Όλα άρχισαν τον Ιούνιο του 2019 σε λιμάνι των ΗΠΑ, όταν εντοπίστηκαν 20 τόνοι κοκαΐνης αξίας ενός δισ. δολαρίων στο φορτηγό πλοίο Gayane της Mediterranean Shipping Co. Με την υπόθεση της κατάσχεσης των ναρκωτικών από το Gayane σχετίζεται και μια ωμή δολοφονία, η οποία σημειώθηκε στη χώρα μας, και συγκεκριμένα σε μία ταβέρνα στη Βάρη στις 19 Ιανουαρίου του 2020, με θύματα δύο υπηκόους Μαυροβουνίου.
Η κατάσχεση μιας τεράστιας ποσότητας ναρκωτικών σε λιμάνι των ΗΠΑ από φορτηγό πλοίο της μεγαλύτερης ναυτιλιακής εταιρείας στον κόσμο, είχε ως αποτέλεσμα να έρθουν στο φως πληροφορίες για τον ρόλο που είχε διαδραματίσει ένα καρτέλ ναρκωτικών από τα Βαλκάνια, ενώ αργότερα αποκαλύφθηκε ότι με την υπόθεση σχετιζόταν και η ωμή δολοφονία δύο υπηκόων Μαυροβουνίου σε ταβέρνα της Αττικής τον Ιανουάριο του 2020.
Το κουβάρι των εν λόγω αποκαλύψεων άρχισε να ξετυλίγεται τον Ιούνιο του 2019 στο λιμάνι της Φιλαδέλφειας των ΗΠΑ, όταν εντοπίστηκαν 20 τόνοι κοκαΐνης αξίας ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων στο φορτηγό πλοίο Gayane, το οποίο είχε προορισμό το Ρότερνταμ και ανήκει στην εταιρεία MSC Mediterranean Shipping Co. με έδρα τη Γενεύη. Το εν λόγω εύρημα αποτέλεσε το μεγαλύτερο σκάνδαλο στην ιστορία των ΗΠΑ που είχε να κάνει με μεταφορά ναρκωτικών μέσω θαλάσσης.
Όπως αναφέρεται σε αναλυτικό δημοσίευμα του Bloomberg Businessweek, από τις έρευνες προέκυψε επίσης ότι πάνω από το ένα τρίτο του πληρώματος του πλοίου, που ήταν υπάλληλοι της MSC, είχαν βοηθήσει στη μεταφορά της τεράστιας αυτής ποσότητας κοκαΐνης, η οποία ήταν ίση σε βάρος με πέντε ελέφαντες. Σύμφωνα με τα στοιχεία, τα ναρκωτικά φορτώθηκαν από ταχύπλοα σκάφη στο πλοίο, ενώ έπλεε ανοιχτά της Νότιας Αμερικής.
Το έγκλημα ήταν τόσο σοβαρό που οι αρχές πήραν την απόφαση να κατασχέσουν όχι μόνο την κοκαΐνη αλλά και το ίδιο το Gayane, ένα πλοίο μήκους περίπου 320 μέτρων και αξίας άνω των 100 εκατ. δολαρίων, με την εταιρεία να καταβάλει 50 εκατ. δολάρια για την απελευθέρωσή του.
Το Καρτέλ των Βαλκανίων
Σημειώνεται ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που εμπλέκονταν πλοία της MSC σε υποθέσεις μεταφοράς ναρκωτικών, γεγονός που δημιούργησε υποψίες σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες ότι το λεγόμενο Καρτέλ των Βαλκανίων, μια αναδυόμενη δύναμη στο διεθνές εμπόριο κοκαΐνης, είχε καταφέρει να παρεισφρήσει με κάποιον τρόπο στα πληρώματα της εταιρείας.
Η εν λόγω εγκληματική οργάνωση αποτελείται από διάφορες μικρότερες εγκληματικές ομάδες σε πέντε χώρες και τα μέλη της χρησιμοποιούν ως κοινή γλώσσα τα σερβο-κροατικά. Πολλές από αυτές ξεκίνησαν ως ιδιωτικές στρατιωτικές ομάδες κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων τη δεκαετία του ‘90, και στη συνέχεια στράφηκαν στο λαθρεμπόριο όπλων και τσιγάρων καθώς και στις κλοπές αυτοκινήτων και το ξέπλυμα χρήματος.
Οι επιμέρους ομάδες της εν λόγω οργάνωσης συνεργάζονται αλλά και ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Μερικές μάλιστα έχουν αποκτήσει τη φήμη ότι είναι ιδιαίτερα αδίστακτες. Τονίζεται ότι το περασμένο έτος, εντοπίστηκε σε προάστιο του Βελιγραδίου, στο πλαίσιο αστυνομικής επιχείρησης, μια βιομηχανική κρεατομηχανή με ίχνη από ανθρώπινο DNA.
Η μέθοδος των drop-offs
Όπως και άλλα ευρωπαϊκά καρτέλ λαθρεμπορίου, η εν λόγω οργάνωση χρησιμοποιούσε τη μέθοδο των «drop-offs» και μάλιστα σε ιδιαίτερα μεγάλο βαθμό. Ως «drop-off» ορίζεται η μεταφορά φορτίων ναρκωτικών από μεγάλα πλοία σε πιο μικρά σκάφη. Με αυτό τον τρόπο, οι λαθρέμποροι απέφευγαν τα μεγάλα λιμάνια, όπου οι πιθανότητες εντοπισμού ήταν μεγαλύτερες. Αυτό σήμαινε, ωστόσο, ότι έπρεπε να επιστρατεύοσυν μέλη των πληρωμάτων μεγάλων εμπορικών πλοίων, χρηματίζοντάς τα ώστε να ξεφορτώσουν τα ναρκωτικά στα μικρότερα σκάφη.
Τα δεδομένα άλλαξαν, ωστόσο, μετά το 2016, όταν μέλη των αρχών της Ολλανδίας, του Βελγίου και του Ηνωμένου Βασιλείου ήρθαν σε επικοινωνία με τη διοίκηση της MSC, παρέχοντας αποδείξεις από έρευνες σχετικά με τα drop-offs, στα οποία εμπλέκονταν και πλοία της εταιρείας, και την προειδοποίησαν ότι αν δεν έμπαινε τέλος στο φαινόμενο αυτό, θα διέτρεχε τον κίνδυνο κατάσχεσης των πλοίων της.
Είπαν μάλιστα στην MSC ότι το Καρτέλ των Βαλκανίων είχε χρησιμοποιήσει ένα πρακτορείο πληρωμάτων στην περιοχή των Βαλκανίων ώστε να αποκτήσουν πρόσβαση στα πλοία της ναυτιλιακής, άτομα που συνεργάζονταν με την εγκληματική οργάνωση, όπως ανέφερε ο Γιάν Γιάνσε, αρχηγός του τμήματος της αστυνομίας που είναι υπεύθυνο για το λιμάνι του Ρότερνταμ.
Τα τεχνάσματα των λαθρεμπόρων
Ο Γιάνσε εκτιμά ότι η εταιρεία πήρε πρόσθετα μέτρα ασφαλείας και έπαψε να συνεργάζεται με το πρακτορείο πληρωμάτων στα Βαλκάνια.
Μετά από αυτό, η ολλανδική υπηρεσία κατά των Ναρκωτικών άρχισε να βλέπει λιγότερα drop-offs και μετά από κάποια στιγμή, η εν λόγω τεχνική έπαψε σχεδόν τελείως να χρησιμοποιείται.
Όμως οι λαθρέμποροι είχαν απλώς προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα και αξιοποιούσαν πλέον νέες μεθόδους.
Ειδικότερα, χρησιμοποιούσαν μέλη πληρωμάτων ώστε να φορτώνουν τα ναρκωτικά σε μεγάλα φορτηγά πλοία, ενώ αυτά βρίσκονταν στη θάλασσα, όπως συνέβη και στην περίπτωση του Gayane.
Αντιφατικοί ισχυρισμοί
Οι αρχές στις ΗΠΑ και την Ευρώπη κατέληξαν στο ότι το καρτέλ είχε καταφέρει να παρεισφρήσει στα πληρώματα της MSC εντός μίας δεκαετίας και, αξιοποιώντας τόσο το ανθρώπινο δυναμικό της όσο και τα πλοία της, κατάφερε να δημιουργήσει μια «αυτοκρατορία» λαθρεμπορίου κοκαΐνης.
Εάν η εταιρεία καταφέρει να αποδείξει ότι μέρος της ποσότητας ναρκωτικών φορτώθηκε στην ξηρά και ότι οι υπάλληλοί της έπαιξαν έναν πιο μικρό ρόλο στη διαδικασία, η αμερικανική κυβέρνηση ίσως δυσκολευθεί περισσότερο να της επιβάλει αυστηρές ποινές.
Σύμφωνα, όμως με έναν Αμερικανό αξιωματούχο, οι ισχυρισμοί της MSC είναι αντιφατικοί καθώς δεν συνάδουν με γεγονότα που επιβεβαιώθηκαν στο δικαστήριο.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ στοχεύει επίσης στη διεξαγωγή μιας ευρύτερης έρευνας σε βάρος μελών του Καρτέλ των Βαλκανίων, που φέρονται να ενορχήστρωσαν την επιχείρηση στο Gayane.
Το διπλό έγκλημα στη Βάρη
Η ταβέρνα Βοσκοπούλα όπου δολοφονήθηκαν οι δύο Μαυροβούνιοι.
Με την υπόθεση της κατάσχεσης των ναρκωτικών από το Gayane σχετίζεται και μια ωμή δολοφονία, η οποία σημειώθηκε στη χώρα μας, και συγκεκριμένα σε μία ταβέρνα στη Βάρη στις 19 Ιανουαρίου του 2020, με θύματα δύο υπηκόους Μαυροβουνίου.
Όπως είχαν αποκαλύψει τότε στην «Κ», στελέχη υπηρεσιών ασφαλείας, επρόκειτο για τον 43χρονο Ιγκόρ Ντέντοβιτς και τον στενό του συνεργάτη, Στεφάν Σταμάτοβιτς, οι οποίοι είχαν έρθει στην Ελλάδα με πλαστά διαβατήρια και είχαν βρει καταφύγιο στην Αττική.
Ο Ντέντοβιτς θεωρήθηκε υπεύθυνος για την «απώλεια» των 20 τόνων κοκαΐνης, που στελέχη της Υπηρεσίας Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ (Homeland Security Investigations) κατέσχεσαν από το Gayane.
Σύμφωνα με το ιδιο ρεπορτάζ, εις βάρος των δύο δολοφονηθέντων εκκρεμούσαν ήδη από το 2017 διεθνή εντάλματα της Interpol για επιθέσεις με όπλα και βόμβες εις βάρος μελών αντίπαλης συμμορίας.
Ο Ντέντοβιτς, όπως και ο Στεφάν Σταμάτοβιτς, που δολοφονήθηκαν μπροστά στα μάτια των συζύγων και των ανήλικων παιδιών τους θεωρούνταν αρχηγικά μέλη της οργάνωσης «Σκάλιαρι», με έδρα την παραθαλάσσια πόλη Κότορ του Μαυροβουνίου και «εξειδίκευση» στην εισαγωγή κοκαΐνης από τη Λατινική Αμερική στην Ευρώπη.
«Αφύπνιση»
Σημειώνεται ότι η MSC επέκρινε δριμύτατα την πρόσφατη έρευνα του Bloomberg, η οποία περιγράφει διεξοδικά την υπόθεση του Gayane και αναφέρει ότι η εταιρεία έγινε το «μεταφορικό μέσο» του Καρτέλ των Βαλκανίων για το λαθρεμπόριο ναρκωτικών.
Η ναυτιλιακή έχει δηλώσει ότι θεωρούσε ανέκαθεν σημαντικά τα ζητήματα ασφάλειας, αλλά παραδέχθηκε ότι η υπόθεση του Gayane αποτέλεσε μια «αφύπνιση». Μετά το περιστατικό, η εταιρεία ανακοίνωσε ότι θα επενδύσει περισσότερα από 100 εκατομμύρια δολάρια σε διάστημα πέντε ετών για ενίσχυση της ασφάλειας κατά του λαθρεμπορίου.
Πέρα, όμως, από την υπόθεση του Gayane, παραμένει σοβαρό το ζήτημα της αυξανόμενης εμπλοκής του τομέα των ναυτιλιακών μεταφορών σε υποθέσεις λαθρεμπορίου ναρκωτικών, καθώς – παρά τους κανόνες ασφαλείας που πρέπει να ακολουθούνται – είναι πολλές οι περιπτώσεις που τόσο οι τελωνειακές αρχές όσο και οι δυνάμεις επιβολής του νόμου δεν έχουν τη δύναμη να καταστήσουν υπόλογες της ναυτιλιακές εταιρείες για τέτοιου είδους περιστατικά.
Πηγή: kathimerini.gr