Μιλώντας με τη Στεφανί Αρταρί μπορείς να διαπιστώσεις ότι η Γαλλίδα που αγάπησε την Ελλάδα είναι πολλά περισσότερα από συγγραφέας του “Athens Riviera” των εκδόσεων Assouline.
Η Γαλλίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας εργάστηκε πολλά χρόνια ως ψυχαναλύτρια στο Τόκιο και σήμερα ζει μεταξύ Αθηνών και Αντιπάρου
Πιο πριν υπήρξε δημοσιογράφος στο Παρίσι, ψυχαναλύτρια στο Τόκιο και πλέον επιχειρηματίας στην Αντίπαρο και την Αθήνα. Pas mal, pas mal θα έλεγαν σχολιάζοντας για την ίδια οι παριζιάνες φίλες της.
Έγραψε το Athens Riviera που κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2020 από τις εκδόσεις Assouline. Η Γαλλίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας Stephanie Artarit, που εργάστηκε πολλά χρόνια ως ψυχαναλύτρια στο Τόκιο, ζει σήμερα μεταξύ Αθηνών και Αντιπάρου. Το βιβλίο της “Αthens Riviera” μιλάει γι αυτό το σπάνιο κομμάτι της Αθήνας, με την έννοια ότι αυτό το τμήμα της Αθήνας αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, το οποίο δεν είναι άλλο, από την Παραλιακή ή αλλιώς «Αθηναϊκή Ριβιέρα». Μέσα περιλαμβάνονται τα διαμαντάκια της παραλιακής όπως το «Four Seasons Astir Palace» ή το «Island» του Χρύσανθου Πανά, που σαν άνθρωπος και επιχειρηματίας με όραμα, υπήρξε θερμός υποστηρικτής του συγκεκριμένου εγχειρήματος (το οποίο έχει προλογίσει επίσης). Λίγο πριν ξεσπάσει η κρίση της πανδημίας η Στεφανί λάνσαρε την ομάδα συμβούλων για μπουτίκ πολυτελείας αλλά και “πρακτόρων” που διαχειρίζονται brands μόδας, με το όνομα Gang of Style. Παρολαυτά, η συζήτηση μας ξεκίνησε από τη σχέση της με την Αθηναϊκή Ριβιέρα αλλά και τη σχετικά μοντέρνα τάση που θέλει να έχεις παραπάνω από ένα επαγγέλμα σε μια καριέρα.
Ποια σημεία της Αθηναϊκής Ριβιέρα θα χαρακτήριζες ως αγαπημένα σου;
Οφείλω να ομολογήσω ότι το πάθος μου είναι τα ξενοδοχεία πολυτελείας. Για αυτό λατρεύω το Astir palace.
Αυτό το μέρος δίνει την εντύπωση, πάνω από μια σαλάτα και έναν καφέ, ότι όλα είναι καλά στον καλύτερο από όλους τους δυνατούς κόσμους. Επίσης, ένας μικρός κολπίσκος που βρήκα τυχαία μια μέρα. Θα μπορούσα να επιστρέψω εκεί, αλλά μάλλον δεν έχει όνομα. Και αν είχε δεν ξέρω αν θα ήθελα να το μοιραστώ. Οι Έλληνες, πιστεύω, θα με καταλάβουν. Δεν δίνουμε ποτέ τα ονόματα των αγαπημένων μας κολπίσκων. Τα άλλα αγαπημένα μου σημεία είναι η λίμνη της Βουλιαγμένης και το ακρωτήρι του Σουνίου. Δεν υπάρχει τελικά τίποτα καλύτερο από το να στέκεσαι εκεί ατενίζοντας τον ορίζοντα σκεπτόμενη τον Αιγαία και ελπίζοντας για τον Θησέα. Είναι λίγο σα να χαζεύεις τα αστέρια στον ουρανό. Νιώθουμε λιγότερο μόνοι και ταυτόχρονα χαμένοι σαν ένας μικρός κόκκος άμμου μέσα στο σύμπαν.
Τι συμβουλή θα έδινες σε ένα Γάλλο που θέλει να επισκεφτεί την Αθηναϊκή Ριβιέρα;
Mια Ριβιέρα δεν επισκέπτεται. Διασχίζεται, χαζεύεται, ακολουθούμε την κορδέλα που σχηματίζει ο δρόμος κατά το μήκος της παραλίας, κοιτάζοντας τη θάλασσα μέχρι κορεσμού, μεθάμε από τη μυρωδιά των πευκοδασών. Σταματάμε για μια βουτιά. Γεμίζουμε με ήλιο.
Ποιο ήταν το πρώτο σου ταξίδι στη Ριβιέρα Αθηνών αφού συμφωνήσατε να γράψετε το βιβλίο;
Πήγα να γνωρίσω τον Χρύσανθο Πανά. Ανακάλυψα έναν άντρα ερωτευμένο με την Ελληνική Ριβιέρα, εξαιρετικά προσεκτικό με τη διατήρηση της αυθεντικότητάς της. Μου έδειξε τον παράδεισό του και μοιράστηκε μαζί μου τις παιδικές του αναμνήσεις. Ήταν μια εξαιρετική ξενάγηση.
Θα ήθελες να μετακομίσεις στην παραλία;
Έχω μια ψυχή κατοίκου της πόλης. Ποιος όμως δεν ονειρεύεται να ξυπνήσει μπροστά στη θάλασσα; Ευτυχώς κατάφερα να πετύχω μια δίκαιη ισορροπία μένοντας στην πόλη στην Αθήνα και δίπλα στη θάλασσα, στην Αντίπαρο, το καλοκαίρι.
Άλλαξες γνώμη σχετικά με την Αθηναϊκή Ριβιέρα αφού έγραψες το βιβλίο;
Ναι. Πολύ ειλικρινά πήγαινα πολύ σπάνια προς τα νότια προάστια. Δεν το ήξερα πολύ καλά το θέμα της παραλιακής. Μου θύμιζε κάθε φορά που πήγαινα τον Γαλλικό νότο, η θάλασσα, οι μυρωδιές αλλά αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι δε γνώριζα πολλά για την Αθηναϊκή Ριβιέρα. Επομένως δεν άλλαξα, αλλά διαμόρφωσα άποψη.
Έχετε άλλα project με τον εκδοτικό οίκο Assouline;
Προς το παρών όχι, αλλά μένω πάντα στη διάθεσή τους. Γνωρίζω εδώ και 20 χρόνια τη Mαρτίν Aσσουλίν και την ξέρω πολύ καλά. Αν και λίγο μεγαλύτερη μου, είμαστε στο ίδιο μήκος κύματος.
Που δούλεψες ως δημοσιογράφος;
Όταν ήμουν νέα στο Παρίσι δούλευα για το Paris-Match, τη Liberation, ακόμα και το VSD.
Ποια είναι τα τρέχοντα project στα οποία θα ήθελες να «βουτήξεις»;
Αντιπροσωπεύω στην Ελλάδα γαλλικά ή ιταλικά brands και τα πουλάω σε εγχώριες μπουτίκ. Αυτές οι μάρκες είναι οι Inouitoosh, Pier, Calarena, Lido, Mare di Latte. Πολυτελείας κυρίως.
Θα λάτρευα να δούλευα με γιαπωνέζικα brands αλλά η τελωνειακή πολιτική της ΕΕ δεν το καθιστά και τόσο εύκολο.
Υπάρχει ένας πυρήνας αλήθειας στο στερεότυπο που θέλει τους Γάλλους να αγαπάνε τη μόδα;
Οι Γάλλοι είναι πολύ συντηρητικοί και αστοί (αυθ. “μπουρζουά”). Η μόδα είναι ο πιο γρήγορος και άμεσος τρόπος για να δείξεις πού ανήκεις κοινωνικά. Δεν μιλάω για τους ανθρώπους που σχεδιάζουν τα φορέματα αλλά αυτούς που τα φοράνε. Οι Γαλλίδες, Γάλλοι αλλά και όλοι οι καταναλωτές της μόδας θέλουν να δείξουν από πού έρχονται και πού ανήκουν. Ακόμα και την ιδεολογική τους τοποθέτηση. Είναι ένα εξωτερικό σημάδι με το οποίο δείχνουν ποιοι είναι.
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου σχεδιαστές;
Μ’ αρέσει πολύ ο Yohji Yamamoto. O Dries Van Noten. Λατρεύω τον Issey Miyaki.
Θα έλεγες ότι η παραμονή σου στο Τόκιο σε σημάδεψε;
Ναι οι Ιάπωνες είναι πολύ διαφορετικοί, ίσως το αντίθετο των Γάλλων. Δεν είναι καθόλου συντηρητικοί. Υπάρχει ένα μίγμα παράδοσης και προόδου που ανακινεί τη δημιουργική σκέψη και την τόλμη. Στην αρχιτεκτονική τη μόδα και κάθε δημιουργική διαδικασία η Ιαπωνία δεν έχει κάποιο κώδικα. Όλα επιτρέπονται. Η σκέψη τους με βοήθησε να εξελιχθώ πολύ ως Γαλλίδα.
Πως εργάστηκες ως ψυχαναλύτρια στο Τόκιο;
Δούλεψα με Γάλλους που ζούσαν εκεί. Και συνέχισα τη δουλειά που είχα ξεκινήσει στο Παρίσι.
Μετά αφιερώθηκες στη συγγραφή;
Όχι δεν το εγκατέλειψα το επάγγελμά μου αφού συνεχίζω να το ασκώ. Η δύναμη των λέξεων με έλκυε στην ψυχανάλυση. Να βάλουμε τις κατάλληλες λέξεις στο πρόβλημα του καθενός.
Πλέον δεν κάνουμε το ίδιο πράγμα σε ολόκληρη τη ζωή μας.
Υπάρχουν άνθρωποι που το κάνουν. Στην Ελλάδα άνοιξα μια μπουτίκ στην Πάρο. Μ’ αρέσει η μόδα.
Να δουλεύω την περιέργεια μου που ήταν χρήσιμη στη δημοσιογραφία ή την ψυχανάλυση. Το σταμάτησα το επάγγελμα του ψυχαναλυτή, γιατί ερχόμενη στην Ελλάδα δεν υπήρχε χώρος για αυτό.
Ποια είναι η εικόνα του Έλληνα που λατρεύεις και ποια αυτή που μισείς;
Είναι η ίδια. Λατρεύω και απεχθάνομαι τη χαοτική και άναρχη σκέψη τους. Κι εγώ θα ήθελα να είμαι παρορμητική και υπερβολικά ελεύθερη σαν τους Έλληνες. Η γαλλική παιδεία μου όμως με φρενάρει. Για παράδειγμα ζω στην Αγία Παρασκευή, δίπλα στη γαλλική σχολή. Υπάρχει ένας μικρός δρόμος μονής κατεύθυνσης που δεν θα έπρεπε να είναι τέτοιος ή θα έπρεπε να είναι έτσι από την αντίθετη κατεύθυνση. Ε λοιπόν όλοι παίρνουν την αντίθετη κατεύθυνση με τα αυτοκίνητα τους κι έχουν δίκιο. Και μάλιστα πηγαίνουν γρήγορα για να μην τους δουν. Αυτό το τελευταίο, δείχνει την ελληνική νοοτροπία.
Θα μας μιλήσεις για το Gang of Style;
Άνοιξα στην Αντίπαρο μια μπουτίκ με το όνομα “petit τίποτα” που πραγματικά είναι κάτι σχεδόν τίποτα. Την έκανα παρορμητικά. Και έτσι μου πρότειναν να αναλάβω τη μπουτίκ του Beach House. Και είπα γιατί όχι; Η πρόταση έγινε σε μια βραδιά που διοργάνωνε η οικογένεια Μαρτίνου στην Αντίπαρο. Η πρόταση έγινε με μεσολάβηση της Τζοάννας Μαρτίνου. Αρκετά γρήγορα συνειδητοποίησα ότι ήταν η ιδανική τοποθεσία αφού τα πολυτελή προϊόντα της μπουτίκ μπορούσαν να αγοραστούν από τους ανθρώπους που έδεναν τα σκάφη τους εκεί και δεν είχαν πρόβλημα μπάτζετ. Άρα το θέμα της τοποθεσίας του καταστήματος ήταν το κλειδί της επιτυχίας. Για αυτό ίδρυσα το gang of style για να συναλλάσσομαι με τις μπουτίκ. Last but not least, θ’ ανοίξω μια μπουτίκ στο ξενοδοχείο Beau Rivage στη Λωζάνη.
Πηγή: travel.gr / Αρθρογράφος: Θανάσης Διαμαντόπουλος / Φωτογραφικό πορτρέτο Στεφανί Αρταρί: Chantal Formizzi