Σε τι κατάσταση βρίσκονται σήμερα οι εκτάσεις που κάηκαν στη φωτιά που ξέσπασε στις 4 Ιουνίου 2022 στον Υμηττό; Γιατί δεν ξεκίνησαν οι προγραμματισμένες αναδασώσεις; Θα δούμε ποτέ ξανά το Πανόραμα της Βούλας πράσινο; «Πετάξαμε» πάνω από τις καμμένες εκτάσεις, ζητήσαμε τη γνώμη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ακούσαμε έναν άνθρωπο που αγαπά βαθιά το βουνό να λέει πως βρέθηκε πολύ κοντά στο να τα παρατήσει και καταγράψαμε γεγονότα, προβλήματα, καταγγελίες και έργα υπό εξέλιξη.
Κείμενο: Άννυ Τζαβέλλα
Φωτογραφίες: Νίκος Χριστοφάκης
Στις 4 Ιουνίου συμπληρώνονται δύο χρόνια από την καταστροφική φωτιά που ξέσπασε στον νότιο Υμηττό το καλοκαίρι του 2022, θέτοντας σε κίνδυνο μεταξύ άλλων τον οικιστικό ιστό της Βούλας, αλλά και τη σωματική ακεραιότητα των κατοίκων της περιοχής.
H φωτιά είχε ξεκινήσει το πρωί του Σαββάτου 4 Ιουνίου του 2022 από έκταση πλησίον του Κέντρου Διανομής της ΔΕΗ στην Άνω Γλυφάδα και γρήγορα κατάφερε να ξεφύγει και να κατευθυνθεί προς τη Βούλα και το Πανόραμα, όπου προκάλεσε τις μεγαλύτερες καταστροφές, για να καταλήξει λίγο αργότερα στη Βάρη, πριν καταφέρουν οι πυροσβεστικές δυνάμεις να τη θέσουν υπό έλεγχο.
Ήταν μια φωτιά που πλήγωσε για ακόμα μία φορά τον Υμηττό, που ανέδειξε και πάλι προβλήματα και αδυναμίες και που είχε ως αποτέλεσμα μια μεγάλη περιβαλλοντική καταστροφή: Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία κάηκαν περίπου 4.500 στρέμματα, ενώ ανυπολόγιστες ήταν οι απώλειες στην άγρια πανίδα.
Με αφορμή τη συμπλήρωση των δύο χρόνων από τη φωτιά, το NouPou επιχειρεί να κάνει μια καταγραφή της κατάστασης σήμερα: Τι έργα έχουν γίνει και τι μέτρα έχουν παρθεί στη διετία που μεσολάβησε, προκειμένου να ενισχυθεί η πυρασφάλεια του Υμηττού; Πόσο θωρακισμένοι είμαστε απέναντι στο ενδεχόμενο μιας νέας πυρκαγιάς στο βουνό των Νοτίων Προαστίων; Και ποια είναι η εικόνα των καμμένων εκτάσεων σήμερα;
Σε αυτήν την προσπάθεια μιλήσαμε με τον Δήμαρχο Βάρης – Βούλας – Βουλιαγμένης, Γρηγόρη Κωνσταντέλλο, με τον μέχρι πρότινος Πρόεδρο του Συνδέσμου Προστασίας και Ανάπτυξης Υμηττού (ΣΠΑΥ) και Δήμαρχο Ελληνικού – Αργυρούπολης, Γιάννη Κωνσταντάτο, ενώ ζητήσαμε και τη βοήθεια του Σπύρου Κίνια, ιδρυτικού μέλους και επικεφαλής της Εθελοντικής Ομάδας Δασοπροστασίας Νοτίου Υμηττού (ΕΔΝΥ). Ο Δήμαρχος Γλυφάδας, Γιώργος Παπανικολάου, δεν είχε ανταποκριθεί μέχρι τη στιγμή της δημοσίευσης του παρόντος άρθρου σε σχετικό αίτημα του NouPou.
«Κάθε πυρκαγιά μας κινητοποιεί τόσο τη στιγμή που ξεσπά όσο και μετά, όταν πάνω στις στάχτες αναζητούμε τις ευθύνες, τις αιτίες και κάνουμε έναν απολογισμό για να δούμε τι κύλησε ομαλά όσον αφορά την κατάσβεση της φωτιάς αλλά και τι πήγε στραβά και μετέτρεψε τις σπίθες σε αισθητές και επικίνδυνες φλόγες», λέει ο μέχρι πρόσφατα πρόεδρος του ΣΠΑΥ Γιάννης Κωνσταντάτος. «Η μεγάλη πυρκαγιά που εκδηλώθηκε στον Υμηττό μας, στην περιοχή της Γλυφάδας στις 4 Ιουνίου 2022, είναι η μοναδική στη θητεία μου ως Πρόεδρος του ΣΠΑΥ που επεκτάθηκε και δεν σβήστηκε εν τη γενέσει της, όπως έγινε με όλα τα άλλα περιστατικά που καταγράφηκαν από τις υπηρεσίες του ΣΠΑΥ και αντιμετωπίστηκαν έγκαιρα από τις εθελοντικές ομάδες των Δήμων Μελών μας».
Ο ίδιος μάλιστα δεν κρύβει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι η Γλυφάδα αποφάσισε τον Δεκέμβριο του 2021 να αποχωρήσει από τον ΣΠΑΥ: «Η Γλυφάδα δεν ήταν μέλος του ΣΠΑΥ, ούτε η πλευρά της ήταν υπό την εποπτεία μας και είχε αποκλειστικά την ευθύνη καθαρισμού του χώρου στον οποίο εκδηλώθηκε η φωτιά. Ίσως και αυτή να είχε αποσοβηθεί και να μην είχε επεκταθεί στη γειτονική της Βούλα, αν ο Δήμος Γλυφάδας είχε μείνει μέλος στον ΣΠΑΥ και δεν είχε αποχωρήσει για τους λόγους που η δημοτική αρχή της πόλης αποφάσισε το 2021. Εμείς όπως και τότε είχαμε πει δεν κρατάμε κανένα με το ζόρι σε μια συλλογική προσπάθεια, όμως αποδεικνύουμε πως μόνο ενωμένοι μπορούμε να πετύχουμε θαύματα απέναντι στις προκλήσεις της αντιπυρικής περιόδου, της Κλιματικής Αλλαγής και κάθε κινδύνου που απειλεί το δασικό μας πλούτο, τον άνθρωπο και τις περιουσίες του. Και τότε αλλά και όποτε απαιτηθεί είμαστε όλοι στο πεδίο της μάχης για να αποτραπούν τα χειρότερα και έτσι σπεύσαμε στο πλευρό του συναδέλφου Δημάρχου Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης».
Από την πλευρά του, ο κ. Κωνσταντέλλος αναφέρει στο NouPou: «Μετά την πρώτη ολιγωρία της πυροσβεστικής στη Γλυφάδα, έγινε μια συντονισμένη προσπάθεια. Υπήρξε πολύ μεγάλη κινητοποίηση. Ο δήμος μας έστειλε όλες του τις δυνάμεις, ενώ ήρθαν και πολλοί εθελοντές να συνδράμουν, καθώς η φωτιά θα μπορούσε να έχει φτάσει μέχρι τη Σαρωνίδα. Ήταν οι καιρικές συνθήκες τέτοιες. Απώλειες δεν είχαμε παρά μόνο σε τρία σπίτια όπου η φωτιά μπήκε από τις τέντες και έκανε ζημιά σε ένα-δύο δωμάτια και έξι αυτοκίνητα, τα οποία κάηκαν. Αυτές ήταν οι ζημιές που είχαμε. Καταγράφηκαν και αποζημιώθηκαν».
Για την κατάσβεση της φωτιάς επιχείρησαν συνολικά 470 πυροσβέστες, 80 εθελοντές από 9 εθελοντικές ομάδες της Αττικής, 65 οχήματα της Πυροσβεστικής, 19 οχήματα της πολιτικής προστασίας του Δήμου 3Β με 50 στελέχη, 70 άντρες της Ελληνικής Αστυνομίας με 14 οχήματα, 31 υδροφόρες από τους Δήμους της Αττικής, 5 Canadair, 2 ελικόπτερα Chinook, 2 ελικόπτερα Bell 212 και 1 ελικόπτερο Ericsson.
«Η πυρκαγιά προξένησε ένα ισχυρότατο πλήγμα στο έργο της ΕΔΝΥ» αναφέρει ο Σπύρος Κίνιας, ιδρυτικό μέλος και επικεφαλής της Εθελοντικής Ομάδας Δασοπροστασίας Νοτίου Υμηττού. «Έξι- εφτά χρόνια πριν από την πυρκαγιά, είχαμε εξασφαλίσει την άδεια της Διεύθυνσης Αναδασώσεων Αττικής για να πραγματοποιήσουμε εθελοντικές φυτεύσεις σε έκταση 12 στρεμμάτων που διοικητικά ανήκει στον Δήμο Γλυφάδας, στην περιοχή πάνω από την Αιξωνή, κοντά στην κεραία κινητής τηλεφωνίας. Η επιλεγείσα περιοχή είναι έκταση που έχει καεί επανειλημμένα και δεν έχει επάρκεια φυσικής αναγέννησης. Επί τόσα χρόνια φυτεύαμε και φροντίζαμε περί τα 2.500 δέντρα, ορισμένα από τα οποία είχαν ύψος μερικών εκατοστών όταν τα είχαμε φυτέψει και είχαν φτάσει, το 2022, να ξεπερνούν το ένα μέτρο».
Όπως εξηγεί στο NouPou ο κ. Κίνιας, η εθελοντική αυτή προσπάθεια δεν προμηθευόταν παρά λίγα μόνο δέντρα από το εμπόριο. «Αντίθετα, συλλέγαμε σπόρους από φυτά της περιοχής και δημιουργήσαμε εθελοντικό φυτώριο, με έμφαση στην προσπάθεια επιστροφής της βελανιδιάς και άλλων ειδών, όπως η χαρουπιά, η κουτσουπιά, η κουμαριά, το κυπαρίσσι και η κουκουναριά. Με τον τρόπο αυτό βοηθούσαμε να διατηρείται η τοπική βιοποικιλότητα και δεν εισάγαμε ξενόφερτα είδη. Την πρακτική αυτή είχαν εγκρίνει και οι αρμόδιοι δασολόγοι της Διεύθυνσης Αναδασώσεων Αττικής, από το δασικό φυτώριο της οποίας είχαμε προμηθευτεί και έναν αριθμό δενδρυλλίων».
Δυστυχώς, οι κόποι αυτών των επτά χρόνων έγιναν κυριολεκτικά στάχτη στις 4 Ιουνίου του 2022: «Μετά τη φωτιά η άμεση ενέργειά μας ήταν να καταγράψουμε τις απώλειες και να υποστηρίξουμε όσα φυτά έδειχναν σημάδια ζωής. Πραγματοποιήσαμε ποτίσματα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 2022, όμως εν τέλει καταφέραμε να διατηρήσουμε στη ζωή λιγότερα από 60 δενδρύλλια» καταλήγει ο επικεφαλής της ΕΔΝΥ.
Φωτιά στη Βούλα: Η επόμενη μέρα
Τη Δευτέρα 6 Ιουνίου, δύο μέρες μετά τη μεγάλη πυρκαγιά στη Βούλα, ο Δήμαρχος Βάρης – Βούλας – Βουλιαγμένης έστειλε σε όλους τους αρμόδιους υπουργούς επιστολή, ζητώντας να κηρυχθούν άμεσα αναδασωτέες οι καμένες εκτάσεις. Με την 241856 – 19/7/2022 απόφασή του, ο Γενικός Γραμματέας Δασών Κωνσταντίνος Αραβώσης ανταποκρίθηκε θετικά στο αίτημα του Δημάρχου. «Από την επόμενη ημέρα ζητήσαμε να κυρηχθεί αναδαδωτέα η περιοχή και να αρχίσουν οι μελέτες για τα αντιπλημμυρικά και αντιδιαβρωτικά έργα. Η φωτιά ήταν Σάββατο, Δευτέρα πρωί έφυγαν αυτές οι επιστολές προς το Υπουργείο Κλιματικής Αλλαγής και Περιβάλλοντος», σημειώνει ο κ. Κωνσταντέλλος.
Σύμφωνα με τον ίδιο μάλιστα, από την περιοχή που επηρεάστηκε, δασική ήταν περίπου 2.100 στρέμματα με μεσαίου ύψους βλάστηση (με δέντρα 20ετίας στα 3-3,5 μέτρα), τα οποία προέρχονταν από προηγούμενες αναδασώσεις, καθώς η περιοχή αυτή είχε καεί άλλες τέσσερις φορές στο παρελθόν.
«Από εκεί και πέρα ξεκινά ένας γολγοθάς», θυμάται ο Δήμαρχος. «Ενώ έχουμε ζητήσει αντιδιαβρωτικά και αντιπλημμυρικά έργα, έρχεται μια μεγάλη νεροποντή τον Αύγουστο του 2022 και ξαφνικά όλο το βουνό μέσω του Λυκορέματος κατεβαίνει και φτάνει να πλημμυρίσει σπίτια και λεωφόρους».
Ο Σπύρος Κίνιας τονίζει πως η καταρρακτώδης βροχή λίγες μέρες μετά τη φωτιά ήταν διπλά καταστροφική: «Το βασικότερο ζήτημα, που αντιμετωπίζει οποιαδήποτε καμένη έκταση, είναι αυτό της διάβρωσης και απώλειας γόνιμου χώματος. Χωρίς χώμα δεν υπάρχει η δυνατότητα για τη φύση να ξεκινήσει το έργο της αναγέννησης ενός οικοσυστήματος, και όταν τα πλήγματα είναι συχνά, τότε αυτή η δυνατότητα εξαντλείται ολοσχερώς και ερχόμαστε αντιμέτωποι με το φάσμα της ερημοποίησης. Δυστυχώς, μερικές μέρες μετά την πυρκαγιά της 4ης Ιουνίου του 2022, είχαμε περιστατικό καταρρακτώδους βροχής. Αυτό είναι από τα χειρότερα σενάρια, καθώς η στάχτη της πυρκαγιάς δημιουργεί ένα υδρόφοβο στρώμα στο έδαφος, επιταχύνοντας τη ροή του νερού της βροχής και όταν το νερό της βροχής ρέει με ταχύτητα, οδηγεί σε διάβρωση και απώλεια χώματος».
Μετά τη μεγάλη νεροποντή, ο Δήμος 3Β ζήτησε, σύμφωνα με τον Γρηγόρη Κωνσταντέλλο, από το Υπουργείο Περιβάλλοντος να ενημερωθεί για το στάδιο στο οποίο βρίσκονταν οι μελέτες. «Τον Οκτώβρη του 2022 το Υπουργείο έστειλε επιστήμονες στο σημείο, οι οποίοι αποφάνθηκαν ότι δεν χρειάζεται κάποια ενέργεια και πως πρέπει να αφήσουμε τα πράγματα ως έχουν. Μίλησα με τον Υφυπουργό κ. Γιώργο Αμυρά, τονίζοντας ότι έχουμε μείζον ζήτημα και μου πρότεινε να κάνω (σ.σ.: ως Δήμος) μια δική μου μελέτη».
Πράγματι, από τη Δημοτική Αρχή κλήθηκε ο Ευθύμης Λέκκας, Καθηγητής Δυναμικής Τεκτονικής, Εφαρμοσμένης Γεωλογίας και Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, μαζί με την ομάδα του για να μελετήσουν την περιοχή, να πάρουν δείγματα και να δώσουν τη δική τους εκτίμηση ως προς τα έργα που έπρεπε να γίνουν. «Μέσα σε 20 μέρες, γύρω στα μέσα του Νοεμβρίου του 2022, (ο κ. Λέκκας) μας έδωσε μια προμελέτη, η οποία έλεγε ότι η περιοχή χρήζει ενίσχυσης με φράγματα και κορμοδέματα. Έκανε μια εκτίμηση του κόστους, την οποία εμείς στείλαμε στο Υπουργείο, έφτασε στους γενικούς διευθυντές και δεν έγινε τίποτα. Να σημειώσω εδώ ότι εμείς δεν έχουμε σε αυτά τα σημεία καμία αρμοδιότητα σαν δήμος. Είναι ευθύνη των δασαρχείων και της γενικής διεύθυνσης δασών του Υπουργείου Περιβάλλοντος. Έγινε, λοιπόν, μια σύσκεψη τον Ιανουάριο του 2023 από το Υπουργείο Περιβάλλοντος, όπου προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι δεν υπάρχει ζήτημα. Βάσει της προμελέτης του κ. Λέκκα αποφασίσαμε να κάνουμε μια ακόμη σύσκεψη και πράγματι, τρεις εβδομάδες μετά, γίνεται μια νέα τηλεδιάσκεψη, όπου παραδέχθηκαν ότι ο κ. Λέκκας έχει δίκιο και ότι χρειάζεται να γίνουν παρεμβάσεις. Οι παρεμβάσεις που πρότεινε ήταν ουσιαστικά 6 λιθοδομές-φράγματα, που θα κρατούσαν τα φερτά πάνω και περίπου 12 ή 14 φραγές με κορμοδέματα».
Η απάντηση του υπουργείου ήταν, όπως υποστηρίζει ο Γρηγόρης Κωνσταντέλλος, πως οι παρεμβάσεις τούς βρίσκουν σύμφωνους, θα πρέπει όμως να γίνουν με πόρους και ευθύνη του Δήμου: «Μας είπαν πως αν θέλουμε να γίνει το έργο θα πρέπει να κάνουμε δασοτεχνική μελέτη, προγραμματική σύμβαση με τις δασικές υπηρεσίες για να εποπτεύσουν το έργο και να το χρηματοδοτήσουμε είτε με ιδίους πόρους είτε με χορηγίες. Κανονικά θα έπρεπε να αντιδράσουμε, αλλά έτσι δεν θα τελείωνε το πρόβλημα. Εμένα αυτό ήταν το άγχος μου. Τι κάναμε λοιπόν; Αναγκαστική υποχώρηση. Βρήκαμε δασοτεχνικούς μελετητές και φτιάξαμε τη μελέτη, η οποία μας κόστισε περίπου 50.000 ευρώ, σύμφωνα με την οποία χρειάζονται 5 χτιστά φράγματα ύψους από 2 έως 6,5 μέτρα μέσα στις πτυχώσεις του Λυκορέματος και του ρέματος Χλόη, παράλληλα με κάποια κορμοδέματα. Μετά έπρεπε να υπογράψουμε προγραμματική σύμβαση, γιατί δεν φτάνει που κάναμε τη μελέτη και βάζουμε τα λεφτά, πρέπει να υπογράψουμε και προγραμματική για να μας δώσουν την άδεια να κάνουμε αυτό το οποίο θα έπρεπε να κάνουν εκείνοι. Για δύο μήνες περίπου τα χαρτιά πηγαινοέρχονταν, μέχρι που τον Ιούνιο του 2023 καταφέραμε να την υπογράψουμε. Έγινε κοστολόγηση του έργου, γύρω στις 400.000 ευρώ, ενώ σειρά είχε ακόμη μια μελέτη από εμάς, που ήταν αρμοδιότητα της Περιφέρειας -αλλά εν μέσω εκλογών δεν βγάλαμε άκρη- που αφορά παρεμβάσεις μέσα στα ρέματα για να μην έχουμε έντονα πλημμυρικά φαινόμενα από τον όγκο των βροχών».
Τι συνέβη με την αναδάσωση;
Σύμφωνα με την απόφαση που αναρτήθηκε στη Διαύγεια τον Σεπτέμβριο του 2022, από τη φωτιά που εκδηλώθηκε στις 4/6/2022, κηρύχθηκε ως αναδασωτέα έκταση συνολικού εμβαδού 3.132 στεμμάτων. Μάλιστα, από αυτή την έκταση, τα 942,817 στρέμματα επανακηρύχθηκαν αναδασωτέα, αφού περιλαμβάνονταν σε περιοχές που είχαν χαρακτηριστεί αναδασωτέες και προγενέστερα.
Όπως εξηγεί παρ’ όλα αυτά ο κ. Κίνιας, «η κήρυξη μίας έκτασης ως αναδασωτέας δεν σημαίνει ότι θα πραγματοποιηθεί σε αυτήν τεχνητή αναδάσωση ή τουλάχιστον όχι στο σύνολό της. Αυτό που σημαίνει είναι πως η έκταση αυτή δεν θα απολέσει τον δασικό χαρακτήρα της και θα της δοθεί ο απαραίτητος χρόνος και η απαραίτητη προστασία ώστε να αναγεννηθεί και αναδασωθεί με φυσικό τρόπο. Μόνο μετά από 2-3 χρόνια, όταν οι αρμόδιοι δασολόγοι της Διεύθυνσης Αναδασώσεων Αττικής, θα ελέγξουν την κατάσταση της καμένης έκτασης, θα κρίνουν αν πρέπει να προχωρήσει τεχνητή αναδάσωση σε κάποιο τμήμα της».
Έτσι, ενώ η περιοχή εντάχθηκε σε πρόγραμμα αναδασώσεων με χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης και την περίοδο Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου του 2023 είχε προγραμματιστεί να ξεκινήσει από το υπουργείο Περιβάλλοντος, το Δασαρχείο Πεντέλης και τον Δήμο Βάρης – Βούλας – Βουλιαγμένης η αναδάσωση της καμμένης έκτασης, κάτι τέτοιο τελικά δεν συνέβη. «Έγινε πάλι αυτοψία από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και τελικά μας έβγαλαν (από το πρόγραμμα αναδάσωσης) γιατί είδαν ότι η Φύση αναγεννάται από μόνη της. Και πράγματι αυτό είναι γεγονός, η φυσική αναγέννηση έχει ξεκινήσει. Αν περπατήσεις στο σημείο, θα δεις μικρά πευκάκια να ξεπροβάλλουν», λέει ο Γρηγόρης Κωνσταντέλλος.
«Περίπου τα δύο τρίτα της καμένης έκτασης εμφανίζουν φυσική αναγέννηση, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό» συμφωνεί ο Σπύρος Κίνιας. «Μιλάμε για την έκταση του δάσους της Βούλας, γιατί η εικόνα της πλαγιάς πάνω από την Αιξωνή Γλυφάδας είναι διαφορετική και πολύ χειρότερη. Εκεί, τα αλλεπάλληλα πλήγματα έχουν πλέον οδηγήσει στην ερημοποίηση, αφού η περιοχή επλήγη από πυρκαγιές το 2006, το 2009, το 2011 και, δυστυχώς, ξανά το 2022. Αυτή η περιοχή της Γλυφάδας, δυστυχώς, αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγή και καταδεικνύει πόσο ανίκανοι έχουμε υπάρξει όλοι μας να προστατέψουμε την κοινή μας περιουσία: το περιβάλλον μας».
Ο επικεφαλής της ΕΔΝΥ κάνει μάλιστα μια πρόβλεψη: «Εκτιμώ πως τεχνητή αναδάσωση θα γίνει στις πλαγιές που κάηκαν και διοικητικά ανήκουν στον Δήμο Γλυφάδας. Αντίθετα, το δάσος της Βούλας εμφανίζει φυσική αναγέννηση και πρέπει να αφεθεί στην ησυχία του και να προστατευθεί από ενδεχόμενη νέα πυρκαγιά, γιατί τότε η καταστροφή θα είναι πολύ μεγαλύτερη. Εκεί οι παρεμβάσεις πρέπει να είναι οι ελάχιστες δυνατές και σίγουρα όχι αναδασώσεις επικοινωνιακού τύπου, οι οποίες κάνουν μεγαλύτερη ζημιά από καλό».
Η κατάσταση στο βουνό και τα έργα που γίνονται σήμερα
Δύο χρόνια μετά τη φωτιά, μικρά πράσινα δενδρύλλια -η απόδειξη μιας επίμονης Ζωής που επιστρέφει- μπορεί να έχουν κάνει την εμφάνισή τους σε σημεία της καμμένης έκτασης, όμως σε κάποιες περιοχές η εικόνα είναι αποκαρδιωτική: «Για όσους γνωρίζαμε το βουνό πριν από τη φωτιά, υπάρχουν τμήματά του τώρα, που η διάβρωση είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού. Εκεί που κάποτε υπήρχε χώμα, τώρα υπάρχουν μόνο βράχια» αναφέρει ο Σπύρος Κίνιας, ενώ περιγράφει σχετικά με την περιοχή που η ΕΔΝΥ προσπαθούσε να δενδροφυτεύσει για επτά χρόνια πριν από τη φωτιά: «Δεν σας κρύβω ότι φτάσαμε πολύ κοντά στο να τα παρατήσουμε, όμως δεν το βάλαμε κάτω και χαίρομαι που πλέον, δύο χρόνια μετά τη φωτιά, μπορώ να πω ότι έχουμε ήδη αποκαταστήσει περίπου το ένα τρίτο της έκτασης αυτής κι έχουμε φυτέψει περίπου 800 νέα δέντρα. Ο αριθμός μπορεί να φαίνεται μικρός, και είναι πολύ μικρός αν συγκριθεί με όσα δέντρα χάθηκαν, αλλά αυτες είναι οι μικρές εθελοντικές μας δυνατότητες και θα συνεχίσουμε να κάνουμε ό,τι μπορούμε ως κάτοικοι που αγαπούν τον τόπο τους και δεν αρκούνται στην μοιρολατρεία».
Όμως πέρα από το ίδιο το δάσος, η φωτιά προκάλεσε μεγάλες ζημιές και στους δασικούς δρόμους των καμμένων εκτάσεων, καθιστώντας -όπως λέει ο Σπύρος Κίνιας- «ορισμένους από αυτούς ακόμη και αδιάβατους, μέχρι πρόσφατα που ξεκίνησαν κάποιες εργασίες αποκατάστασης». Ο ίδιος πάντως καταγγέλει πως «το δασικό οδικό δίκτυο παραμένει σε κακή κατάσταση, αν και η αντιπυρική περίοδος έχει ξεκινήσει».
Όπως όμως τονίζει ο κ. Κίνιας, ακόμη κι αν μπορέσουμε να αποκαταστήσουμε τους δασικούς δρόμους, αποκατάσταση του χαμένου χώματος στο σύνολο του βουνού δεν μπορεί να γίνει. Επομένως; «Επομένως θα ήταν σημαντικό να είχαν δρομολογηθεί έγκαιρα έργα συγκράτησης του εδάφους, στα σημεία που εμφανίζουν έντονη κλίση, όπως το Λυκόρεμα. Τέτοια έργα, όπως τα κορμοδέματα και κορμοπλέγματα, δεν είδαμε πουθενά στον Νότιο Υμηττό», αναφέρει.
Και παραδόξως, όπως υποστηρίζει, λέει πως καλό θα ήταν να μην τα δούμε πλέον. «Γιατί τώρα είναι αργά. Στα σημεία που η φύση έχει την επάρκεια να αναγεννηθεί, αυτή η αναγέννηση έχει ήδη ξεκινήσει και οποιαδήποτε τεχνικά έργα λάβουν χώρα τώρα, μόνο κακό θα κάνουν, αφού θα καταστρέψουν τα ευαίσθητα νεαρά δενδρύλλια. Το ίδιο ισχύει και για τις τεχνητές αναδασώσεις, τις οποίες συχνά ζητάει το κοινό ωθούμενο από συναισθηματικούς λόγους. Όλοι πονάμε το χαμένο δάσος, αλλά ευτυχώς, μεγάλο μέρος του δάσους, στο Πανόραμα της Βούλας, ήταν ένα ώριμο δάσος, το οποίο έχει την επάρκεια να αναγεννηθεί φυσικά. Αρκεί να το αφήσουμε, προστατεύοντάς το από ένα νέο πλήγμα, ιδιαίτερα τώρα, που βρίσκεται στην ευαίσθητη φάση της αναγέννησης».
Πάντως, προκειμένου να προστατευθεί η ευρύτερη περιοχή από πλημμυρικά φαινόμενα, έχουν ξεκινήσει κάποια αντιπλημμυρικά έργα, τα οποία περιγράφει αναλυτικά στο NouPou ο Γρηγόρης Κωνσταντέλλος: «Το πρώτο έργο γίνεται αυτή τη στιγμή. Έχουν ξεκινήσει τα χωματουργικά μηχανήματα να φτιάχνουν τα φράγματα στα δύο ρέματα (Λυκόρεμα και Χλόης). Η παράδοση αυτού του έργου υπολογίζεται στα μέσα του Σεπτεμβρίου. Τότε θα είναι και η παράδοση των τεχνικών παρεμβάσεων για να μη γίνονται πλημμυρικά φαινόμενα. Το Λυκόρεμα, για παράδειγμα, ξεκινά από το βουνό και στις έντονες βροχοπτώσεις κατεβάζει πολύ νερό προς την πόλη και μέσα από την ανοιχτή του κοίτη το νερό αυτό κατεβαίνει ως χείμαρρος και όχι ως ρυάκι. Σε κάποιο σημείο το ρέμα καταλήγει σε ένα χαντάκι που είχε φτιαχτεί παλιά για υπερχείλιση, το οποίο όμως είναι “τυφλό” και καταλήγει τελικά να πλημμυρίζει η περιοχή. Σε εκείνο το σημείο υπάρχει ένας υπόγειος αγωγός, ο οποίος κανονικά θα μετέφερε το νερό απευθείας στη θάλασσα, αλλά λόγω της έντονης πίεσης μόνο ελάχιστος όγκος νερού καταφέρνει να “βρει τον δρόμο” για αυτόν τον αγωγό, ο οποίος τελικά λειτουργεί μόνο κατά 5%. Άρα τι πάμε να κάνουμε; Σύμφωνα με το έργο, το Λυκόρεμα θα συνδέεται με τον αγωγό αυτό. Ό,τι κατεβαίνει από το βουνό δεν θα συνεχίζει σε ελεύθερη ροή, αλλά θα μπαίνει στον αγωγό και θα καταλήγει πλέον στη θάλασσα. Επιπλέον, στα ρέματα φτιάχνουμε ειδικές συνενώσεις, ώστε ό,τι νερό έρχεται εδώ να αφήνει τα φερτά -ξύλα, πέτρες κλπ- στο σημείο και το νερό να προχωρά προς τη θάλασσα. Φτιάχνουμε σύρματα με σιδερένιους δακτυλίους, τα οποία μπαίνουν μέσα στις κοίτες, ώστε οτιδήποτε άλλο εκτός του νερού να μένει εκεί».
Τι άλλαξε στον σχεδιασμό πρόληψης η φωτιά του 2022
Ο Γρηγόρης Κωνσταντέλλος θα ήθελε να μην ξαναδεί ποτέ την πόλη του να κινδυνεύει από πυρκαγιά. Ποιος δήμαρχος δεν θα το ήθελε άλλωστε. «Ακριβώς μετά τη φωτιά, στις 15 Ιουλίου του 2022, εξασφαλίσαμε την επόπτευση της πόλης με drone για πυρασφάλεια και πολιτική προστασία. Είναι μια ετήσια υπηρεσία που έχουμε αγοράσει και είναι το τρίτο καλοκαίρι που την εφαρμόζουμε. Τον χειμώνα είναι 12ωρη, ενώ κατά τους θερινούς μήνες 24ωρη» αναφέρει ο ίδιος. «Εκτός από αυτά, διαθέταμε ήδη δύο ζεύγη με ψηφιακές θερμικές κάμερες, οι οποίες ήταν ήδη εγκατεστημένες η μία στο Πανόραμα της Βούλας και η άλλη στη Βουλιαγμένη, ενώ προσθέσαμε και ένα σύστημα με έξι επιπλέον ψηφιακές κάμερες, με τη χρήση AI, όσον αφορά την αναγνώριση και την ανάλυση καπνού. Συνεπώς, στην περιοχή μας πετούν καθ’ όλη τη διάρκεια του 24ωρου δύο drone που εποπτεύουν – και την ίδια στιγμή υπάρχουν στο σύνολο 10 ψηφιακές κάμερες που επιτηρούν τα πάντα».
Παράλληλα, όπως υποστηρίζει ο Γρηγόρης Κωνσταντέλλος, ο δήμος Βάρης – Βούλας – Βουλιαγμένης έχει δημιουργήσει ένα σύγχρονο υπηρεσιακό κέντρο. «Έχουμε τη μεγαλύτερη δύναμη πολιτικής προστασίας από κάθε άλλο δήμο στη χώρα. Δηλαδή έχουμε 19 μόνιμους υπαλλήλους και 45 εποχιακούς, 17 πυροσβεστικά οχήματα, πρώτης επέμβασης και διασωστικά. Σαν να έχουμε ενάμιση πυροσβεστικό σταθμό. Και μάλιστα, έχουμε βάλει κάμερες στα οχήματα που περιπολούν, όπως και στα jackets των ανθρώπων της πολιτικής προστασίας, προκειμένου να επιτηρούμε διαρκώς ό,τι συμβαίνει», υπογραμμίζει.
Υπάρχουν πλάνα για περαιτέρω παρεμβάσεις; «Ένα όραμα που έχουμε είναι να καταφέρουμε να βάλουμε κρουνούς πυρόσβεσης μέσα στο δάσος, όπως γίνεται στη Γερμανία. Και ακόμη, ετοιμάζουμε μια δράση ξανά σε συνεργασία με τον κ. Λέκκα σύμφωνα με την οποία ο ίδιος θα μας κάνει εκτίμηση για τα ευάλωτα σημεία της πόλης για όλες τις φυσικές καταστροφές. Έχουμε ολοκληρώσει τις πλυμμήρες και το τσουνάμι και μένουν τα θέματα της πυρκαγιάς και του σεισμού. Φτιάχνει εγχειρίδια για τα μέγιστα φαινόμενα που μπορεί να περιμένουμε από το κάθε συμβάν, πού πρέπει να στραφεί η προσοχή μας, τι πρέπει να προετοιμάσουμε ώστε όταν θα φτάσουμε σε μια τέτοια καταστροφή να έχουμε τις λιγότερες δυνατές απώλειες. Ελπίζω μέχρι το τέλος του καλοκαιριού να τα έχουμε όλα, ώστε να οργανώσουμε την πόλη μας καλύτερα», προσθέτει ο Δήμαρχος.
Από την πλευρά του ο Γιάννης Κωνσταντάτος δηλώνει πως «η προστασία του Υμηττού και ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε την Πολιτική Προστασία άλλαξε θα τολμούσα να πω από το 2019, αρχές του 2020 που εκλέχτηκα για πρώτη φορά πρόεδρος του ΣΠΑΥ. Ανέλαβα σε μια δύσκολη στιγμή για το Σύνδεσμο, και μαζί με τους συναδέλφους αιρετούς θέσαμε τις βάσεις από την αρχή αναθεωρώντας και διοργανώνοντας το πώς αντιλαμβανόμαστε την αυτοδιοικητική πολιτική προστασία».
Ο μέχρι πρότινος πρόεδρος του ΣΠΑΥ και πλέον πρόεδρος του Ελ.Δ.Α.Π. (Ελληνικού Δικτύου Ανθεκτικών Πόλεων) προσθέτει: «Δυστυχώς ακόμη και οι αυτονόητες εργασίες, αποψιλώσεις, κλαδεύσεις και καθαρισμοί δεν ήταν δεδομένοι και σήμερα έχουν εδραιωθεί σε ένα Τακτικό πρόγραμμα που εφαρμόζεται στο σύνολό του Υμηττού μας. Παράλληλα επενδύσαμε στην πρόληψη αξιοποιώντας όσα μας παρέχει η τεχνολογία και έτσι υλοποιήσαμε το μεγάλο έργο smart Υμηττός, συνδυάζοντας την τεχνητή νοημοσύνη με τον ανθρώπινο παράγοντα. Ενισχύσαμε με μέσα ατομικής προστασίας τους εργαζόμενους και τους εθελοντές όλων των ομάδων του ΣΠΑΥ. Αποκτήσαμε έξτρα υλικοτεχνικό εξοπλισμό. Τοποθετήσαμε ψηφιακές οθόνες για την ενημέρωση του κοινού. Στήσαμε το Κέντρο Διαχείρισης Κρίσεων του ΣΠΑΥ και εγκαινιάσαμε το Πρότυπο Αυτοδιοικητικό Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης και Τεχνολογίας του Συνδέσμου. Όλες αυτές οι ενέργειες επενδύουν στην πρόληψη και την καταστολή των πυρκαγιών. Και το σπουδαιότερο; Με εξασφάλιση χρηματοδοτήσεων πρωτοφανών για τα δεδομένα του Συνδέσμου, αφού καταφέραμε να τον εντάξουμε στα προγράμματα του Υπουργείου Εσωτερικών κλπ».
Θα δούμε όμως ξανά τον Υμηττό πράσινο;
Όπως γίνεται ξεκάθαρο, θα πρέπει πάση θησία να αποφευχθεί μια αντίστοιχη μελλοντική πυρκαγιά. Πώς μπορεί να γίνει αυτό; «Για να αποφευχθεί μια νέα καταστροφή, πρέπει όλοι, κράτος και πολίτες, να αλλάξουμε νοοτροπία. Να αγαπήσουμε το βουνό, να ανοίξουμε τα μάτια και τα αφτιά σε όσα κάνουμε λάθος και με περίσσιο θάρρος να σηκώσουμε τα μανίκια και να ασχοληθούμε με την αποτελεσματικότητα και την ουσία» δηλώνει ο Σπύρος Κίνιας. «Δυστυχώς, δεν το κάνουμε και ήδη μετράμε αντίστροφα για την επόμενη καταστροφή. Δεν μου αρέσει να ωραιοποιώ καταστάσεις ή να χαϊδεύω αυτιά. Αν οι συμπολίτες μας δεν θέλουν να ξαναζήσουν όσα περάσαμε το 2022 -αλλά κι άλλες φορές παλιότερα-, ας ενεργοποιηθούν. Όχι τόσο για να σβήσουν φωτιές, αλλά κυρίως για να αποτραπεί η έναρξή τους και να ασκηθούν οι πιέσεις προς τους αρμόδιους να κινηθούν επιτέλους προς τη σωστή κατεύθυνση».
Τονίζοντας πως «αν έρθει μια ακόμη φωτιά, θα καταστρέψουμε τη δυνατότητα της φύσης να επανέλθει και θα καταδικάσουμε τα παιδιά μας να μην ξαναδούν αυτές τις εκτάσεις πράσινες», ο επικεφαλής της ΕΔΝΥ επισημαίνει έναν ακόμα μεγάλο κίνδυνο: «Δεν αρκεί να προστατέψουμε το βουνό μόνο από τη φωτιά. Πρέπει να το προστατέψουμε και από τη βόσκηση, που θα αφαιρέσει τα νεαρά δενδρύλλια, που μόλις είδαν το φως του ήλιου, αφήνοντας πίσω μόνο το πεύκο, το οποίο τα αιγοπρόβατα δεν τρώνε. Κυρίως, πρέπει να το προστατέψουμε όμως και από την αλλαγή χρήσης, που διαχρονικά, μετά από πυρκαγιές, αφαιρεί εκτάσεις από τη φύση και τις αποδίδει σε ανθρώπινες δραστηριότητες. Ας αφήσουμε, επομένως, τη φύση να κάνει αυτό που ο κύκλος της ζωής ορίζει. Μπορεί να μας φαίνεται ότι οι ρυθμοί της φύσης είναι αργοί, για τα δεδομένα της ανθρώπινης ζωής, αλλά είμαστε εμείς που πρέπει να προσαρμοστούμε και όχι το αντίστροφο».
Για το τέλος, θέλαμε να κάνουμε στον έμπειρο εθελοντή δασοπυροσβέστη μια απλή, αλλά σημαντική ερώτηση: Θα ξαναδούμε ποτέ το βουνό του Υμηττού και το Πανόραμα της Βούλας πράσινο; Κλείνουμε λοιπόν με την απάντησή του: «Έτσι όπως ήταν, εμείς δεν θα το ξαναδούμε. Θα πρασινίσει. Σε δύο-τρία χρόνια η εικόνα θα είναι πολύ καλύτερη, αλλά αυτό το δάσος που είχαμε χάθηκε. Αν κάνουμε αυτά που πρέπει να κάνουμε, κι αν τα παιδιά μας κάνουν και εκείνα αυτά που πρέπει να κάνουν, ίσως θα έχουν εκείνα την ευκαιρία να το χαρούν όπως το χαιρόμασταν και κάποιοι από εμάς, πριν το 2022. Και λέω “κάποιοι από εμάς”, γιατί ο περισσότερος κόσμος αγνοούσε τι δάσος υπήρχε στον Νότιο Υμηττό, πάνω από τη Βούλα. Γι’αυτό άλλωστε και αρκετοί πείσθηκαν ότι δεν έγινε και κάποια τρομερή καταστροφή το 2022. Υπήρξαν και οι τοπικοί άρχοντες, που έσπευσαν να υιοθετήσουν το αφήγημα της επιτυχίας, ακόμα και ενώ η φωτιά ακόμα έκαιγε. Η εικόνα που είχε ο περισσότερος κόσμος για τον Νότιο Υμηττό ήταν αυτή που αποκόμιζε κοιτώντας τον… από την παραλιακή. Αυτό ήταν λάθος. Όσο περισσότερος κόσμος γνωρίζει τις ομορφιές του βουνού, τόσο πιο πιθανό είναι να το αγαπήσει και να κινητοποιηθεί για να το προστατέψει. Αυτό αποτελεί κύριο μέλημα και των εθελοντικών ενεργειών της ΕΔΝΥ. Να γνωρίσουμε και αναγνωρίσουμε την αξία της φύσης, που υπάρχει δίπλα στην πόρτα μας, πριν να είναι αργά. Και μπορεί να χάσαμε το δάσος της Βούλας όπως ήταν, ευτυχώς όμως υπάρχει ακόμα πολλή ομορφιά στον Νότιο Υμηττό».
Πηγή: noupou.gr