχρι το 2017 δούλευε σε μια πολυεθνική εταιρεία με ρούχα για παιδιά ως διευθυντής πωλήσεων. «Με έπαιρναν τηλέφωνο την Πέμπτη και μου έλεγαν “έχουμε μίτινγκ το Σάββατο στην Ισπανία”, το οποίο σήμαινε τέσσερα αεροπλάνα πήγαινε-έλα, και τους απαντούσα “βρήκα πτήση με 1.000 ευρώ”, ευελπιστώντας ότι θα αλλάξουν γνώμη». Δεν άλλαζαν. Πάνω στα δέκα χρόνια της θητείας του στην εταιρεία, το λογιστήριο τον ενημέρωσε ότι θα είχε πρόσβαση σε καλύτερο μισθό, άδεια, μπόνους. Εκείνος ρώτησε: «Δηλαδή είμαι δέκα χρόνια εδώ;». «Nαι», του απάντησαν. «Ευχαριστώ, παιδιά. Παραιτούμαι». Τόσο απλά.
Στα χρόνια που ο Τζώρτζης δούλευε στην εταιρεία, είχε κάνει οικογένεια και δεν έβλεπε ποτέ ούτε τη σύντροφό του ούτε την κόρη του. Έτσι, το 2017 αποφάσισε να ακολουθήσει το πάθος του. Είχε το κηπάκι του, διάβασε τα βιβλία του, είδε βίντεο στο YouTube και προχώρησε. Το 2017, λοιπόν, άρχισε να συνεργάζεται με έναν άλλο αγρότη, τον Άντι, και δούλευαν και οι δύο ένα κτήμα στο Λαγονήσι, πριν ο Τζώρτζης εγκατασταθεί στη Βάρη. Τον Άντι θα τον ξανασυναντήσουμε αργότερα.
Όσο μιλάμε, χτυπάει το τηλέφωνο του Τζώρτζη και τον βλέπω που σημειώνει κάτι σε ένα μικρό σημειωματάριο. «Να εδώ», μου λέει, «η παραγγελία ενός πελάτη». Γράφει: ένα κρεμμυδάκι φρέσκο, μία ρόκα, δύο κολοκύθια, μία σαλάτα. Ο Τζώρτζης παίρνει όλες τις παραγγελίες του τηλεφωνικά και έχει περίπου 30-40 –δεν ξέρει ακριβώς πόσες– οικογένειες στις οποίες δίνει εποχικά λαχανικά – κολοκύθια, βολβούς, μαϊντανό, για παράδειγμα. Α, και αυγά. Μου δείχνει τις κότες του. Είναι κότες αυγοπαραγωγής, μου εξηγεί. «Είναι υβρίδια, δηλαδή γεννημένες από κόκορα με χαρακτηριστικά της βέλτιστης αυγοπαραγωγής, δηλαδή η κότα δίνει πολλά αυγά και τρώει λίγο. Δεν μας ενδιαφέρει το κρέας της». Τις ταΐζει χορτάρι και βιολογικές τροφές. Τον ρωτάω πόσο καιρό βγάζει αυγά μια κότα. «Το περισσότερο δύο χρόνια. Μετά αρχίζει η κατακόρυφη πτώση της απόδοσης». Τι τις κάνεις μετά; τον ρωτάω. «Τις γηροκομώ». Γελάω. «Δεν σου κάνω πλάκα», μου λέει. Δεν μπορεί να σκοτώσει ζώο. Δεν τρώει κρέας εδώ και πολλά χρόνια. Η επαφή με τη φύση έχει αυτή την επίδραση.
«ΚΑΝΟΝΙΚΑ, ΧΟΡΕΥΟΥΜΕ»
Συναντώ τον Άντι Παξινό, 40 ετών, που παλιότερα συνεργαζόταν με τον Τζώρτζη, στο κτήμα του Δημήτρη Χατζηδημητρίου στο Μαρκόπουλο. Ο Δημήτρης, 37 ετών, και ο Άντι είναι συνέταιροι και στο κτήμα δουλεύουν και η Ελένη, η αδελφή του Άντι, και η Ροσίν. Όλοι είναι παιδικοί φίλοι από τη Βούλα, που η ζωή κάπως τους έφερε να συνεργάζονται. «Μη βλέπεις που είναι ήσυχα σήμερα. Είναι επειδή μας παίρνεις συνέντευξη. Κανονικά, βάζουμε μουσική και χορεύουμε», λέει η Ελένη, η οποία ημιαπασχολείται στο κτήμα και δουλεύει ως αισθητικός τον υπόλοιπο καιρό.
Όσο μιλάμε, πλένουν τις πράσινες σαλάτες. Μου εξηγούν ότι έχουν πάει το μηχάνημα που τις στεγνώνει για σέρβις – είναι βέβαια το μόνο μηχανοκίνητο εργαλείο που θα βρεις στο κτήμα τους.
Ο Άντι και η Ελένη γεννήθηκαν στο Γιοχάνεσμπουργκ και ήρθαν στην Ελλάδα όταν ο Άντι ήταν επτά και η Ελένη τεσσάρων ετών. «Άρχισα να ασχολούμαι ερασιτεχνικά από χόμπι. Έμενα στη Βούλα και το έβρισκα μια ωραία ασχολία για να αποσυμφορίζομαι από το στρες της δουλειάς». Ο Άντι δούλευε προγραμματιστής. «Ευαισθητοποιήθηκα πολύ με τη διατροφή. Ήταν η περίοδος με τις τρελές αγελάδες. Έγινα και βίγκαν εκείνη την εποχή. Άρχισα να ενημερώνομαι, έβλεπα άλλους στην Αμερική στο διαδίκτυο που καλλιεργούσαν ό,τι έτρωγαν σε μικρούς κήπους στο σπίτι, ακόμη κι αν ήταν σε μεγάλες πόλεις. Εγώ έκανα επέκταση του κήπου μου στην ταράτσα του σπιτιού μου.
Άρχισα να ποστάρω πολύ στο Internet, στο Facebook, γύρω στο 2008-2010, και απέκτησα ζήτηση. Μέσα από ένα άρθρο μου στο bostanistas, ένα σάιτ γύρω από την αγροτική ζωή, είδε τη δουλειά μου ο σεφ Άρης Βεζενές και με ρώτησε αν θέλω να του δίνω βρώσιμα λουλούδια».
Τα βρώσιμα λουλούδια λοιπόν, όπως πανσέδες, άλυσσο, μποράγο, περιζήτητα σε γκουρμέ εστιατόρια, εκείνη την εποχή έρχονταν στη χώρα μας αποκλειστικά από την Ολλανδία, απ’ όπου έφταναν ταλαιπωρημένα και φυσικά πανάκριβα. «Υπήρχε πάρα πολλή ζήτηση για κάτι φρέσκο και τοπικό, κι έτσι βούτηξα σ’ αυτό. Στην αρχή δεν ήξερα τίποτα και έφαγα τα μούτρα μου», λέει. Η πρώτη του φάρμα ήταν λοιπόν στο Λαγονήσι (εκεί συνεργάστηκαν και με τον Τζώρτζη). «Είχα και σπιτάκι εκεί, και το ξεκίνησα μόνος μου, αλλά ο χώρος δεν ήταν κατάλληλος.
Χρειαζόμουν μια φάρμα με νερό σε αγροτικό πλαίσιο, να είναι επαγγελματικός χώρος, γιατί στην Ελλάδα τα πράγματα δεν είναι όπως τα βίντεο που έβλεπα από τον Καναδά. Έχει πολύ λιγότερο νερό», λέει. Εκείνη την εποχή έδινε κάποια προϊόντα σε μαγαζιά και μιλώντας με έναν από τους σεφ, τον Δημήτρη, σκέφτηκαν να συνεργαστούν.
Γνωρίζονταν από παλιά, ο Δημήτρης ήταν συμμαθητής της Ελένης. Σήμερα δουλεύουν όλοι μαζί στο κτήμα στο Μαρκόπουλο. Ο Δημήτρης δουλεύει παράλληλα ως σύμβουλος μενού σε εστιατόρια και προωθεί έτσι τα προϊόντα που έχει το χωράφι τη δεδομένη σεζόν. Τα προϊόντα είναι τα microgreens (μικρόφυτα), δηλαδή νεαρά φυτά που κόβονται μόλις δύο-τρεις εβδομάδες από τη σπορά τους, με κύριο χαρακτηριστικό την τραγανή υφή και το μοναδικό τους άρωμα. Αλλά και μικροί βολβοί, μικρά καρότα, ραπανάκια και άλλα, όπως και πεντανόστιμες σαλάτες: το βασικό μιξ, το πικάντικο μιξ. Αυτές τις σαλάτες είναι που βλέπω να καθαρίζουν, μόνο με νερό.
Πηγή: kathimerini.gr